Σπούδασε νομικά και ενώ προοριζότανε για το δικαστικό σώμα, παρακολούθησε ταυτόχρονα και την Ακαδημία Ζωγραφικής Ζυλιάν όπου συναντήθηκε με την ομάδα των Ναμπί. Το 1888 έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί συνάντησε τον Βυγιάρ (Vuillard) με τον οποίο έγινε φίλος. Τον επόμενο χρόνο πούλησε μία λιθογραφημένη αφίσα του που προκάλεσε τον θαυμασμό του Τουλούζ Λωτρέκ (Toulouse Lautrec) ο οποίος ακολούθησε το παράδειγμά του. Εξέθεσε στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων και με τη φιλική συντροφιά των Ναμπί. Το 1896 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί Ντυράν-Ρυέλ (Durand-Ruel). Από το 1904 έως το 1933 εξέθετε τακτικά στη γκαλερί.

Από πολύ νωρίς του αφιερώθηκαν αναδρομικές εκθέσεις σε διάφορες πόλεις του κόσμου. Εργάστηκε σαν εικονογράφος βιβλίων και περιοδικών. Για ένα μικρό διάστημα ασχολήθηκε με τη γλυπτική.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1909 ο Μπονάρ επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη γιαπωνέζικη ζωγραφική. Υιοθέτησε το καδράρισμα των γιαπωνέζικων χαρακτικών και τα πλακάτα χρώματα. Την ίδια περίοδο σχεδίασε αντικείμενα, κοστούμια και σκηνικά για το Theatre de l’Oeuvre.

Ταξίδεψε πολύ στη χώρα του και επισκέφτηκε την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αγγλία, την Τυνησία, την Αλγερία και την Ιταλία. Οι εντυπώσεις που αποκόμισε τροποποίησαν τη ζωγραφική του και ζωντάνεψαν τα χρώματά του. Σταδιακά το χρώμα μετατρέπεται στο κυρίαρχο στοιχείο των έργων του. Τα θέματά του είναι θέματα από την καθημερινότητά του και κυρίως γυμνά, νεκρές φύσεις και εικόνες από το εσωτερικό του σπιτιού του. Το 1926 έζησε για ένα διάστημα στο Πίτσμπουργκ σαν μέλος της επιτροπής του βραβείου Κάρνεγκι (Carnegie) με το οποίο τιμήθηκε δύο φορές, το 1923 και το 1930.

Από το 1930 και μετά χρησιμοποιεί το γκουάς που αναδεικνύει τα έντονα χρώματα που χρησιμοποιεί.
Από το 1939 εγκαθίσταται στο χωριό Cannet της Κυανής Ακτής και η ζωγραφική του κυριαρχείται πλέον από το χρώμα. Η μεταγραφή του φωτός σε χρώμα και η χαρά της καθημερινής ζωής αποτυπώνεται σε όλα του τα έργα.

Ο Ματίς θαύμαζε το έργο του και υπήρξε φίλος του για σαράντα περίπου χρόνια. Από τους πιο σημαντικούς κολορίστες επηρέασε τον Ρόθκο και τον οδήγησε στην αφαίρεση και το έργο του υπήρξε πάντα σημείο αναφοράς για όλους τους μεταγενέστερους Γάλλους ζωγράφους.

Οι πρώτες καλλιτεχνικές σπουδές ξεκίνησαν στη Χάβρη, στη Δημοτική Καλλιτεχνική Σχολή της οποίας φοίτησε. Εκεί συνάντησε με τους Οτόν Φρίτζ (Othon Friesz)και Ραούλ Ντυφύ (Raoul Dufy) με τους οποίους συνέχισε τη φιλία του στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1902. Γνώρισε το έργο του Βαν Γκόγκ (Van Gogh) και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Υμπέρ (Academie Humbert) με συμμαθητές τους Φρανσίς Πικάμπια (Francis Picabia) και Μαρί Λωρανσέν (Marie Laurencin). Το 1903 παρακολούθησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα το εργαστήριο του Λεόν Μποννά (Leon Bonnat) στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου φοιτούσαν ήδη οι Φριτζ και Ντυφύ. Η αυστηρά ακαδημαϊκή διδασκαλία του Μποννά δεν προσιδίαζε στις αναζητήσεις του και εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του.

Έρχεται σε επαφή του με την πρωτοποριακή τέχνη της εποχής το 1905, όταν επισκέπτεται το Σαλόνι του Φθινοπώρου και βλέπει τα έργα του Ντεραίν και του Ματίς. Γνωρίζεται επίσης με μέλη του « Κύκλου για τη Μοντέρνα Τέχνη» («Cercle de l’ Art Moderne»). Εκθέτει για πρώτη φορά το 1906 στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων και ακολουθούν έργα με επιρροές από τους φωβιστές. Ο Απολλιναίρ τον συστήνει στον Πικάσο. Γνωρίζεται επίσης με τον γκαλερίστα Ντανιέλ-Ανρί Κανβάιλερ (Daniel-Henry Kahnweiller). Ταξιδεύει στο Εστάκ (Estaque) και εγκαταλείπει σταδιακά το χρώμα των φωβιστών, ενώ επηρεάζεται από το έργο του Σεζάν (Cezanne). Το 1907 βλέπει στο εργαστήριο του Πικάσο τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» και εντυπωσιασμένος ζωγραφίζει το «Μεγάλο γυμνό». Η οργάνωση των όγκων και η χρήση του χρώματος φανερώνουν τη συγγένειά του με το έργο του Πικάσο. Ζωγραφίζει τα πρώτα κυβιστικά έργα το 1908 μετά από ένα ακόμη ταξίδι στο Εστάκ, τα οποία θα εκτεθούν στην γκαλερί του Κανβάιλερ.

Θα ακολουθήσουν οι νεκρές φύσεις με τα μουσικά όργανα που εγκαινιάζουν την περίοδο του αναλυτικού κυβισμού. Μέχρι το 1912 πειραματίζεται με τη χρήση γραμμάτων του αλφαβήτου στα έργα του και με την ανάμειξη άμμου στο χρώμα του. Στο διάστημα αυτό συναντιέται καθημερινά με τον Πικάσο. Και οι δύο καλλιτέχνες αρχίζουν να χρησιμοποιούν διάφορα εξωζωγραφικά υλικά στα έργα τους για να καταλήξουν στα έργα με κολλά και ζωγραφική. Οι πειραματισμοί τους θα συνεχισθούν μέχρι το 1914 που ο Μπρακ καλείται να υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό. Ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι θα τον αφήσει για μεγάλο διάστημα τυφλό. Θα ασχοληθεί και πάλι με τη ζωγραφική μετά το 1916, και μέχρι το 1918 θα συνεχίσει να δουλεύει στο πνεύμα του αναλυτικού κυβισμού. Τα επόμενα χρόνια οι διαστάσεις των έργων του μεγαλώνουν και ασχολείται για πρώτη φορά με τη χαρακτική.
Στα μέσα της δεκαετίας θα υιοθετήσει ένα νεοκλασιστικό ύφος σαν απάντηση στο χάος που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. Θα ασχοληθεί επίσης με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία συνεργαζόμενος με τα «Ρώσικα Μπαλέτα» («Ballets Russes»). Το 1929 θα κτίσει ένα εξοχικό σπίτι στο χωριό Varengeville-sur-Mer της Νορμανδίας. Τα καλοκαίρια που περνά εκεί τον οδηγούν εκεί σε τοπία μικρού μεγέθους. Το μοτίβο των επαναλαμβανόμενων καμπυλόγραμμων περιγραμμάτων θα τον οδηγήσει στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών αγγείων στο Μουσείο του Λούβρου. Το 1932 εικονογραφεί τη «Θεογονία» του Ησίοδου μετά από παραγγελία του Αμπρουάζ Βολλάρ (Ambroise Vollard). Σταδιακά η χρωματική του γκάμα μεταβάλλεται. Ξεκινούν οι σειρές έργων με θέμα το ατελιέ του και οι «Vanitas».

Κατά τη διάρκεια της κατοχής ο ζωγράφος περνά ένα διάστημα απραξίας για να ζωγραφίσει στη συνέχεια εσωτερικά δωματίων ή νεκρές φύσεις χρησιμοποιώντας σκοτεινά χρώματα. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στην Varengeville και λίγο αργότερα ασχολείται με την έγχρωμη λιθογραφία. Μέχρι το 1956 ολοκληρώνει εννέα σειρές έργων με θέμα το εργαστήριό του. Το 1953 καλείται να διακοσμήσει την οροφή της ετρουσκικής αίθουσας στο μουσείο του Λούβρου. Τα τελευταία έργα του είναι τοπία μικρών διαστάσεων με έντονη αναγλυφικότητα και ροπή προς την αφαίρεση.

Δημιουργός του κυβισμού μαζί με τον Πικάσο, επηρέασε με τους πειραματισμούς του όλη τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή τέχνη.

Ιταλός ζωγράφος. Ζωγράφισε με ακρίβεια πολλές απόψεις της Βενετίας, αποδίδοντας με πολύ ζωντάνια το φως και το ιδιαίτερο ύφος της πατρίδας του.

Μαθητής του Νικόλαου Καντούνη στη Ζάκυνθο, σπούδασε στη συνέχεια στην Ιταλία, και συγκεκριμένα στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη και στη Βασιλική Ακαδημία της Φλωρεντίας. Αφού έζησε δώδεκα χρόνια στη Φλωρεντία, επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική εικόνων για εκκλησίες, ενώ επίσης δίδαξε τόσο στη Λευκάδα όσο και στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (1858-1864). Το 1867 πήρε μέρος στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού με δύο πορτρέτα. Τιμήθηκε με χάλκινο μετάλλιο στην έκθεση των Ολυμπίων του 1870, ενώ σε εκείνη του 1875 εξέθεσε αντίγραφα έργων της Αναγέννησης και του Μπαρόκ και απέσπασε το αργυρό βραβείο.

Εκπρόσωπος της επτανησιακής τέχνης, ζωγράφισε τόσο πρωτότυπα έργα όσο και αντίγραφα, ασχολούμενος κυρίως με τις θρησκευτικές σκηνές και την προσωπογραφία. Ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα ακαδημαϊκά πρότυπα του 18ου αιώνα, ενώ στα πορτρέτα, που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της αστικής πελατείας του, δίνει έμφαση στην ευγένεια των χαρακτηριστικών των εικονιζομένων.

Σπούδασε στην Ecole Cantonale de Dessin et d’ Art Applique της Λωζάννης (1952-1954), στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1954-1958) με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον Γιάννη Κεφαλληνό και στη Central School of Arts and Design του Λονδίνου (1958-1961). Δίδαξε στη Σχολή Βακαλό (1963-1967), στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών (1970-1971) και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1984-1986) ως ειδική επιστήμων. Το 1962 οργάνωσε την πρώτη ατομική της έκθεση στη Ρώμη, συνεχίζοντας να παρουσιάζει το έργο της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και ταπισερί εντός και εκτός Ελλάδος, μεταξύ των οποίων η Μπιεννάλε της Αλεξάνδρειας το 1980 και τα Ευρωπάλια το 1982 στις Βρυξέλλες. Έχει επίσης δημοσιεύσει άρθρα και κείμενα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο και σε καταλόγους εκθέσεων.

Από τα πρώτα της κιόλας έργα υιοθέτησε εξπρεσιονιστικό ύφος με έντονη παρουσία του χρώματος. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας την ταπισερί, τη χαρακτική αλλά και παραδοσιακές τεχνικές, προχώρησε σε κατασκευές στο χώρο και σε έργα με τα οποία εκφράζει την κοινωνική της κριτική σε σχέση με την καταστροφή της φύσης, αλλά και τη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο του παραδοσιακού της ρόλου.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1954-1960) κοντά στον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Το 1960, με υποτροφία του κληροδοτήματος Μίκας Σκουζέ, πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου, από το 1963 ως το 1966, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Maurice Brianchon. Το 1960 οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, συνεχίζοντας να παρουσιάζει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1983 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο και το 1986, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 1968 διορίστηκε βοηθός στην προπαρασκευαστική τάξη της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε ως το 1978 και έγραψε τη μελέτη “Η τεχνική του λαδιού”, που εκδόθηκε το 1981 από την Α.Σ.Κ.Τ. για χρήση των σπουδαστών.

Στη ζωγραφική του ασχολήθηκε αρχικά με τη νεκρή φύση και τα εσωτερικά, που προέρχονται από τα προσωπικά του βιώματα, αποδίδοντας τις συνθέσεις με νατουραλιστική διάθεση και δίνοντας έμφαση σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Αργότερα, με την εισαγωγή αντικειμένων με συμβολικό χαρακτήρα (σημαίες, παράσημα, τρομπέτες) παίρνει κριτική στάση απέναντι στην πολιτική κατάσταση, ενώ, στην τελευταία φάση της δουλειάς του, στρέφεται στο γυναικείο γυμνό και το πορτρέτο.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1959 – 1963), ζωγραφική, στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη, και τοιχογραφία. Ήδη από την περίοδο των σπουδών του ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία. Το 1965 – 1966, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., ταξίδεψε και μελέτησε συστηματικά την αρχαία, βυζαντινή και λαϊκή τέχνη. Το 1966 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών. Με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι (1967 – 1968). Εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι και συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και στη Σχολή του Λούβρου, έως το 1974. Έχει παρουσιάσει έργα του σε πολλές αίθουσες τέχνης και μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ έχουν οργανωθεί επίσης αναδρομικές εκθέσεις του έργου του (Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου 1984, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης 1990, Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών 1994). Το 1979 συμμετείχε στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο, ενώ το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο Drouant – Cartier για το σύνολο του έργου του.

Τοπία, εσωτερικά, νεκρές φύσεις, συνθέσεις με αντικείμενα απαρτίζουν τη θεματογραφία του έργου του, το οποίο κινείται στο χώρο της μεταφυσικής ζωγραφικής, με επιρροές από τον Giorgio de Chirico και τον Giorgio Morandi.

Εγκατεστημένος από το 1938 με την οικογένειά του στην Αθήνα, πήγε το 1951 στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική με τον Andre Lhote και αφίσα και σχέδιο με τον Paul Colin. Το 1955 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εργάζεται στον τομέα των γραφικών τεχνών ως ελεύθερος επαγγελματίας. Από το 1959 άρχισε να ασχολείται με το σχεδιασμό και την κατασκευή περιπτέρων σε ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις, ενώ το 1974 δημιούργησε το γραφείο A & M Katzourakis Interior and Graphic Design, που αναλαμβάνει τον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση πολυτελών κρουαζιερόπλοιων. Την περίοδο 1960-1967 διετέλεσε καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ε.O.Τ., ενώ από το 1962 ως το 1974 διηύθυνε, μαζί με τον Φ. Κάραμποτ, το Διαφημιστικό Κέντρο Αθηνών Κ&K. Ξεκινώντας το 1955 την εκθεσιακή του δραστηριότητα με την οργάνωση της πρώτης ατομικής του έκθεσης, εξακολούθησε να παρουσιάζει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής και γραφικών τεχνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κερδίζοντας επανειλημμένως διάφορες διακρίσεις.

Το έργο του, τόσο το ζωγραφικό όσο και το γλυπτικό, έχει σαν αφετηρία τη γεωμετρική αφαίρεση και οι συνθέσεις του διακρίνονται για την αυστηρή δομή τους. Από το 1970 έχει στραφεί σχεδόν αποκλειστικά στη δημιουργία έργων μνημειακών διαστάσεων, που εντάσσει σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς τοίχους δημοσίων κτηρίων, τραπεζών, ξενοδοχείων και εργοστασίων, χρησιμοποιώντας μάλιστα στα πιο πρόσφατα έργα του φυσικά αλλά και βιομηχανοποιημένα υλικά.

Μαθητής του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική κατά τα έτη 1950 – 1955, συνέχισε με σπουδές στη Ρώμη (1956 – 1961). Εκεί, μαζί με τους Γιάννη Γαΐτη, Βλάση Κανιάρη, Νίκο Κεσσανλή και Κώστα Τσόκλη, ίδρυσε την “Ομάδα Σίγμα”. Έχοντας ήδη παρουσιάσει έργα του σε ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό, και κυρίως σε πόλεις της Ιταλίας, αλλά και σε Πανελλήνιες εκθέσεις από το 1960, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964, μετά από την παραμονή του στο Παρίσι κατά το διάστημα 1961 – 1963, και διορίστηκε στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Το 1974 εξασφάλισε υποτροφία από το Ίδρυμα Ford και το 1975 παρουσίασε ατομική έκθεση στο “Δεσμό”. Το 1984 εξελέγη καθηγητής στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ενώ αργότερα διετέλεσε και πρόεδρός του.

Από τους σημαντικότερους Έλληνες που κινήθηκαν στο χώρο της αφαίρεσης, ξεπέρασε τα παραδοσιακά όρια του πλαισίου σε έργα με δυναμική να προεκταθούν επ’ άπειρον στον τοίχο ή στον ελεύθερο χώρο, χρησιμοποίησε τη χειρονομιακή γραφή και καλλιέργησε την άμορφη και την εννοιολογική τέχνη – στις σειρές έργων του Μεταμορφώσεις και Ομογενέσεις – ενώ σε δημιουργίες όπως τα Παιχνίδια για μεγάλα παιδιά ή το Εικαστικό Μυθιστόρημα στόχευσε στη συμμετοχή του θεατή στο καλλιτέχνημα, και αναδείχτηκε έτσι σε πρωτοπόρο καλλιτέχνη σε διεθνές επίπεδο.

Σπούδασε στη Σχολή Δοξιάδη (1967 – 1970) και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1974 – 1980) κοντά στο Νίκο Νικολάου και το Γιάννη Μόραλη. Με υποτροφία της Σχολής πήγε το 1980 στο Παρίσι, όπου ζει και εργάζεται έως σήμερα. Στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση το 1982 στη γκαλερί “Ζουμπουλάκη”. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές (“Ζουμπουλάκη” 1984, 1992, “Anne Marie de Sacy” Παρίσι 1986, “Επίκεντρο” Πάτρα 1993 κ.ά.), ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις (Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1984, Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής, Cagnes-sur-Mer 1991) στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Μετά την αποφοίτησή του το 1938, δούλεψε κοντά στο ζωγράφο Ευάγγελο Ιωαννίδη και χάρη στη μαθητεία του κοντά στο Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο ήλθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη δούλεψε ως βοηθός στη μνημειακή τοιχογραφία που ο Κόντογλου ιστόρησε στο σπίτι του και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και πραγματοποίησε ελεύθερες καλλιτεχνικές σπουδές στο Μόναχο και σε πόλεις της Ιταλίας. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε επί πολλά χρόνια στην εκπαίδευση, ενώ το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εργαζόταν ως επιμελητής.

Ήδη προπολεμικά παρουσίασε ζωγραφικά του έργα σε ατομική έκθεση που οργανώθηκε στην οικία του Ν. Καλαμάρη (1939), προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κριτικής, και ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κύκλος η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν”, ενώ το 1939 εκδόθηκαν τα “Κλειδοκύμβαλα της σιωπής”. Το 1954 εκπροσώπησε κατ’ αποκλειστικότητα την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας με εκατό έργα, και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Μετείχε επίσης σε όλες τις εκθέσεις της ομάδας”Αρμός”, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος (1964). Το 1958 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο. Αναδρομικές εκθέσεις του έργου του οργανώθηκαν το 1977 στην Εταιρεία Σπουδών Μωραΐτη και το 1983 στην Εθνική Πινακοθήκη. Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων.

Εισηγητής και κυρίαρχη μορφή μιας ιδιότυπης, προσαρμοσμένης στα ελληνικά δεδομένα, εκδοχής του υπερρεαλισμού, εκπρόσωπος της ονομαζόμενης γενιάς του ΄30, συνδυάζει στοιχεία και εικόνες από ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής παράδοσης, από τη μυθολογία και την αρχαιότητα έως το Βυζάντιο, τα νεότερα χρόνια και τη σύγχρονη εποχή, με τρόπο αντισυμβατικό, άλλοτε πικρά ειρωνικό κι άλλοτε χιουμοριστικό. Έκδηλη στους πίνακές του είναι η ερωτική διάθεση, που προσωποποιείται στις γυμνές αντρικές και γυναικείες μορφές που πρωταγωνιστούν. Ο ίδιος τόνιζε την καταλυτική επιρροή που άσκησε στο έργο του η τέχνη των δασκάλων του Παρθένη και Κόντογλου καθώς και η γνωριμία του με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της μεταφυσικής ζωγραφικής Giorgio de Chirico. Χάρη τόσο στο ζωγραφικό όσο και στο ποιητικό του έργο, ο Εγγονόπουλος, άνθρωπος με πλατιά κουλτούρα, συγκαταλέγεται στις μεγάλες πνευματικές μορφές της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1979 – 1984), με καθηγητές το Δημοσθένη Κοκκινίδη και το Νίκο Κεσσανλή. Από το 1984 παρουσιάζει έργα του σε ατομικές (“Tantra” 1984, “Ζ – Μ” Θεσσαλονίκη 1985, “3” 1986, 1988, 1990, 1994, “Ο. Γεωργαντέα” 1994, 1996, “24” 1995, “Astra” 1995), ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Μπιενάλε Νέων Μεσογείου, Βαρκελώνη 1987 και Αθήνα 1988, Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής, Cagnes-sur-Mer 1994 κ.ά.). Έχει επίσης ασχοληθεί με την εικονογράφηση βιβλίων και την εικαστική επιμέλεια προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στις δημιουργίες του χρησιμοποιεί παραδοσιακά και νέα υλικά αλλά και τη σύγχρονη τεχνολογία.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική (1956 – 1961), κοντά στο Γιάννη Μόραλη, και σκηνογραφία, διαφήμιση και διακοσμητικές τέχνες (1962 – 1964), με το Βασίλη Βασιλειάδη. Το 1964 – 1965 έλαβε υποτροφία του Ι.Κ.Υ. για τη μελέτη της βυζαντινής και της λαϊκής τέχνης στην Ελλάδα. Από το 1964 έως το 1986 δίδαξε ως καθηγητής επαγγελματικής εκπαίδευσης σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε πολλές ατομικές, ομαδικές (Πανελλήνιες 1965, 1967, 1969, 1975) και διεθνείς εκθέσεις (Μπιενάλε Σάο Πάολο 1969, Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής, Cagnes-sur-Mer 1971 κ.ά.) στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ, εκτός από τη ζωγραφική, έχει επίσης ασχοληθεί με την εικονογράφηση εντύπων αλλά και με τη σκηνογραφία, δουλεύοντας τόσο για το θέατρο όσο και για τον κινηματογράφο.

Ήδη από τη δεκαετία του 1970, τον απασχόλησε η ζωγραφική απόδοση του φυσικού χώρου, χωρίς ωστόσο να περιορίζεται στους συνήθεις τύπους της τοπιογραφίας, δημιουργώντας αργότερα, με την αξιοποίηση στοιχείων από ποικίλες τεχνοτροπικές τάσεις, τη σειρά έργων με τίτλο Αέναο Τοπίο.

Πραγματοποίησε σπουδές φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1969 – 1975). Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1977 – 1981), στο εργαστήριο του Γιώργου Μαυροΐδη, και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1981 – 1985), στο εργαστήριο του Leonardo Cremonini. Από το 1985 παρουσιάζει έργα της σε ατομικές (“Etienne de Causans” Παρίσι 1986, “Titanium” Αθήνα 1988, “Αίθουσα Τέχνης Αθηνών” 1993, 1995, “Flak” Παρίσι 1996) και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Γαλλία.

Τα έργα της -κυρίως εσωτερικά, τοπία και θέματα εμπνευσμένα από τη φύση- μαρτυρούν έμφαση στις ζωγραφικές αξίες, είναι κάποτε λυρικά, ενώ συχνά αναδίδουν μία αίσθηση ερημιάς ή δραματικότητας.