19ος αιώνας. Βρεταννός ή ιταλός. Εδρασε απο το 1822 έως το 1855
Γιατρός ζωγράφος και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ο ναπολιτάνος Τσέκολι αναζήτησε το 1839 στην Κέρκυρα τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες για την άρρωστη κόρη του. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως άμισθος καθηγητής ζωγραφικής στο Σχολείο των Τεχνών από το 1843 έως το 1852. Στα 1843 διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της “Εταιρείας Καλών Τεχνών”. Το 1853 παρουσίασε έργα του (σχέδια, ηθογραφικά θέματα, θέματα εμπνευσμένα από την Ελληνική Επανάσταση καθώς και μία προσωπογραφία του βασιλιά Όθωνα) σε αίθουσα του Πολυτεχνείου. Αναχώρησε οριστικά από την Ελλάδα μετά το 1853.
Στο ζωγραφικό του έργο ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την προσωπογραφία και την τοπιογραφία.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Γιάννη Μόραλη, αποφοιτώντας το 1965. Από το 1969 ως το 1974 έζησε και εργάστηκε στη Λωζάννη, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, όπου πήγε με υποτροφία του Ιδρύματος Ford. Από το 1988 διδάσκει Zωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες η Μπιεννάλε της Αλεξάνδρειας το 1977 και τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982.
Επηρεασμένος από τα κοινωνικά προβλήματα, εντόπισε το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο, που αποτελεί επίκεντρο της ζωγραφικής του, ενώ η μορφή του μοτοσυκλετιστή αποτελεί χαρακτηριστική φιγούρα σε όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του. Απομακρυνόμενος σταδιακά από τη ρεαλιστική απεικόνιση, πειραματίστηκε για λίγο με τεχνικές της πρωτοπορίας, για να υιοθετήσει τελικά την εξπρεσιονιστική γραφή.
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Θωμά Θωμόπουλο. Άρχισε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία το 1935, και το 1937 πρωτοεμφανίζεται συμμετέχοντας στην έκθεση της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες», όπου παρουσίασε και έργα με θέμα τα ζώα. Τότε η κριτική με επικεφαλής τον Ζαχαρία Παπαντωνίου τον ονόμασε «Animalier» (Ζωοπλάστη).
Έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με κυριότερες: Πανελλήνιες (Ζάππειο) 1938, 1939, 1940, 1948, 1952, 1960, 1963, 1969, 1975, με την ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» 1937, 1939, 1940, Διεθνείς Εκθέσεις Σύγχρονων Μεταλλίων της F.I.D.E.M, Αθήνα 1966, Παρίσι 1967, Πράγα – Μπρατισλάβα 1969, Έκθεση Μεταλλίων και Πλακέτας της Premio Uno a Erre στο Arezzo – Montecatini Terme – Torino το 1968, Υπαίθριες Εκθέσεις Γλυπτικής στη Φιλοθέη 1966 και 1978, ατομική έκθεση στο Ζάππειο το 1949.
Εργάσθηκε σε όλα τα είδη της γλυπτικής, με πιότερη ειδίκευση στα ζώα. Η τεχνοτροπία του υπήρξε κατά κύριο λόγο ρεαλιστική. Χρησιμοποιούσε μάρμαρο, χαλκό και τερρακότα. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, του Σωματείου Ελλήνων Γλυπτών και της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες».
Έργα του βρίσκονται σε δημόσιους χώρους στην Αθήνα, το Άργος, την Ύδρα, σε συλλογές στον Δήμο Αθηναίων, τον Δήμο Πειραιώς, το Υπουργείο Παιδείας, αλλά και σε ιδιωτικές.
Εκδηλώνοντας από μικρή ηλικία κλίση στη ζωγραφική, ήρθε το 1921 στην Αθήνα, όπου ως το 1926 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Αλέξανδρο Καλούδη αρχικά και τον Νικόλαο Λύτρα στη συνέχεια. Το 1930 κέρδισε το Μπενάκειο Βραβείο για τα σχέδια των τοιχογραφιών του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και με τα χρήματα αυτά έκανε το πρώτο μεγάλο εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Ευρώπη, ενώ από το 1936 ως το 1939 ολοκλήρωσε την αγιογράφηση του ναού.
Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από το 1926, παρουσίασε το 1929 την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Στρατηγοπούλου. Ιδρυτικό μέλος των ομάδων “Τέχνη” και “Στάθμη”, συμμετείχε σε εκθέσεις τους, καθώς και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και 1964, της Αλεξάνδρειας το 1957 και του Σάο Πάολο το 1959. Το 1955 οι εικόνες που φιλοτέχνησε για το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Detroit παρουσιάστηκαν στο Ινστιτούτο της πόλης, ενώ το 1960 το έργο του “Φώτα και Σκιές” εξετέθη στο Μουσείο Guggenheim και τιμήθηκε με το τοπικό βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA. To 1975 και το 1983 το έργο του παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Για πολλά χρόνια δίδαξε σε ελεύθερες σχολές και σε σχολές θεάτρου. Από το 1927 άρχισε να ασχολείται και με τη σκηνογραφία, φιλοτεχνώντας τα σκηνικά για πολλά θεατρικά έργα σε ελεύθερες και κρατικές σκηνές, καθώς και σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες. Τα χρόνια της Κατοχής, στρεφόμενος στη χαρακτική, κυκλοφόρησε κρυφά ξυλογραφίες, εικονογραφημένα χειρόγραφα και χειρόγραφες εκδόσεις. Η καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης εικονογραφήσεις βιβλίων, παράλληλα με τη δημοσίευση κειμένων και γελοιογραφιών σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1933, σε συνεργασία με τον Αγήνορα Αστεριάδη, εξέδωσε τα “Παιδικά σχέδια”.
Βασικό στέλεχος της “Γενιάς του ’30”, ο Σπύρος Βασιλείου διαποτίστηκε από το ιδανικό της ελληνικότητας. Με λάδια, τέμπερες και ακουαρέλες απεικόνισε το φυσικό και τον αστικό χώρο, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και σκηνές της καθημερινής ζωής, συνδυάζοντας επιλεκτικά στοιχεία της παράδοσης με τύπους του κονστρουκτιβισμού, του υπερρεαλισμού, της ποπ αρτ και του φωτογραφικού ρεαλισμού, δημιουργώντας συνθέσεις λυρικές και, συχνά, ονειρικές.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1958-1960). Το 1969 ξεκίνησε την εκθεσιακή της δραστηριότητα, που περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχές σε παρισινά Σαλόν και σε πλήθος ομαδικών διοργανώσεων στην Ευρώπη και την Αμερική.
Η Σοφία Βάρη ξεκίνησε την καλλιτεχνική της ενασχόληση με τη ζωγραφική, για να στραφεί στη συνέχεια και στη γλυπτική. Τα πρωιμότερα έργα της ήταν ανθρωποκεντρικά, με κυρίαρχα χαρακτηριστικά τη σχηματοποίηση και τους ρευστούς καμπύλους όγκους. Η σχηματοποίηση των έργων αυτών έδωσε κατόπιν τη θέση της σε αφηρημένες συνθέσεις, που απηχούν το ύφος του Χένρι Μουρ και του Ζαν Αρπ και αποδίδουν θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία.
Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1903 – 1907), με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Βολανάκη, Γεώργιο Ροϊλό, Νικηφόρο Λύτρα και Γεώργιο Ιακωβίδη, ενώ μαθήτευσε επίσης κοντά στο Σπυρίδωνα Βικάτο. Στη δεκαετία 1897 – 1907, σπουδάστρια ακόμη, πήρε μέρος σε πολλές σημαντικές καλλιτεχνικές εκθέσεις, του Ζαππείου, της Εταιρείας Φιλοτέχνων και του “Παρνασσού”, καθώς και στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών του 1903. Το 1906 παρουσίασε έργα της μαζί με τη Θάλεια Φλωρά και το 1907 ατομική έκθεση στον “Παρνασσό”. Με υποτροφία του Μπόζειου Κληροδοτήματος ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Μόναχο, όπου πήρε ελεύθερα μαθήματα και φοίτησε στη Σχολή Κυριών του Συλλόγου Καλλιτεχνιδών. Εγκαταστάθηκε αργότερα στο Παρίσι, σπουδάζοντας στις ακαδημίες Grande Chaumiere και Colarossi, και παρουσιάζοντας έργα στα επίσημα Σαλόν και σε ομαδικές εκθέσεις. Μετά την επάνοδό της στην Ελλάδα το 1916 συνέχισε την καλλιτεχνική και εκθεσιακή της δραστηριότητα με συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις και την οργάνωση ατομικών παρουσιάσεων (1917, 1919, 1924, 1927, 1952). Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έζησε μοναχικά.
Στη θεματογραφία των έργων της περιλαμβάνονται ηθογραφικές σκηνές, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και τοπία, που απέδωσε αξιοποιώντας τα διδάγματα του Ιμπρεσιονισμού.
Δεν γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του. Έδρασε στο Χάρλεμ μεταξύ του 1605 και 1655, όπου παντρεύτηκε το 1612.
Ασχολήθηκε με σκηνές από την αγορά, την κουζίνα και νεκρές φύσεις. Οι απεικονίσεις σκηνών αγοράς σε μεγάλο μέγεθος άρχισαν από τους Πέτερ Άρτσεν (Pieter Aerten) και Γιοακίμ Μπόικελερ (Joachim Beuckelaer). Οι γιοι μάλιστα του πρώτου, Πέτερ (Pieter) και Άρτ (Aert) καθώς και οι μαθητές τους τις διέδωσαν στο Άμστερνταμ και το Χάρλεμ, όπου έγινε είδος πολύ αγαπητό. Τα έργα του βαν Σχόοτεν χαρακτηρίζονται από την ακινησία, ενώ στους περισσότερους ζωγράφους που ασχολήθηκαν με το θέμα είναι φανερή η προσπάθεια απόδοσης της κίνησης των μορφών μέσα στο χώρο. Από το 1620 όμως, εισάγει το προοπτικό άνοιγμα της σκηνής σε άλλα δωμάτια ή τοπία.
Εκτός από έργα που απεικόνιζαν σκηνές αγοράς ή κουζίνας στις οποίες πολλές φορές υπήρχε και μια θρησκευτική σκηνή ενταγμένη στην καθημερινή ζωή της Ολλανδίας, ασχολήθηκε και με την απεικόνιση «πρωινών», χωρίς την παρουσία ατόμων. Ένας αριθμός από απλές νεκρές φύσεις με λίγα αντικείμενα κουζίνας ζωγραφίστηκε πριν το 1630. Στη συνέχεια οι συνθέσεις αυτές έγιναν πιο πλούσιες με την παρουσία τραπεζομάντιλων, περίτεχνων μεταλλικών αντικειμένων, πιάτων που περιείχαν τυριά, ζαμπόν, φρούτα.
Ο Ζαν Αντρέ Ριξέν (Jean Andre Rixens, Σεν Γκωντέν 1846 – Παρίσι 1924) ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τουλούζ και από το 1846 συνέχισε στο Παρίσι, όπου, μεταξύ των άλλων, υπήρξε μαθητής του Ζερόμ (Gerome). Η ζωγραφική του επικεντρώνεται στην προσωπογραφία, την ιστορική και τη μυθολογική σκηνή, ενώ προς τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στα έργα του 20ού, δέχεται την επίδραση το Ιμπρεσιονισμού και επιδίδεται στην τοπιογραφία.
Γεννήθηκε το 1926 στον Άγιο Νικόλαο Λακωνίας και το 1930 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία να ζωγραφίζει μόνος του. Παρακολούθησε μαθήματα στο Brooklyn Community College (1947-1949).
Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί Avant-Garde στη Νέα Υόρκη, το 1958 . Στην πρώτη φάση της δουλειάς του ασχολήθηκε με το κολάζ ενώ στη συνέχεια στράφηκε στις κατασκευές με καθημερινά υλικά, υφάσματα και έτοιμα αντικείμενα. Σε εκείνα τα έργα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά λαμπτήρα νέον. Από τη δεκαετία του /60 το νέον γίνεται χαρακτηριστικό στοιχείο της δουλειάς του και ο ίδιος κατατάσσεται στους πρωτοστάτες που καθιέρωσαν τη χρήση του ως καλλιτεχνικό μέσο.
Χρησιμοποίησε τους σωλήνες νέον, συχνά σε συνδυασμό με άλλα υλικά όπως μέταλλο και ξύλο, σε λιτές συνθέσεις με πλήρη και ελλιπή γεωμετρικά σχήματα, αναδεικνύοντας τη μινιμαλιστική καθαρότητα των αφηρημένων μορφών και τη σχέση τους με το χώρο. Η δουλειά του περιλαμβάνει γλυπτική, εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, περιτοίχισε συνθέσεις, σχέδια και τυπώματα, καλλιτεχνικά βιβλία, καθώς και δωμάτια διαλογισμού και παρεκκλήσια.
Η σχέση του με την Ελλάδα έγινε στενότερη μετά τη δεκαετία του 1980, κάτι που φάνηκε καθαρά και στη δουλειά του, ιδίως σε μία σειρά επιτοίχιων έργων με καμβάδες, ξύλινα τελάρα, φύλλα μετάλλων και νέον. Οι σωλήνες νέον είτε διαπερνούν την επιφάνεια είτε τοποθετούνται πίσω από αυτή δημιουργώντας μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που παραπέμπει στη βυζαντινή θρησκευτικότητα, όπως δείχνουν και οι τίτλοι των έργων.
Έργα του κοσμούν δημόσιους χώρους σε διάφορες πόλεις της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας. Το 2000 δημιούργησε την εγκατάσταση Procession (Πομπή) για το σταθμό Αμπελόκηποι του αθηναϊκού Μετρό.
Παρουσίασε το έργο του σε εκατοντάδες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις, όπως η Documenta VI (1977), η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο (1987) και της Βενετίας (1997, ελληνική συμμετοχή). Το 2007-2008 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση της δουλειάς του στο Μουσείο Μπενάκη και το 2011 έκθεση στο Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας στο πλαίσιο των Αισχυλείων.
Έργα του βρίσκονται σε μουσεία και συλλογές στις ΗΠΑ (The Brooklyn Museum of Art, Solomon R. Guggenheim Museum, The Museum of Modern Art, Whitney Museum of American Art, The Metropolitan Museum of Art, The New York Public Library, κ. α.), στο Musee d’Art et d’Histoire, Γενεύη, και στην Ελλάδα, στο Μακεδονικό και το Κρατικό μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, και στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
[πηγή: ΙΣΕΤ]
Γάλλος ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, που στα μέσα του αιώνα θεωρήθηκε μαζί με τον Hans Hartung πρωτεργάτης της αδέσμευτης ζωγραφικής.