Φοίτησε αρχικά στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης με δάσκαλο τον Γεώργιο Γραμμανδάνη, αποφοιτώντας το 1889 με πτυχίο νηπιαγωγού. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως δασκάλα στη Βάρνα και την Κωνσταντινούπολη, το ενδιαφέρον της όμως για τη ζωγραφική την οδήγησε αρχικά στην Πράγα, όπου σπούδασε διακοσμητική και στη συνέχεια, το 1890, στο Μόναχο, όπου πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Νικόλαο Γύζη. Το 1895 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε αρκετά χρόνια, εργαζόμενη με ζωγράφους όπως ο Benjamin Constant, o Eugene Carriere, o Raphael Collin, o Paul Leroy και ο Jacques Emile Blanche. Το 1914 εξάλλου ανακηρύχθηκε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Καλών Τεχνών και Γραμμάτων. Την περίοδο 1909-1914 έζησε στην Κωνσταντινούπολη και γύρω στο 1927 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα, την οποία επισκεπτόταν συχνά, είτε για να λάβει μέρος σε εκθέσεις είτε για να εκτελέσει διάφορες παραγγελίες.
Αναπτύσσοντας αξιοσημείωτη εκθεσιακή δραστηριότητα, παρουσίασε το έργο της στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900, όπου τιμήθηκε με εύφημο μνεία, σε παρισινά Σαλόνια και στις εκθέσεις της “Εταιρείας των Γάλλων Καλλιτεχνών”, ενώ στην Ελλάδα έλαβε μέρος σε εκθέσεις του Παρνασσού, του Δημαρχείου, του Ζαππείου και της “Καλλιτεχνικής Εταιρείας”. Oργάνωσε επίσης ατομικές στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη.
Ασχολούμενη κυρίως με την προσωπογραφία και, σε πιο περιορισμένη κλίμακα, με το τοπίο και τη νεκρή φύση, παρέμεινε πιστή στα συντηρητικά ακαδημαϊκά διδάγματα, προσπαθώντας όμως να διεισδύσει στην προσωπικότητα των εικονιζομένων, ενώ στα τοπία της υιοθέτησε στοιχεία του Yπαιθρισμού και του Iμπρεσιονισμού.
Μετά τις πρώτες σπουδές ζωγραφικής και μικρογραφίας κοντά στο Λύσανδρο Πράσινο στη γενέτειρά του, σπούδασε στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών και σε ελεύθερες ακαδημίες στο Παρίσι (1922 – 1928). Πραγματοποίησε επίσης σπουδές σκηνογραφίας στη θεατρική σχολή του C. Dullin και κοντά στον L. Medgyes. Ως σκηνογράφος εργάστηκε τόσο σε θεατρικές σκηνές του εξωτερικού όσο και, μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα το 1940, σε ελληνικά θέατρα, συνεργαζόμενος με δημιουργούς όπως οι Cocteau, Barrault, Saint Denis, Κουν, Βεάκης, Κοτοπούλη κ.ά. Στις διακρίσεις που έλαβε στη Γαλλία συγκαταλέγονται το Α΄ βραβείο της έκθεσης Carmine στο Παρίσι, καθώς και το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής (1953). Το 1957 ίδρυσε την πρώτη σχολή διακοσμητικής στην Ελλάδα μαζί με τον Παναγιώτη Τέτση, το Φραντζή Φραντζισκάκη και τη σύζυγό του Ελένη Βακαλό. Το 1967 πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, ενώ παρουσίασε έργα του σε ατομικές αλλά και σε πολλές ομαδικές και πανελλήνιες εκθέσεις. Ήταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας “Στάθμη”.
Η ζωγραφική του, όπου πρωταγωνιστεί η μελωδική γραμμή, το ευγενικό χρώμα και η διακοσμητική διάθεση, κινείται μέσα στο κλίμα ενός προσωπικού Υπερρεαλισμού και χαρακτηρίζεται από μια φανταστική – ονειρική ατμόσφαιρα με έντονα ποιητική χροιά.
Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1939-1946) κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Ουμβέρτο Αργυρό, ενώ από τον Στέφανο Αλμαλιώτη διδάχτηκε την τεχνική της γιγαντοαφίσας (1938-1940). Την περίοδο 1952-1953 σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική και γραφικές τέχνες στη Σχολή Καλών Τεχνών και σε ελεύθερες ακαδημίες στο Παρίσι.
Από το 1945 ως το 1963 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής της “Σκούρας Φιλμς”, φιλοτεχνώντας παράλληλα γιγαντοαφίσες για τους σημαντικότερους κινηματογράφους της Αθήνας. Συνεργάστηκε επίσης με τη “Φίνος Φιλμς” και το “L.T.C.” του Παρισιού και διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της διαφημιστικής εταιρείας “Γνώμη Α.Ε.” από το 1963. Παράλληλα ασχολήθηκε με την αφίσα του τοίχου και της προθήκης και διακόσμησε με επιγραφές και τοιχογραφίες σπίτια, εμπορικά περίπτερα και καταστήματα. Την περίοδο 1956-1974 το ενδιαφέρον του επεκτάθηκε και στις γραφικές τέχνες, στο πλαίσιο των οποίων επιμελήθηκε εκδόσεις και φιλοτέχνησε εξώφυλλα για βιβλία, λευκώματα και περιοδικά, ενώ συνέβαλε σημαντικά και στην προώθηση της εφαρμοσμένης φωτογραφίας στην Ελλάδα. Ενδιαφερόμενος επίσης σε θεωρητικό επίπεδο για την τέχνη, δημοσίευσε μελέτες και εξέδωσε τα βιβλία “25 αφίσες του Γ. Βακιρτζή” (Αθήνα, 1963), “Γιγαντοαφίσες του κινηματογράφου του Γ. Βακιρτζή” (Αθήνα, 1968) και “Η λαϊκή επιγραφή στην Ελλάδα” (Αθήνα, 1973/1974).
Από το 1949 άρχισε να συμμετέχει σε ομαδικές, Πανελλήνιες και διεθνείς εκθέσεις, οργανώνοντας από το 1960 και ατομικές, ενώ το 1989 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.
Καλλιτέχνης ανθρωποκεντρικός, ο Βακιρτζής χρησιμοποιεί στοιχεία από την τέχνη της γιγαντοαφίσας, της λαϊκής ζωγραφικής αλλά και της εξπρεσιονιστικής γραφής, που συνδυάζει με φόντο μεγάλες κλασικές συνθέσεις του παρελθόντος, για να αποτυπώσει με ένα προσωπικό ύφος τους προβληματισμούς του σχετικά με τα ιστορικά και πολιτικά βιώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Η Κούλα Μαραγκοπούλου σπούδασε στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Π. Μαθιόπουλο, ενώ επίσης παρακολούθησε για ένα χρόνο τα μαθήματα της σχολής ζωγραφικής των Π. Βυζάντιου και Α. Στύλου-Διαμαντοπούλου. Καθοριστικότερο όλων όμως, σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση του προσωπικού της ύφους, υπήρξε το διάστημα κατά το οποίο εργάστηκε κοντά στον Γ. Μπουζιάνη (μέσα στη δεκαετία 1940-50).
Η εμπειρία αυτής της συνεργασίας είναι εμφανής στις εξπρεσιονιστικής διάθεσης αφαιρετικές της συνθέσεις, των οποίων η θεματογραφία περιλαμβάνει ηθογραφικές σκηνές και τοπία, νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες.
Σημαντικός αγιογράφος που έδρασε στον Χάνδακα (Ηράκλειο Κρήτης) κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Ήδη το 1470 μαρτυρείται ότι δίδασκε ζωγραφική. Πέθανε μεταξύ 1504 και 1512.
Όπως και άλλοι σύγχρονοί του κρητικοί ζωγράφοι, φιλοτέχνησε εικόνες ακολουθώντας διαφορετικές τεχνοτροπίες και αποδίδοντας ποικίλα εικονογραφικά θέματα στα βυζαντινά και “ιταλοκρητικά” του έργα. Τα τελευταία, που απευθύνονταν στην καθολική πελατεία του ζωγράφου, μαρτυρούν γνώση της υστερογοτθικής τέχνης.
Μετά τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Θ. Λεκό σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κοντά στην Ελένη Ζογγολοπούλου. Το 1956 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε λιθογραφία στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τον Andre Lhote και ψηφιδωτό και φρέσκο με τον Gino Severini. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρέμεινε ως το 1975, με ενδιάμεσα ταξίδια στη Νέα Υόρκη, την Περσία και την Άπω Ανατολή και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ζει και εργάζεται.
Το 1956 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσιάζοντας την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα. Ακολούθησαν άλλες ατομικές, ορισμένες σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Ιόλα, και συμμετοχές σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1984 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στην Πινακοθήκη Πιερίδη.
Στη ζωγραφική του, που αποτελείται από σαφείς ενότητες έργων, το χρώμα είναι το στοιχείο που κυριαρχεί και συντελεί στη δημιουργία συνθέσεων με μεγάλες επιφάνειες, ενώ η χρησιμοποίηση πτυχωτού πλαστικού σπάζει την παραδοσιακή επιπεδότητα προσδίδοντας ανάγλυφη, κυματιστή υφή. Με την ίδια λογική χρησιμοποιεί το χρώμα και σε γλυπτικές συνθέσεις, επεμβαίνοντας στη φόρμα γνωστών κλασικών έργων και προκαλώντας μια διαφορετική ερμηνεία τους, καθώς και στις εγκαταστάσεις και τα γλυπτικά περιβάλλοντα που δημιουργεί και τα οποία συνδυάζουν τα βασικά στοιχεία της ζωγραφικής και της γλυπτικής του.
Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ (1924-1929). Κατά τη διάρκεια των σπουδών του και μετά από εισήγηση του Δημήτρη Πικιώνη, δίδαξε για τρία χρόνια σχέδιο στη Βιοτεχνική Σχολή της Αθήνας. Την περίοδο 1930-1960 υπήρξε Επιμελητής στην έδρα Παραστατικής-Προβολικής Γεωμετρίας και Προοπτικής Σκιαγραφίας του Ε.Μ.Π., ενώ το 1960 εξελέγη Καθηγητής Ελεύθερου Σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π., παραμένοντας στη θέση αυτή ως το θάνατό του. Δίδαξε επίσης στις Σχολές Αξιωματικών Στρατιωτικών Υπηρεσιών, στη Σχολή Ευελπίδων και εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο Υπουργείο Υγιεινής (1937-1939), ενώ το 1945, με εντολή της Σχολής Αρχιτεκτόνων, έγινε καθηγητής Αρχιτεκτονικού Σχεδίου. Στη ζωγραφική δεν έκανε επίσημες σπουδές.
Διακρίθηκε επανειλημμένως σε πανελλήνιους διαγωνισμούς κερδίζοντας το πρώτο βραβείο, οργάνωσε ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε ομαδικές εντός και εκτός Ελλάδος, ανάμεσα στις οποίες το Salon del’Art Libre το 1959 στο Παρίσι, όπου τιμήθηκε με το Diplome d’Honneur και η Μπιενάλε του Σαο Πάολο το 1961. Μετά το θάνατό του, το έργο του παρουσιάστηκε σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, καθώς και σε αναδρομικές στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης το 1990 και στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων το 1991. Ενδιαφερόμενος, εξάλλου, και σε θεωρητικό επίπεδο για την τέχνη, δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά σχετικά με τον κοινωνικό της ρόλο και τη συνύπαρξη ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής.
Ξεκινώντας από την παραστατική ζωγραφική, που περιλαμβάνει προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, γυμνά και θαλασσογραφίες και απηχεί τα διδάγματα του Φωβισμού και του Εξπρεσιονισμού, προχώρησε στη δεκαετία του ’50 στην Αφαίρεση, στο πλαίσιο της οποίας πειραματίστηκε με χρηστικά υλικά προσδίδοντας κατασκευαστική υφή στις ζωγραφικές επιφάνειες, εισήγαγε στα έργα του τον Συμβολισμό και δημιούργησε συνθέσεις κονστρουκτιβιστικού χαρακτήρα.
Η Αγλαΐα Παπά σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Νικόλαο Λύτρα, Κωνσταντίνο Παρθένη και Θωμά Θωμόπουλο, ενώ νωρίτερα, στην Κέρκυρα ακόμη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στους Μάρκο Ζαβιτζιάνο και Κ. Παρθένη. Μετά την αποφοίτησή της από τη Σχολή συνέχισε τις καλλιτεχνικές της σπουδές στην Τεργέστη και το Μιλάνο, αλλά και στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας της τέχνης. Η διδασκαλία των καλών τεχνών καθώς και η λειτουργία σχετικών επαγγελματικών σχολών κίνησαν από νωρίς το ενδιαφέρον της. Με την επιστροφή της στην Ελλάδα ανέλαβε τη διδασκαλία της ζωγραφικής και της διακοσμητικής στην Επαγγελματική Σχολή του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου.
Υπήρξε μέλος των ομάδων «Τέχνη» και «Στάθμη», καθώς και του ΕΕΤΕ αλλά και του «Καλλιτεχνικού Σωματείου Ελληνίδων».
Η καλλιτεχνική της δραστηριότητα υπήρξε έντονη και έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από τη σύγχρονή της κριτική. Πραγματοποίησε αρκετές ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό (μεταξύ των οποίων και οι Μπιενάλε Βενετίας το 1934 και 1936, και Αλεξάνδρειας το 1957).
Κυρίαρχα θέματα του έργου της τα τοπία και οι προσωπογραφίες, για τη διαχείριση των οποίων υιοθετεί το στέρεο, γεωμετρικών αναφορών συνθετικό κανόνα, που διδάχτηκε από τον Παρθένη. Από τη δεκαετία του 60 κι έπειτα οι συνθέσεις της γίνονται αφαιρετικές.
Η ΕΠΜΑΣ πραγματοποίησε αναδρομική έκθεση του έργου της το 1980.
Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1928-1933) κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό και μελέτησε τη βυζαντινή τέχνη πραγματοποιώντας, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ένα ταξίδι στο Άγιον Όρος. Αργότερα ολοκλήρωσε την καλλιτεχνική του επιμόρφωση ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Εγκατεστημένος από το 1937 στη Θεσσαλονίκη, δίδαξε ως το 1970 σχέδιο στο Κολέγιο Ανατόλια, ενώ από το 1954 ως το 1958 συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Κεντάκα στην εικονογράφηση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην Ακρόπολη των Σερρών.
Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από το 1933, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1958 και το 1971 και το Salon de l’ Art Libre το 1968 (αργυρό μετάλλιο) και το 1969. Το 1980 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.
Η ζωγραφική του περιλαμβάνει αρχικά τοπία, αρχοντικά και εκκλησίες, που απεικόνισε με ρεαλιστική διάθεση ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Αργότερα εισήγαγε στη θεματογραφία του έρημες ακρογιαλιές, στις οποίες κεντρικό στοιχείο αποτελεί ένα ξύλο, μια πέτρα ή ένα κόκκαλο που παίρνει συμβολικό χαρακτήρα, ενώ στην τελευταία φάση της δουλειάς του, σε μια ρομαντική προσπάθεια αναβίωσης του παρελθόντος, απεικόνισε προσόψεις λαϊκών μαγαζιών της Θεσσαλονίκης.
ΑΓΓΕΛΗ ΗΩ Μυτιλήνη 1960 Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1981 – 1986), με καθηγητή το Δημήτρη Μυταρά. Με υποτροφία της Σχολής και στη συνέχεια του Ι.Κ.Υ., πραγματοποίησε σπουδές ζωγραφικής στο Royal College of Art (1988 – 1990) και σκηνογραφίας στο St Martin’s School of Art and Design (1990 – 1991) του Λονδίνου. Έχει παρουσιάσει έργα της σε ατομικές (“Ώρα” 1988, “Κρεωνίδης” 1992, 1995, 1998) και ομαδικές εκθέσεις. Την απασχόλησε αρχικά η απόδοση της ανθρώπινης μορφής, πέρασε στη συνέχεια σε αφαιρετικές διατυπώσεις, για να επιστρέψει, στις πρόσφατες δημιουργίες της, στην παραστατική ζωγραφική, με κύριο θέμα το τοπίο και με σαφείς οικολογικές νύξεις.
Πραγματοποίησε σπουδές ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1973 – 1978). Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές εκθέσεις (“Νέες Μορφές” 1978, 1983, 1990, 1992, 1996, Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης 1990, “Επίκεντρο” Πάτρα 1993, “Diaspro Art Center” Λευκωσία 1993, “Έκφραση” Θεσσαλονίκη 1998), καθώς και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Από τον παραμορφωτικό Eξπρεσιονισμό των πρώτων του έργων περνά σε μια ζωγραφική εξαιρετικά λιτή σε χρώμα, βασισμένη στην παράθεση σκοτεινών και φωτεινών επιφανειών, όπου τα παραστατικά στοιχεία ελαχιστοποιούνται.
Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης σπούδασε στην ΑΣΚΤ μεταξύ των ετών 1931-1937 με δασκάλους τους Σπυρίδωνα Βικάτο και Ουμβέρτο Αργυρό, και, λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, διδάχτηκε τη χαρακτική από τον Γιάννη Κεφαλληνό. Φοιτητής ακόμη στην ΑΣΚΤ, εργάζεται ως σκιτσογράφος στην εφημερίδα Έθνος. Οι εμπειρίες του Πολέμου και της στράτευσής του στο μέτωπο τον οδηγούν σε μια σειρά από σχέδια, τα οποία θα δουλέψει αργότερα και με την τεχνική της ελαιογραφίας. Αποτέλεσμα αυτής του της δραστηριότητας και το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών (1968) λεύκωμα “Έτσι πολεμούσαμε 1940-1941”.
Η θεματογραφία του Αλεξανδράκη περιλαμβάνει επίσης προσωπογραφίες, γυμνά και τοπία, αλληγορικές και ηθογραφικές σκηνές. Στην τεχνοτροπική του διάθεση ανιχνεύονται οι διδαχές του ακαδημαϊσμού σε συνδυασμό κάποτε με υπαιθριστικού χαρακτήρα πειραματισμούς.
Η ΕΠΜΑΣ πραγματοποίησε αναδρομική έκθεση του έργου του το 1980.