Καταγόμενος από οικογένεια εμπόρων, μετά το τέλος των εγκυκλίων σπουδών του στη Σύρο στράφηκε και ο ίδιος στο εμπόριο. Το 1856 βρισκόταν στην Τεργέστη, όπου εργαζόταν ως λογιστής στον εμπορικό οίκο του γαμπρού του Γεωργίου Αφεντούλη. Την ίδια περίοδο άρχισε να φιλοτεχνεί τα πρώτα του σχέδια με θέματα από το λιμάνι και το 1864, με την προτροπή του εργοδότη του και την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς του, πήγε στο Μόναχο, όπου άρχισε τη φοίτησή του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών κοντά στον Karl von Piloty.

Η συμμετοχή του στο διαγωνισμό για την απεικόνιση της ναυμαχίας της Λίσσας, που προκήρυξε το 1866 η αυστριακή κυβέρνηση, του χάρισε το 1867 το πρώτο βραβείο για τα σχέδια, που συνοδευόταν από ένα ταξίδι στην Αδριατική για να γνωρίσει τον τόπο της ναυμαχίας. Τον επόμενο χρόνο το έργο παρουσιάστηκε στην Καλλιτεχνική Έκθεση της Βιέννης και αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Το 1868 άρχισε επίσης να παίρνει μέρος στις εκθέσεις της Καλλιτεχνικής Εταιρείας του Μονάχου, στις οποίες συμμετείχε και πάλι στα 1869, 1872, 1873, 1877 και 1878, ενώ το 1877 εξέθεσε στο Λονδίνο τη “Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ”, που αγοράστηκε από το Υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας.

Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε Στοιχειώδη Γραφική και Αγαλματογραφία ως το 1903, οπότε και παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Παράλληλα δίδασκε στο “Καλλιτεχνικό Κέντρο”, σχολή ζωγραφικής που ίδρυσε ο ίδιος το 1895 στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε μετά την επιστροφή του από το Μόναχο.

Συνεχίζοντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα, συμμετείχε στις εκθέσεις της Οικίας Μελά το 1881 και του “Παρνασσού”, στα Ολύμπια του 1888, στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών το 1903, στην οποία τιμήθηκε με αργυρό βραβείο, στη Διεθνή Έκθεση του Μπορντώ το 1907, στην οποία επίσης βραβεύτηκε, κ.α. Το 1883, εξάλλου, παρουσίασε στα Ανάκτορα τη “Ναυμαχία της Σαλαμίνας”, ενώ το 1889 του απενεμήθη ο Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος.

Αν και ξεκίνησε από την τοπιογραφία, ο Βολανάκης εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους έλληνες θαλασσογράφους, απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από λιμάνια, καράβια και καΐκια, αλλά και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου. Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από χρωματική αρμονία και επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών και φανερώνουν τη μελέτη της ολλανδικής θαλασσογραφικής παράδοσης. Στα τοπία του διαφαίνονται επιδράσεις της Σχολής της Barbizon και του έργου του Corot, ενώ δεν λείπουν και οι απηχήσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού.

Μοιραστείτε: