ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΡΙΑΣ
Και ξαφνικά σταμάτησε να φυσάει ο τρελός βοριάς (ντελή-βοριάς). Σταμάτησε να μας δροσίζει, σταμάτησε να μας φωτίζει με το πνεύμα και το χαμόγελό του, σταμάτησε να μας οδηγεί με το λόγο και το έργο του. Όχι, αυτό το τελευταίο δεν ισχύει· το έργο μένει, φάρος και οδηγός, για τους νέους Έλληνες, στους οποίους άλλωστε το προόριζε ο δημιουργός του.
Ο Άγγελος είχε τη χάρη και το χάρισμα εκ γενετής. Οι μοίρες τον φιλοδώρησαν απλόχερα. Μόνο η Άτροπος του φέρθηκε σκληρά. Ωραίος σαν Απόλλωνας, εύχαρις, με ένα χαμόγελο μαγνητικό και ένα πνεύμα οξύ, λαμπερό, και φιλοτάξιδο στη γνώση , την εξερεύνηση, με ασίγαστο πάθος για το άγνωστο και το νέο. Ευτύχησε να επιλέξει τους πιο εμπνευσμένους δασκάλους του καιρού του, Έλληνες και ξένους,-ή μήπως εκείνοι τον επέλεξαν, μαντεύοντας τους εύχυμους καρπούς που υποσχόταν ο προικισμένος μαθητής; Από όπου και να πέρασε ο Άγγελος άφησε τη σφραγίδα του: με ευαισθησία ποιητική και οξυδέρκεια μαντική ερμήνευσε τα αριστουργήματα του φειδιακού κύκλου και ιδιαίτερα τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Με τη μακρά και μεγαλόπνοη διευθυντική θητεία του στο Μουσείο Μπενάκη, ο Άγγελος Δεληβορριάς «έχτισε» ένα έργο πολύπλευρο και αποκαλυπτικό της φιλοσοφίας, της κοσμοθεωρίας, της ιδεολογίας, της βαθειάς ελληνομάθειας και, θα τολμούσα να πω, του πατριωτισμού του δημιουργού του. Από το χάος της πολυσυλλεκτικής μανίας του Αντώνη Μπενάκη ανέσυρε και ανασύνταξε έναν οργανωμένο κόσμο, ευανάγνωστο στη σύλληψή του, καθώς αντανακλούσε την κοσμοθεωρητική θέαση και εποπτεία που είχε ο ίδιος για την ιστορική πορεία του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι, το Μουσείο Μπενάκη, από μουσείο ενός συλλέκτη, αναδείχτηκε σε «σχολείο» αυτογνωσίας του Έλληνα μέσα από την αδιάσπαστη διαχρονία της τέχνης. Μιας τέχνης δημοκρατικής, που δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στις καλές, τις ελεύθερες τέχνες, και στις φτωχές και περιφρονημένες αδελφές τους, τις ταπεινές αλλά υπέροχες εκφράσεις της λαїκής τέχνης. Ο Άγγελος πλαισίωσε αυτό το μουσειολογικό πρωτοποριακό επίτευγμα με τη δημιουργία αρχειακής «τράπεζας» και ερευνητικών τμημάτων για τη μελέτη του πλούσιου υλικού που δεν έπαυε να συγκεντρώνει με πάθος.
Η δραστηριότητα του Άγγελου Δεληβορριά δεν περιορίστηκε στο κεντρικό κτήριο του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε με τη φροντίδα του. Ο «ήλιος» απέκτησε σιγά-σιγά τους δορυφόρους του, που συμπλήρωναν και εικονογραφούσαν τη φιλοσοφία του μητροπολιτικού μουσείου: το ομώνυμο πολιτιστικό κέντρο της οδού Πειραιώς, το υψηλού συμβολισμού, πολιτιστικού και πολιτικού, Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, το Σπίτι–Μουσείο του Χατζηκυριάκου Γκίκα, ένας φόρος τιμής στην περιώνυμη Γενιά του Τριάντα και τους επιγόνους της, το Σπίτι-Μουσείο της Πηνελόπης Δέλτα, το Εργαστήριο του Γιάννη Παππά, το Μουσείο Παιχνιδιών, η Κλωστοϋφαντουργία Μέντη, η Οικία Λη Φέρμορ.
Τα μεγαλόπνοα αυτά προγράμματα υποστηρίχτηκαν, όχι μόνο από κρατικές επιχορηγήσεις και ευρωπαїκά προγράμματα, αλλά και από γενναίες δωρεές και χορηγίες. Η ακτινοβολία του έργου του Μουσείου Μπενάκη μέσα από εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, ομιλίες, συνέδρια, εκδόσεις, πωλητήρια, εστιατόρια το έχει αναδείξει σε φάρο της πνευματικής μας ζωής. Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι πίσω από τη λαμπερή προσωπικότητα και δράση του Άγγελου Δεληβορριά κρύβεται το αθέατο αλλά πολύ σημαντικό έργο της φωτισμένης και αποτελεσματικής Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου και ένα επιστημονικό, τεχνικό, διοικητικό, φυλακτικό προσωπικό, καθώς και ένα πλήθος από εθελοντές, που υποστηρίζουν με αφοσίωση και πίστη τους σκοπούς του Μουσείου.
Για μένα όμως ο Άγγελος Δεληβοριάς θα μείνει στην ιστορία ως ο οραματιστής διανοούμενος που, μέσα από ένα εμπνευσμένο μουσειολογικό πρόγραμμα, κατάφερε να γεφυρώσει τα χάσματα και τραύματα της πολιτιστικής μας συνέχειας και συνοχής.
Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα
Διευθύντρια Εθνικής Πινακοθήκης
Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου