Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο (1955-1960) και αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία (1961-1963). Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. μελέτησε επίσης στην Ελλάδα τη λαϊκή αρχιτεκτονική και γλυπτική και στη συνέχεια, έως το 1967, εργάστηκε σε αναστηλώσεις αρχαίων και βυζαντινών μνημείων.
Το έργο του περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά γλυπτά, αποτέλεσμα της συνεργασίας του με αρχιτέκτονες, δημόσια μνημεία και συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης, ενώ το ύφος του διαμορφώνεται ανάλογα με τον προορισμό των έργων του. Έτσι, στις αρχιτεκτονικές συνθέσεις κυριαρχούν τα αφαιρετικά διακοσμητικά μοτίβα, στα δημόσια μνημεία άλλοτε παραμένει ρεαλιστής και άλλοτε συνδυάζει γεωμετρικά με παραστατικά στοιχεία, ενώ στις ελεύθερες συνθέσεις προτιμά κυρίως τη ρεαλιστική απόδοση, με κάποιες γενικεύσεις.
Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1947-1952) με δασκάλους τους Γιάννη Μόραλη και Ουμβέρτο Αργυρό και παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και χαρακτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών και στη Σχολή Εστιέν στο Παρίσι (1957-1960). Παρακολούθησε επίσης τα εργαστήρια γλυπτικής καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του.
Παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση το 1960 στο Παρίσι, στη γκαλερί “Haut Pave”, την οποία ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Έχει λάβει επίσης μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων παρισινά Σαλόν, η έκθεση Έλληνες Ζωγράφοι και Γλύπτες του Παρισιού (Peintres et Sculpteurs Grecs de Paris) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι το 1962, Πανελλήνιες και πλήθος άλλων ομαδικών διοργανώσεων.
Παρά το γεγονός ότι το κύριο καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον είναι η γλυπτική, τα πρώτα του έργα ήταν ζωγραφικά σε χαμηλό ανάγλυφο. Πειραματιζόμενος διαρκώς με νέους τρόπους έκφρασης, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 εισήγαγε στο έργο του τρισδιάστατα αντικείμενα καθημερινής χρήσης και αργότερα την κίνηση, το φως και τον ηλεκτρισμό, ενώ από το 1966 ένα κοινό καθημερινό αντικείμενο, το μανταλάκι της μπουγάδας, θα γίνει το δομικό στοιχείο που θα επαναλαμβάνεται ρυθμικά δημιουργώντας ποικίλες συνθέσεις που συχνά χαρακτηρίζονται από μυστήριο ή χιούμορ. Από το 1969 στράφηκε επίσης στα περιβάλλοντα, με τα οποία θα εκφράσει το τυχαίο, την απουσία, καθώς και την ευαισθησία και την ποίηση που ανακαλύπτει στην καθημερινότητα.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο 1942-1946 κοντά στον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο. Από το 1960 έως το 1962, με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών, φοίτησε επίσης στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού κοντά στον Ανρί Ζωρζ Αντάμ (Henri-Georges Adam).
Παρουσίασε το έργο σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και συμμετείχε σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έλαβε επίσης μέρος στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1969.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Αντώνη Καραχάλιου έχει ρεαλιστική αφετηρία αν και, σε ελεύθερες κυρίως συνθέσεις, γίνεται πιο αφαιρετικό. Η ανθρώπινη μορφή τον απασχολεί στα περισσότερα έργα του, σε πιο περιορισμένη κλίμακα, όμως, ασχολήθηκε και με τη ζωοπλαστική, δημιουργώντας ολόσωμες ή αποσπασματικές μορφές ζώων, τα οποία αποδίδονται σε χαρακτηριστικές στάσεις.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με τον Γιάννη Παππά (1956-1962) και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης με τους Βενάντσο Κροτσέτι (Venanzo Crocetti) και Αντρέα Σπαντίνι (Andrea Spadini) (1967-1968), ενώ την περίοδο 1963-1967 εργάστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και συμμετείχε σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ζώντας κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, άντλησε τα θέματά του από τη ζωή και την ιστορική παράδοση των κατοίκων της Μακεδονίας, βασιζόμενος και στις παιδικές του αναμνήσεις. Ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και με τη γλυπτική, ενώ το έργο του απηχεί τη λαϊκή παράδοση, αλλά και την επαφή του με την τέχνη της αρχαϊκής περιόδου, την οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Βρυξέλλες 1811-1864 (Μαρία Κατσανάκη, 27/3/2025)
Το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Την περίοδο 1930-1933 σπούδασε κεραμική και πηλογλυπτική στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αυστριακού Μουσείου Τέχνης και Βιομηχανίας στη Βιέννη, με καθηγητές τους Μίκαελ Ποβόλνυ και Ρόμπερτ Ομπζίγκερ. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1933 και άρχισε να επισκέπτεται περιοχές στις οποίες εργάστηκαν οι αρχαίοι έλληνες κεραμοπλάστες, συλλέγοντας ένα μεγάλο αριθμό από διαφορετικά είδη πηλού. Το 1945 πήγε στο Παρίσι και παρακολούθησε μαθήματα κοντά στον Μαρσέλ Ζιμόν. Το διάστημα 1947-1949 έζησε στην Αργεντινή, όπου δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά, ενώ μελέτησε τον πολιτισμό των Ίνκας και την τέχνη των Ινδιάνων. Τον Ιούνιο του 1949 επέστρεψε στην Ελλάδα, ενώ κατά το διάστημα 1953-1967 ταξίδεψε και πάλι σε χώρες της Αμερικής, στην Αίγυπτο, την Ιαπωνία, την Ινδία, την Ταϋλάνδη, το Μπαλί, την Κίνα, την Καμπότζη, την Ιάβα, το Ιράκ, το Νεπάλ και την Περσία. Το 1974 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου της, ενώ το 1980 ήταν η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε να εκλεγεί μέλος της.
Παρουσίασε το έργο της σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έλαβε μέρος σε ομαδικές και διεθνείς διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, η Διεθνής Έκθεση Κεραμικής στις Κάννες το 1955, η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Ροντέν το 1956 και το 1961, τα Παναθήναια Συγχρόνου Γλυπτικής στην Αθήνα το 1965 και η Παγκόσμια έκθεση της Νέας Υόρκης την ίδια χρονιά, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι το 1968 και 1969, καθώς και οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1959, όπου κέρδισε το πρώτο βραβείο, και της Αλεξάνδρειας το 1965.
Ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ΄50 η Φρόσω Ευθυμιάδη εργάστηκε αποκλειστικά με τερακότα και με ρεαλιστικό ύφος φιλοτέχνησε προτομές και ολόσωμες μορφές, αγγεία και ειδώλια, κυρίως όμως ένα σημαντικό αριθμό ζώων, είναι μάλιστα η μοναδική γλύπτρια στην Ελλάδα που ασχολήθηκε τόσο εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Το 1955 στράφηκε στο μέταλλο, ενώ ταυτόχρονα εγκατέλειψε τη ρεαλιστική απόδοση και υιοθέτησε ένα ύφος έντονα αφαιρετικό. Ενώνοντας με ηλεκτροκόλληση ή οξυγονοκόλληση φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου που η ίδια σφυρηλατούσε και κινούμενη στο ίδιο θεματικό πεδίο δημιούργησε συνθέσεις αφαιρετικές ή αφηρημένες, άλλοτε στατικές και άλλοτε με μια λανθάνουσα κίνηση, στην ανάδειξη των οποίων σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το κενό.
Γιατρός ζωγράφος και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ο ναπολιτάνος Τσέκολι αναζήτησε το 1839 στην Κέρκυρα τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες για την άρρωστη κόρη του. (Η κόρη του, Argia, πέθανε το 1849 πριν από τα 20 χρόνια της και ετάφη στη Μονή Ζωοδόχου Πηγής στον Πόρο, όπου ο Ceccoli έχει ζωγραφίσει την εικόνα της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου). Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως άμισθος καθηγητής ζωγραφικής στο Σχολείο των Τεχνών από το 1843 έως το 1852. Στα 1843 διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της “Εταιρείας Καλών Τεχνών”. Το 1853 παρουσίασε έργα του (σχέδια, ηθογραφικά θέματα, θέματα εμπνευσμένα από την Ελληνική Επανάσταση καθώς και μία προσωπογραφία του βασιλιά Όθωνα) σε αίθουσα του Πολυτεχνείου. Αναχώρησε οριστικά από την Ελλάδα μετά το 1853.
Στο ζωγραφικό του έργο ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την προσωπογραφία και την τοπιογραφία.
Σπούδασε αρχικά στην Κρατική Σχολή Τέχνης του Βατούμ, την περίοδο 1937-1939. Από το 1939 ως το 1943 έζησε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Το 1943 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τον Ρόμπιν Κρίστιαν Άντερσεν και γλυπτική με τον Φριτς Βοτρούμπα (1945-1956). Το 1956 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της Ακαδημίας, στην οποία το 1968 εξελέγη καθηγητής γλυπτικής. Την περίοδο 1966-1967 δίδαξε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Αμβούργου.
Αναπτύσσοντας από το 1956 πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις και διακρίθηκε επανειλημμένως. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται συμμετοχές στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1956 και το 1962 και στη Documenta του Κάσσελ το 1964 και το 1977. Το 1997 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση γλυπτικής, ζωγραφικής και σχεδίων του στην Εθνική Πινακοθήκη, μετά το τέλος τη οποίας ο καλλιτέχνης δώρισε στο Μουσείο όλα τα έργα του.
Η ανθρώπινη μορφή αποτελεί το επίκεντρο της γλυπτικής του Αβραμίδη, τόσο στα πρώιμα έργα του σε πέτρα όσο και στα μεταγενέστερα σε μπρούντζο, αλουμίνιο και τεχνητά υλικά. Μετά από μια περίοδο προσαρμογής στο ύφος του δασκάλου του Φριτς Βότρουμπα, προχώρησε σε μια διαφορετική απόδοση της φόρμας. Με εμφανή στοιχεία της αρχαϊκής γλυπτικής, οι μορφές αποδίδονται σχηματικά, σε μορφή στήλης ή κίονα, μεμονωμένες ή σε πολλαπλούς συνδυασμούς, και χαρακτηρίζονται από τη συνύπαρξη κάθετων και οριζόντιων θεμάτων, τη σπονδυλωτή διάρθρωση και τη ρυθμική επανάληψη των στοιχείων που συνθέτουν τους όγκους. Παράλληλα με τη γλυπτική έχει ασχοληθεί με τη ζωγραφική και το σχέδιο, το οποίο καλλιέργησε είτε ως προσχέδιο για τη γλυπτική είτε ως αυτόνομο έργο.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1947-53), με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Συνέχισε τις σπουδές του στο Saint Martin’s School of Art του Λονδίνου και στην Ecole des Beaux Arts του Παρισιού. Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1957, στο Παρίσι (Galerie 93), όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Από την αρχή της καριέρας του ενσωμάτωσε τεχνολογικά στοιχεία στη δουλειά του, χρησιμοποιώντας εκτενώς μικτές τεχνικές και βιομηχανικά υλικά (κινητήρες, κάτοπτρα, φωτοκύτταρα κ.ά.). Ξεκίνησε αξιοποιώντας τις κατακτήσεις της αφηρημένης τέχνης, με ιδιαίτερη έμφαση στην πειθαρχημένη δομή των συνθέσεων και στην υφή των υλικών. Το ενδιαφέρον του για τη λειτουργία του φωτός τον οδήγησε για ένα διάστημα στη δημιουργία φωτο-κινητικών έργων (Kinoptics), με τα οποία έγινε ευρύτερα γνωστός στο διεθνή χώρο κατά τη δεκαετία του ’60. Εκείνη την εποχή συνεργαζόταν αποκλειστικά με τη γκαλερί Redfern στο Λονδίνο, ενώ το 1965 έκανε και την πρώτη του του ατομική έκθεση στην Αθήνα (Χίλτον). Στην προσπάθειά του να εκφράσει τους σύνθετους προβληματισμούς του γύρω από την ανθρώπινη επικοινωνία, την αναγεννητική δύναμη της φύσης και τις επιπτώσεις των σύγχρονων επιστημονικών εξελίξεων στις φυσικές διαδικασίες (Naturmatic, Διαβρώσεις), χρησιμοποίησε μια μεγάλη ποικιλία εικαστικών μέσων, αναζητώντας τα υλικά του άλλοτε στην προχωρημένη τεχνολογία, άλλοτε στη φύση και άλλοτε στις πιο παραδοσιακές τεχνικές της παραστατικής ζωγραφικής.
Από το 1990 επέστρεψε στην Ελλάδα, συνεργάστηκε με τη γκαλερί Δεσμός και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Χανιά, διατηρώντας όμως για αρκετά χρόνια τη στενή του σχέση με τη Γαλλία.
Παρουσίασε το έργο του σε περισσότερες από είκοσι ατομικές εκθέσεις, σεΓαλλία, Αγγλία, Ελλάδα και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Συμμετείχε επίσης σε αρκετές ομαδικές διοργανώσεις, ιδίως στη Γαλλία (Salon de la Jeune Peinture: 1958, 1959, Salon des Realites Nouvelles: 1972). Συμμετείχε επίσης στην έκθεση Avantgarde, Griechenland (Βερολίνο 1968), μέσω της οποίας παρουσιάστηκε στην Ευρώπη η ελληνική πρωτοποριακή τέχνη. Το 1999 οργανώθηκε η πρώτη του αναδρομική έκθεσημε τίτλο Μεταλλαγές 1950-2000, στην Αθήνα (Το Μήλο Τεχνοχώρος). Η δεύτερη αναδρομική του έκθεσή με τίτλο Ανατροπές 1954-2004 παρουσιάστηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων το 2005.
(Πηγή: ΙΣΕΤ)
Σπούδασε σκηνογραφία, ενδυματολογία και ζωγραφική στη Σχολή Δοξιάδη με δασκάλους τους Σπύρο Βασιλείου, Α. Τάσσο, Γιάννη Τσαρούχη, Θανάση Απάρτη, Κώστα Πλακωτάρη και Αντώνη Πολυκανδριώτη. Την περίοδο 1963-1966 εργάστηκε ως σκηνογράφος, συνεργαζόμενος με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και άλλα αθηναϊκά θέατρα. Το 1971 πήγε στην Τεχεράνη για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της βασίλισσας Φαράχ, παραμένοντας τελικά ως το 1978. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα, που ξεκίνησε το 1963, περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα, την Τεχεράνη και την Κολωνία και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις. Στη ζωγραφική του ενδιαφέρθηκε αρχικά για τη ρεαλιστική απεικόνιση του ελληνικού τοπίου. Στη συνέχεια στράφηκε στις νεκρές φύσεις και τα εσωτερικά με αναγεννησιακή προοπτική και αρχιτεκτονικά στοιχεία περσικής προέλευσης, στα οποία συχνά κυριαρχεί η γυμνή ανδρική μορφή και η φωτογραφική, ρεαλιστική απεικόνιση συνδυάζεται με μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, ενώ παράλληλα είναι εμφανής η επίδραση της περσικής μινιατούρας.
Έχοντας φοιτήσει για πέντε χρόνια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας (1946-1950) εγκατέλειψε τις σπουδές του και στράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μετά από προετοιμασία στο φροντιστήριο του Πάνου Σαραφιανού, σπούδασε στη Σχολή (1950-1955) κοντά στους Ουμβέρτο Αργυρό, Γιάννη Παππά και Γιάννη Μόραλη. Παράλληλα εργαζόταν ως βοηθός του Γιάννη Τσαρούχη σε διάφορες παραγγελίες για σκηνογραφίες, εκτελώντας και ο ίδιος σκηνογραφικές εργασίες.
Από το 1956 ως το 1960 έζησε στη Ρώμη και κατόπιν, ως το 1966, στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Ελλάδα αλλά οι πολιτικές συνθήκες τον ανάγκασαν να γυρίσει το 1969 και πάλι στο Παρίσι. Η επεξεργασία των “Μεταναστών”, ενός θέματος-σταθμού στη δουλειά του, τον οδήγησε στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε για δύο σχεδόν χρόνια με υποτροφία της D.A.A.D. (1973-1975). Το 1976 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, έχοντας το 1975 εκλεγεί καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π., όπου δίδαξε ως το 1996. Το 1981 και το 1989 προσκλήθηκε να διδάξει στην Sommerakademie του Salzburg.
Το 1958 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα παρουσιάζοντας την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ζυγός, που ήταν και η πρώτη ατομική αφηρημένης ζωγραφικής στην Ελλάδα. Ακολούθησαν πολλές ατομικές εντός και εκτός Ελλάδος, ανάμεσα στις οποίες οι αναδρομικές στο Moderna Museet της Στοκχόλμης το 1972, στο μουσείο Karl Ernst Ostahaus της Χάγης το 1991, στην Staatliche Kunsthalle του Βερολίνου το 1992 και στην Εθνική Πινακοθήκη το 1999. Παράλληλα παρουσίαζε το έργο του σε Πανελλήνιες, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως η Documenta του Κάσσελ το 1977, τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982 και η Μπιενάλε της Βενετίας το 1988.
Από τους κορυφαίους εκπροσώπους της “Γενιάς του ’60”, ο Βλάσης Κανιάρης εντόπισε το ενδιαφέρον του στην έρευνα του ρόλου της τέχνης σε σχέση με τη ζωή. Αντλώντας την έμπνευσή του από κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις και εγκαταλείποντας από την αρχή σχεδόν την παραδοσιακή ζωγραφική σε τελάρο, στηρίχτηκε στα διδάγματα του νέου ρεαλισμού, της φτωχής τέχνης και της τέχνης του αντικειμένου και με το δικό του προσωπικό ύφος δημιούργησε κατασκευές από πραγματικά υλικά, οργάνωσε “χώρους” με κούκλες και αντικείμενα και δημιούργησε περιβάλλοντα, παρουσιάζοντας τους προβληματισμούς του σε ενότητες όπως οι “Τοίχοι”, οι γύψοι, τα συρματοπλέγματα και τα γαρύφαλλα, οι “Gastarbeiter-Fremdarbeiter”, “Helas-Hellas”, “Βορράς-Νότος” κ.ά. Από το 1981 πειραματίζεται επίσης με ένα λευκό ρολό χαρτιού, με το οποίο δίνει μορφή στην έννοια της “Ενδεχόμενης ζωγραφικής”.
Μετά από διετή φοίτηση στην Πάντειο (1948 – 1950), σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. (1951 – 1955), κοντά στο Γιάννη Μόραλη και το Γιάννη Παππά. Ως υπότροφος του Ι.Κ.Υ. σπούδασε φρέσκο στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1957 – 1960) και παρέμεινε στη Γαλλία έως το 1963, ταξιδεύοντας παράλληλα σε γειτονικές χώρες, όπως στο Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Μ. Βρετανία. Δέκα χρόνια αργότερα, με υποτροφία του Ιδρύματος Ford, εργάστηκε στη Νέα Υόρκη (1973 – 1975). Κατά το διάστημα αυτό επισκέφτηκε πολλές πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά. Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1961 στην γκαλερί “Ζυγός”, ενώ ήδη από το 1952 άρχισε να παίρνει μέρος σε Πανελλήνιες εκθέσεις. Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του σε διεθνείς ομαδικές εκθέσεις (Γ΄ Μπιενάλε Νέων Παρίσι 1963, Ζ΄ Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας 1965, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1967, Μπιενάλε Βενετίας 1984, Δ΄ Μπιενάλε Ευρωπαϊκής Χαρακτικής Μπάντεν – Μπάντεν 1985). Το 1963, μέσα στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ανανέωση του καλλιτεχνικού κλίματος στην Ελλάδα, μετείχε στην ίδρυση της ομάδας “Τομή”, και το 1976 του “Συνδέσμου Καλλιτεχνών”.
Από τα πρώτα κολάζ προχώρησε σε παραστατικά έργα εξπρεσιονιστικού και σουρεαλιστικού χαρακτήρα, για να δώσει αργότερα συνθέσεις, όπου στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας αποδίδονται με ποιητική διάθεση, αξιοποιώντας παράλληλα κατακτήσεις προηγούμενων φάσεων της δουλειάς του, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στο ρόλο του σχεδίου.
19ος αιώνας. Βρεταννός ή ιταλός. Εδρασε απο το 1822 έως το 1855