Σε ηλικία δέκα εννέα ετών μετέβη στο Μόναχο με σκοπό να σπουδάσει νομικά, γρήγορα όμως έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και στην Aκαδημία Julian. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Juan Gris και ο Kees van Dongen. Επέστρεψε στην Ελλάδα και στα 1921 – 1922 πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, απεικονίζοντας πολεμικές σκηνές, οι οποίες χάθηκαν κατά την οπισθοχώρηση, αφού προηγουμένως είχαν εκτεθεί στο Ζάππειο και τη Σμύρνη. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της “Ομάδας Τέχνη”, στις εκθέσεις της οποίας συμμετείχε (1919, 1920, 1930), και, στα 1938, του “Συνδέσμου Ελλήνων Ζωγράφων”, του οποίου εξελέγη πρόεδρος. Το 1928 μετείχε στην οργάνωση της καλλιτεχνικής λέσχης “Ατελιέ”, τη μετέπειτα “Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών”, και το 1934 ίδρυσε μαζί με τη ζωγράφο Αλέκα Στύλου την πρώτη ιδιωτική σχολή ζωγραφικής στην Αθήνα, η οποία λειτούργησε ως την Κατοχή. Το 1939 διορίστηκε διευθυντής των παραρτημάτων της Σχολής Καλών Τεχνών στην Ύδρα και τους Δελφούς. Εκτός από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε επίσης με τη γελοιογραφία και τη σκηνογραφία, δουλεύοντας μάλιστα από το 1930 ως σκηνογράφος στο Εθνικό Θέατρο. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει επίσης συμμετοχές στις Πανελλήνιες μεταξύ των ετών 1938 – 1965, στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1934 και την Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1937, καθώς και ατομικές εκθέσεις (“Στρατηγοπούλου” 1927, 1930, 1939, “Στούντιο” 1934, 1937, “Ζυγός” 1958, 1964, Εθνική Πινακοθήκη 1972). Μεταθανάτιες αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του έχουν πραγματοποιηθεί στην Εθνική Πινακοθήκη (1984) και στο Μέγαρο Μελά (1994).

Στις πρώιμες δημιουργίες του ανήκουν έργα επηρεασμένα από τη γαλλική καλλιτεχνική παράδοση, κυρίως σκηνές από τη ζωή στο αστικό περιβάλλον, αλλά και προσωπογραφίες, ενώ αργότερα τον απασχόλησε η απεικόνιση του τοπίου, το οποίο απέδωσε με χρωματική ευαισθησία, δίνοντας έμφαση στο μεταβλητό και το στιγμιαίο.

Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Μαθητής του χρυσοχόου πατέρα του και του Michael Wohlgemuth, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους χαράκτες σε ξύλο και χαλκό και γενικότερα υπήρξε μια εντελώς εξέχουσα καλλιτεχνική μορφή. Ταξίδεψε, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή του, τόσο στην Ιταλία (Βενετία), όσο και στην Ολλανδία. Έδρασε στο μεταίχμιο δυο εποχών, του τέλους της γοτθικής εποχής και της αρχής της Αναγέννησης.Πράος και άνετος αλλά και ακριβέστατος στην εργασία του, έδωσε όχι μόνο ευρύτητα και πληρότητα στα έργα του αλλά και μια ανώτερη πνευματικότητα. Ήταν εργατικός όσο λίγοι. Άφησε τεράστιο έργο: 70 ζωγραφικούς πίνακες, 100 χαλκογραφίες, 350 ξυλογραφίες και κάπου 900 σχέδια. Θα πρέπει φυσικά να υπολογίσει κανείς τον κόπο και χρόνο που απαιτούντο για την εκτέλεση όλων αυτών των έργων σ’ εκείνη την εποχή. Πολύπλευρος και πρωτότυπος, ανανέωσε και προώθησε την τέχνη με μοναδικό τρόπο.

Πραγματοποίησε σπουδές γλυπτικής και σκηνογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών, από όπου αποφοίτησε το 1967. Το 1969 έλαβε μέρος στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Α΄ βραβείο Παρθένη για τη ζωγραφική του. Έχει ασχοληθεί επίσης με τη σύνθεση, το τραγούδι και τη λογοτεχνία, ενώ έχει βραβευθεί για το σχεδιασμό βιβλίου (Λειψία 1979, 1983). Από το 1969 παρουσιάζει ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το 1990 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας.

Στα έργα του καλλιεργεί μια ζωγραφική εξπρεσιονιστική, με λιτά σκούρα χρώματα, που χαρακτηρίζονται από σαρκαστική και άλλοτε από απαισιόδοξη διάθεση.

Παιδί Ελλήνων από τη Σμύρνη. Ορφανός από μητέρα, αναχώρησε το 1930 από το Λονδίνο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τον πατέρα του, ο οποίος πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Το 1935 φοίτησε για σύντομο χρονικό διάστημα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και το 1938 επέστρεψε στην Αγγλία. Από το 1941 έως το 1946 υπηρέτησε στη RAF. Έκτοτε αφιερώθηκε στη ζωγραφική μελετώντας σε μουσεία όπως η National και η Tate Gallery του Λονδίνου και το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί Twenty Brook Street. Στο διάστημα 1951 – 1952 διέμεινε στο Παρίσι, δουλεύοντας στα μεγάλα μουσεία της πόλης και την ίδια περίοδο κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δουλειάς του. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο συνέχισε την καλλιτεχνική και εκθεσιακή του δραστηριότητα, μένοντας πιστός στην παραστατική ζωγραφική. Το 1955 επισκέφτηκε την Ισπανία και ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου το 1960 πραγματοποίησε ατομική έκθεση στην γκαλερί Rive Gauche, με την οποία συνεργάστηκε έως το 1976. Το 1962 πήρε μέρος στην έκθεση “Νέα Παραστατικότητα” στην γκαλερί Mathias Fels, ενώ το 1965 τιμήθηκε στο Λονδίνο με το βραβείο της AICA Το 1990 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Έχει παρουσιάσει έργα του σε πολλές ομαδικές, ατομικές και αναδρομικές εκθέσεις (Randers, Δανία 1974, Saint – Etienne 1979, Montbeliard, Dunkerque, Saint – Quentin 1986).

Από τους προδρόμους της “Νέας Παραστατικότητας” στις αρχές της δεκαετίας του 1960, δημιουργεί μια παραστατική εξπρεσιονιστική ζωγραφική, με ζωηρά χρώματα και έντονα μαύρα περιγράμματα, όπου κυριαρχεί το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1948-1953) με δάσκαλο τον Ανδρέα Γεωργιάδη. Το 1957 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Κούρος, συμμετέχοντας την ίδια χρονιά και στην Πανελλήνια. Ακολούθησαν άλλες ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως οι Μπιενάλε Νέων του Παρισιού το 1959, της Αλεξάνδρειας το 1967 και του Σάο Πάολο το 1975.

Συνδυάζοντας στο έργο του στοιχεία της μεταβυζαντινής ζωγραφικής αλλά και του σουρεαλισμού, δημιουργεί συνθέσεις που μαρτυρούν τον προβληματισμό του σε σχέση με τον άνθρωπο και το χώρο του διαστήματος, καθώς και συνθέσεις εμπνευσμένες από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Παράλληλα έχει ασχοληθεί και με την αγιογράφηση εκκλησιών.

Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες και, στη συνέχεια, ζωγραφική και χαρακτική στην Α.Σ.Κ.Τ. (1938 – 1945) και στο Παρίσι (1946 – 1950). Το 1954 εγκαταστάθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα μετά από μια σειρά ταξιδιών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (1951 – 1953). Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις (Πανελλήνιος 1952, 1963, 1965, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1963, 1965). Ζωγράφος αλλά και γλύπτης, έχει επίσης ασχοληθεί με την εικονογράφηση βιβλίων, τη σκηνογραφία και τη διακόσμηση.

Ανήκει στους δημιουργούς της επονομαζόμενης γενιάς του ’60. Το έργο του, πειραματικό και ριζοσπαστικό, έχει έντονα στοιχεία διαμαρτυρίας και πρόκλησης.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1948 έως το 1954, στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Το 1957, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., πήγε στη Ρώμη, όπου έζησε έως το 1960. Τη δεκαετία 1960 – 1970 εργάστηκε στο Παρίσι. Με πρόσκληση του D.A.A.D. πήγε στο Βερολίνο, όπου παρέμεινε από το 1971 έως το 1972. Στη συνέχεια και έως το 1983 έζησε μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, ενώ το 1984 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, έως σήμερα έχει παρουσιάσει έργα του σε περισσότερες από ογδόντα ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει και σε πολυάριθμες ομαδικές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κυρίως σε ευρωπαϊκές πόλεις. Το 1986 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Καλλιτέχνης που αρέσκεται στους πειραματισμούς, ο Τσόκλης έχει δώσει δημιουργίες διαφόρων κατευθύνσεων και τάσεων, συνδυάζοντας το ζωγραφικό με το εξωζωγραφικό, το στοιχείο της οφθαλμαπάτης με την πραγματικότητα, την τέχνη με την τεχνολογία, εισάγοντας στη δουλειά του και το βίντεο.

Ο Ευάγγελος Φαεινός πραγματοποίησε σπουδές ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ με δασκάλους τους Ουμβέρτο Αργυρό και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, και, μετά τον πόλεμο, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μαθήτευσε κοντά στον Γιώργο Βακιρτζή, φιλοτεχνώντας γιγαντοαφίσες για τον κινηματογράφο. Εργάστηκε επίσης, στο χώρο της διαφήμισης. Από το 1952 και για τα επτά επόμενα χρόνια, ζει και εργάζεται στον Καναδά, όπου και ασχολείται με το κινούμενο σχέδιο. Στην Αθήνα θα επιστρέψει το 1960. Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του περιγράφει μια προσωπική διαδρομή που ξεκινά από τη μελέτη του ιμπρεσιονισμού, για να καταλήξει σε μία ζωγραφική η οποία, κατά την άποψή του, ανταποκρίνεται «στο σημερινό μηχανοκρατικό σύστημα», συνδυάζοντας οργανικά μοτίβα και στοιχεία της ανθρώπινης παρουσίας με το δυναμισμό της μηχανής, σε μια μεταφυσική ατμόσφαιρα, αξιοποιώντας οπωσδήποτε τις τεχνικές εμπειρίες που του πρόσφερε η ενασχόλησή του με τις εφαρμοσμένες τέχνες. Πραγματοποίησε ατομικές και συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Σπούδασε ζωγραφική στην Αθήνα κοντά στον Κώστα Ηλιάδη και τον Θεόδωρο Δρόσο και στην Ακαδημία Julian στο Παρίσι, στα εργαστήρια των Claude Schurr και Mac Avoy.

Το 1959 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ζυγός, την οποία ακολούθησαν ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες η Μπιενάλε της Βενετίας το 1970 και τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982.

Ενδιαφερόμενος για το τοπίο, τη νεκρή φύση, τα εσωτερικά αλλά και την ανθρώπινη μορφή, ακολούθησε στα πρωιμότερα έργα του τις αντιλήψεις του ιμπρεσιονισμού. Στη συνέχεια, υιοθετώντας χαρακτηριστικά της ποπ αρτ και χρησιμοποιώντας την τεχνική των κόμικς, στράφηκε στη σάτιρα της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, δημιουργώντας συνθέσεις με σουρεαλιστική ατμόσφαιρα και συμβολικούς υπαινιγμούς. Η καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης ενασχόληση με τη χαρακτική, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το “Λεύκωμα 1940-1974” με εκατό μονοτυπίες εμπνευσμένες από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τη Δικτατορία.

Μαθήτρια του Leonardo Cremonini στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι (1984 – 1988), συνέχισε τις καλλιτεχνικές σπουδές της στη χαρακτική με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1988 – 1989). Έχει παρουσιάσει ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα (“Ώρα” 1990, “Ζουμπουλάκη” 1993, 1996) και στο Παρίσι (“Eonnet – Dupuy, 1991) και από το 1985 λαμβάνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Τα έργα της -εσωτερικά και πίνακες εμπνευσμένοι από τη φύση και το τοπίο της πόλης- εγγράφονται στην παραστατική ζωγραφική.