Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1957, και ακολούθησε τον επιχειρηματικό κλάδο. Παράλληλα παρακολούθησε επί πέντε χρόνια μαθήματα ζωγραφικής κοντά στο Σπύρο Παπαλουκά. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα, που ξεκίνησε το 1957 στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέων στη Μόσχα και την Πανελλήνια Έκθεση του Ζαππείου, περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις, καθώς και συμμετοχές σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η τοπιογραφία αποτελεί τη σταθερή θεματική του έργου του. Στα λάδια και τις ακουαρέλες του αποδίδει τη φύση και τα τοπία του ελληνικού χώρου με ευαισθησία και αισθαντικότητα, μέσα από την αφαιρετική σχηματοποίηση και τις ρυθμικά τοποθετημένες μονάδες χρώματος.

Σπούδασε ζωγραφική αρχικά με τον Πάνο Σαραφιανό και στη συνέχεια στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Γιάννη Μόραλη και τον Γιώργο Μαυροΐδη, καθώς και σκηνογραφία με τον Βασίλη Βασιλειάδη. Από το 1968 ως το 1974 ταξίδεψε στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική και έζησε στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Δυτικό Βερολίνο, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τόσο την ευρωπαϊκή τεχνη όσο και τα σύγχρονα ρεύματα, ιδιαίτερα την ποπ αρτ και τον κριτικό ρεαλισμό.

Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη γελοιογραφία (1959-1984), συνεργαζόμενος ως πολιτικός γελοιογράφος με εφημερίδες και περιοδικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε επίσης με τη διαφήμιση, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων με γελοιογραφίες και εξέδωσε το λεύκωμα “Ο τρελός και οι άλλοι” (Μόντρεαλ, 1969).

Το 1961 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσιάζοντας το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και γελοιογραφίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Επίκεντρο της ζωγραφικής του αποτέλεσε το ανθρώπινο πρόσωπο. Πρόσωπα οικεία ή γνωστά από τα έντυπα μέσα μαζικής επικοινωνίας προβάλλουν μέσα από μία μεταφυσική ατμόσφαιρα και αποδίδονται με έντονα ρεαλιστική διάθεση που πηγάζει από τη φωτογραφική απεικόνιση και συνδυάζεται με μια προσπάθεια διείσδυσης στην ίδια την προσωπικότητά τους με τον τονισμό χαρακτηριστικών εκφράσεων. Για ένα διάστημα το ενδιαφέρον του εντοπίστηκε σε πολιτικά θέματα, καθώς και σε συνθέσεις μεταφυσικού και σουρεαλιστικού χαρακτήρα, ενώ στην τελευταία φάση της δουλειάς του, παραμένοντας πιστός στο ρεαλιστικό ύφος, στράφηκε στην απεικόνιση σταθμών του υπόγειου σιδηρόδρομου, που τείνουν να πάρουν συμβολικό χαρακτήρα.

Το 1876 πήγε στη Γαλλία, όπου σπούδασε αρχικά νομικά στην Aix και στη συνέχεια ζωγραφική σε ελεύθερες ακαδημίες, κοντά στους Carl Cartier, Raphael Collin και Frani. Το 1885 επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό “Το Άστυ” και την εφημερίδα “Ακρόπολις”, εικονογραφώντας διάφορα γεγονότα της εποχής. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει συμμετοχές στα Ολύμπια του 1888 (χάλκινο μετάλλιο) και του 1896, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900, στην οποία επίσης τιμήθηκε με χάλκινο μετάλλιο, και σε όλες σχεδόν τις καλλιτεχνικές εκθέσεις από το 1900 ως το 1940, όπως αυτές του “Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών”, του οποίου υπήρξε μέλος και πρόεδρος για πολλά χρόνια, και του Παρνασσού. Εξέθεσε επίσης στη Σμύρνη (1902), την Αλεξάνδρεια (1905 και 1909) και τη Ρουμανία, όπου παρέμεινε από το 1907 ως το 1910 για οικογενειακούς λόγους. Αν και δεν υπήρξε μέλος της πρωτοποριακής “Ομάδας Τέχνη”, επικροτούσε τις νεωτεριστικές ιδέες και παρουσίασε τρεις φορές έργα στις εκθέσεις της (1917 και 1919). Για πολλά χρόνια υπήρξε επίσης μέλος της Εταιρείας Φιλοτέχνων, καθώς και πολλών καλλιτεχνικών επιτροπών. Από το 1915 και ως το θάνατό του εργάστηκε ως επιμελητής και συντηρητής στην Εθνική Πινακοθήκη, στην οποία άφησε με διαθήκη όλη την περιουσία του και τη συλλογή αντικειμένων και έργων τέχνης.

Ο Φωκάς υπήρξε από τους εισηγητές του υπαιθριστικού κινήματος και των ιμπρεσιονιστικών τάσεων στην Ελλάδα και, στην εποχή του, συχνά θεωρήθηκε τολμηρός και πρωτοπόρος. Με εξαίρεση ορισμένες προσωπογραφίες και νεκρές φύσεις, επίκεντρο της ζωγραφικής του αποτέλεσε το τοπίο, ιδιαίτερα της Αττικής και της Ρουμανίας, το οποίο απέδωσε με ιδιαίτερη ευαισθησία στο χρώμα και το φως.