Σπούδασε στα ελεύθερα εργαστήρια του Μονπαρνάς. Συμμετείχε συστηματικά στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων, το Σαλόνι του Φθινοπώρου, και αργότερα στο Σαλόνι των συγκρίσεων (Salon de comparaisons) και το Σαλόνι των Νέων Πραγματικοτήτων (Salons des Realites Nouvelles). Φιλοτέχνησε πολλές διακοσμητικές συνθέσεις σε δημόσια κτίρια, βιτρώ και μετάλλια για τον Νομισματοκοπείο. Αν και στην αρχή το έργο του είχε κάποιον εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα αργότερα προχώρησε σταδιακά προς την αφαίρεση.

Τοπιογράφος. Στο Παρίσι έρχεται την εποχή που επιδρούν ο Rousseau και Corot. Σπουδάζει Hobbema, Ruysdael και Paul Potter. Ζωγραφίζει κυρίως τα βουνά.

Ζωγράφος του 19ου-20ου αι. Zωγραφίζει κυρίως απόψεις της Βενετίας.

Ο Γιάκομπ Άντρις Μπεσέ (Jacob Andries Beschey) υπήρξε από 1727 μαιτρ της συντεχνίας του Αγίου Λουκά στην Αμβέρσα και από το 1766 κοσμήτοράς της. Ζωγραφίζει, ως επί το πλείστον, θέματα βιβλικά, μυθολογικά, τοπία και νεκρές φύσεις.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Από το 1910 και μετά παρουσίασε συστηματικά έργα της στο Σαλόνι του Φθινοπώρου και το Σαλόνι των Ανεξαρτήτων. Το 1938 οργάνωσε μία ομάδα γυναικών καλλιτεχνών. Μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα, μελέτησε γλυπτική κοντά στον Bourdelle.

Μαθητής της Ακαδημίας του Petersburg.Ταξιδεύει στη Γενεύη, Παρίσι, Ιταλία, Dusseldorf. Εγινε ακαδημαϊκός και ζωγράφος της Αυλής.

Ξεκίνησε τις πρώτες του σπουδές σε μία ελεύθερη ακαδημία στη Μαδρίτη και παράλληλα δούλεψε στο Μουσείο του Πράδο αντιγράφοντας κυρίως έργα των Τιτσιάνο (Titiano), Βελάσκεθ (Velazquez) και Γκόγια (Goya). Συνδέθηκε με τις ομάδες της πρωτοπορίας τη Μαδρίτης και δούλεψε ως εικονογράφος σε πολλές εφημερίδες. Μέχρι εκείνη την εποχή τα έργα που παρουσίαζε συχνά στα διάφορα σαλόνια ήταν αρκετά συμβατικά. Το 1925 συμπεριλήφθησαν είκοσι έργα του στη σημαντική έκθεση «Ιβήρων καλλιτεχνών» στη Μαδρίτη, που παρουσίαζε για πρώτη φορά το έργο μη ακαδημαϊκών ζωγράφων. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συνδέθηκε με τους ισπανούς καλλιτέχνες ανάμεσα στους οποίους και ο Πικάσο, ο Μιρό (Miro), ο Πικάμπια (Picabia). Έγινε φίλος με τον Ματίς, τον Ντεραίν (Derain) και τον Χουάν Γκρις (Juan Gris).

Στο Παρίσι συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις όπως το Σαλόνι των Πραγματικών Ανεξαρτήτων και το Σαλόνι του Κεραμεικού στα οποία προσκλήθηκε να συμμετάσχει. Έλαβε επίσης μέρος συστηματικά στο Σαλόνι των Υπερανεξαρτήτων καθώς και στην έκθεση «Σχολή του Παρισιού» που πραγματοποιήθηκε το 1946 στη Βέρνη.

Η πρώτη ατομική έκθεση έγινε στη γκαλερί Περσιέ (Percier) στο Παρίσι και παρουσίασε έργα επηρεασμένα από τα κολλάζ των κυβιστών.

Πραγματοποίησε πολλές ατομικές εκθέσεις όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και στη Μαδρίτη, τη Ζυρίχη, τις Βρυξέλες, τη Στοκχόλμη, την Κοπεγχάγη, το Σικάγο, το Λος Άντζελες, τη Νέα Υόρκη.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 το ύφος του πλησίασε τον εξπρεσιονισμό κυρίως εξαιτίας της νευρώδους και έντονης πινελιάς και το σχεδιασμό κατευθείαν πάνω στο μουσαμά. Αργότερα, στράφηκε προς τις αυστηρές διανοητικές συνθέσεις χρησιμοποιώντας τα θέματά του σαν πρόφαση για στιλιστικούς πειραματισμούς. Η επίδραση του κυβισμού είναι ιδιαίτερα έντονη, κάτι που μοιάζει αναπόφευκτο για έναν νέο ζωγράφο στο Παρίσι της εποχής. Ανήκει σε μία ομάδα καλλιτεχνών για τους οποίους ο κυβισμός τους προσέφερε έναν νέο τρόπο γραφής που απαντούσε στην ανάγκη τους να οργανώσουν με αυστηρότητα το έργο τέχνης.

Ο κυβισμός του χαρακτηρίστηκε «κυβισμός με καμπύλες». Στο έργο του αναγνωρίζονται οι επιρροές του Πικάσο, του Γκρις, του Ματίς και του Μπρακ.

Σταδιακά απλοποίησε τη ζωγραφική του φτάνοντας πολλές φορές μέχρι την αφαίρεση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από την οξεία αντίληψη του χρώματος και τον πολύπλοκο χειρισμό του χώρου, αποπνέει μουσικότητα και δημιουργούν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.