Γιος του Ιωάννη Καντούνη, γιατρού, ποιητή και συγγραφέα, μαθήτευσε κοντά στον Ιωάννη Κοράη και, πιθανόν, τον Νικόλαο Κουτούζη, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, τον απέβαλε από το εργαστήριό του από φθόνο. Ο ίδιος πάντως δήλωνε αυτοδίδακτος, όπως φαίνεται και στο επίγραμμα μιας αυτοπροσωπογραφίας του (Εθνική Πινακοθήκη). Η επίδραση του Κουτούζη πάντως είναι εμφανής τόσο στο έργο του όσο και στην ιδιωτική του ζωή, αφού, ακολουθώντας το παράδειγμά του, χειροτονήθηκε το 1788 ιερέας στο ναό της Ευαγγελίστριας στη Ζάκυνθο. Αργότερα, ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, εργάστηκε για την Επανάσταση και από το Μάιο ως τον Οκτώβριο του 1821 εξορίστηκε στο νησί της Κυράς αφ’ το Δία, κοντά στην Κεφαλλονιά, όπου φιλοτέχνησε και το “Μυστικό Δείπνο”.

Το έργο του περιλαμβάνει θρησκευτικές συνθέσεις και προσωπογραφίες. Στο θρησκευτικό μέρος ανήκουν εικονογραφήσεις στους ναούς των Αγίων Πάντων, των Αγίων Αποστόλων, της Παναγίας του Τσουρούφλη, της Αγίας Παρασκευής, της Οδηγήτριας και της Χρυσοπηγής στη Ζάκυνθο, οι οποίες δεν σώζονται. Στο Μουσείο Ζακύνθου φυλάσσονται συνθέσεις από το ναό της Πικριδιώτισσας, των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Γεωργίου της Κυπριάνας, της Επισκοπιανής, του Αγίου Ανδρέα του Αβούρη, του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση κ. ά., ενώ επί τόπου σώζονται συνθέσεις στο Καθολικό της Μονής της Πλατυτέρας στην Κέρκυρα και στο ναό της Αγίας Αικατερίνης του Σινά στη Ζάκυνθο. Για την απόδοση των συνθέσεων αυτών πρότυπό του υπήρξε το έργο του Κουτούζη, αλλά και έργα Ιταλών και Φλαμανδών που κυκλοφορούσαν ευρέως σε χαρακτικά φύλλα την εποχή εκείνη στα Επτάνησα. Από τον Κουτούζη επηρεάστηκε και στις προσωπογραφίες του, μαζί δε αποτελούν τους θεμελιωτές της κοσμικής ζωγραφικής και ιδιαίτερα της προσωπογραφίας.

Μαθήτευσε πιθανώς στο εργαστήριο του Νικόλαου Δοξαρά στη Ζάκυνθο, και υπό τη δική του επίβλεψη φιλοτέχνησε το 1757 τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό και την Αγία Βαρβάρα στον Άγιο Δημήτριο του Κόλλα, που σήμερα δεν σώζονται. Στα 1760 – 1764 πιθανολογείται ότι ταξίδεψε στη Βενετία, ενώ το 1766 βρισκόταν στη Ζάκυνθο και ζωγράφισε τη Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου, πίνακα υπογεγραμμένο και χρονολογημένο που βρίσκεται στο γυναικωνίτη του ναού του Αγίου Διονυσίου. Το 1770 τραυματίστηκε στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια συμπλοκής. Το 1777 χειροτονήθηκε ιερέας στη Λευκάδα και στη συνέχεια έγινε εφημέριος σε εκκλησίες της γενέτειράς του. Παράλληλα με το ζωγραφικό και εκκλησιαστικό του έργο, ασχολήθηκε με τη σατιρική ποίηση ασκώντας έντονη κριτική στα πράγματα του καιρού του, ενώ η εκκεντρική του συμπεριφορά όπως και ο ανατρεπτικός και θεατρικός τρόπος τέλεσης της λειτουργίας προκάλεσαν τη σύγκρουση με τον περίγυρό του. Τρία θρησκευτικά ζωγραφικά σύνολα, που προέρχονται από ναούς της Ζακύνθου, και συγκεκριμένα από τον Άγιο Σπυρίδωνα το Φλαμπουριάρη, τον Άγιο Γεώργιο τον Πετρούτσο και τον Άγιο Αντώνιο τον Ανδρίτση, αποδίδονται στον Κουτούζη. Η παράσταση της Γέννησης της Θεοτόκου στην ουρανία της εκκλησίας της Παναγίας των Ξένων στην Κέρκυρα, καθώς και τέσσερις πίνακες στη μονή του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο με θέματα από το βίο του αγίου είναι επίσης δικά του έργα.

Κυρίαρχη μορφή της τέχνης στα Επτάνησα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, καλλιέργησε κυρίως τη θρησκευτική σκηνή, ενώ στο πλαίσιο της κοσμικής ζωγραφικής σημαντικότατη θεωρείται η συμβολή του στη διαμόρφωση της προσωπογραφίας. Ακολούθησε τα πρότυπα του ιταλικού μπαρόκ και ήλθε σε ρήξη με την παράδοση της μεταβυζαντινής τέχνης, τόσο σε επίπεδο τεχνικής όσο και σε επίπεδο εικαστικής διαπραγμάτευσης. Το έργο του άσκησε επίδραση στους ομοτέχνους του και βρήκε συνέχεια στη ζωγραφική του μαθητή του, Νικόλαου Καντούνη.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1957-1961) κοντά στον Γιάννη Μόραλη και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1961-1962).

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1974.

Στη ζωγραφική του, παραμένοντας πιστός στη ρεαλιστική, φωτογραφική σχεδόν απεικόνιση, ασχολήθηκε αρχικά με εικόνες της καθημερινής ζωής, εισάγοντας στη συνέχεια τη νεκρή φύση και τα εσωτερικά, στα οποία όμως είναι πάντα παρούσα η ανθρώπινη μορφή. Οι συνθέσεις του, εμπλουτισμένες με πλήθος παραπληρωματικών στοιχείων που μαρτυρούν επιδράσεις από την αρχαία ελληνική αγγειογραφία, τη βυζαντινή τέχνη αλλά και τη φλαμανδική ζωγραφική, χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά λεπτομερειακή περιγραφή, δισδιάστατη προοπτική, σκηνογραφική απόδοση και μια εξωπραγματική και θεατρική ατμόσφαιρα.

Ζωγράφος αυτοδίδακτος, έχει ασχοληθεί με πολλά θέματα, όπως το τοπίο, το γυμνό, η νεκρή φύση και η ερωτική σκηνή, τα οποία αποδίδει παραμένοντας πιστός στην παραστατική απεικόνιση και υιοθετώντας αρχικά ιμπεσιονιστικά και, στη συνέχεια, εξπρεσιονιστικά πρότυπα. Εγκατεστημένος κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, έκανε επίκεντρο της ζωγραφικής του το τρένο και τον περιβάλλοντα χώρο, που αποτελεί το χαρακτηριστικότερο θέμα και επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του.

Από το 1959, που ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1987 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1953-1957), με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Την περίοδο 1961-1964, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα σκηνογραφίας στην Ecole Nationale des Arts Decoratifs κοντά στους Labisse και J.L. Barreau και διακόσμησης εσωτερικών χώρων στην Metiers d’ Arts.

Από το 1964 ως το 1972 ήταν υπεύθυνος του εργαστηρίου Εσωτερικής Διακόσμησης στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, ενώ το 1975 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1978, με τη βοήθεια του Δήμου, ίδρυσε με τη σύζυγό του Χαρίκλεια σχολή ζωγραφικής στη Χαλκίδα.

Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας έχει αναπτύξει πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα, που περιλαμβάνει πολυάριθμες συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, αλλά και πολλές ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ανάμεσα στις σημαντικότερες συμμετοχές του περιλαμβάνονται οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1958 και το 1966, των Νέων στο Παρίσι το 1960, του Σάο Πάολο το 1966 και της Βενετίας το 1972. Το 1961 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ζυγός, ενώ στη συνέχεια ξεχωρίζουν οι αναδρομικές το 1989 στην Πινακοθήκη Πιερίδη, στο Βελλίδειο Ίδρυμα και στη γκαλερί Ειρμός της Θεσσαλονίκης, το 1992 στο Chateau Cenonceau στη Γαλλία, το 1995 στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1998 στο μουσείο Millegarden της Στοκχόλμης, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.

Εκτός από τη ζωγραφική έχει ασχοληθεί εκτεταμένα και με τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Εθνικό, το Θέατρο Τέχνης, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, καθώς και με πολλούς σημαντικούς ελληνικούς θιάσους. Έχει επίσης διακοσμήσει με τοιχογραφίες ξενοδοχεία, εργοστάσια και υποκαταστήματα τραπεζών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στο πλαίσιο του ευρύτερου ενδιαφέροντός του για την τέχνη έγραψε διάφορα θεωρητικά κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν το 1989 σε βιβλίο με τίτλο “Μη μιλάς πολύ για τέχνη”.

Η ζωγραφική του, ανθρωποκεντρική κατά κύριο λόγο, χαρακτηρίζεται από το έντονο σχέδιο και τα καθαρά και δυνατά χρώματα. Ξεκινώντας από το φωτογραφικό ρεαλισμό, δέχτηκε στη συνέχεια την επιρροή της αφαίρεσης, για να καταλήξει σε μια εξπρεσιονιστική έκφραση, ενώ ένα μεγάλο μέρος του έργου του χαρακτηρίζεται από μία έντονη διάθεση κοινωνικής κριτικής.

Έκανε τις πρώτες σπουδές σχεδίου στο Κάιρο. Το 1955 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική και διακόσμηση εσωτερικών χώρων στην Ecole Superieure d’ Art Moderne (1955-1957) και ζωγραφική στις ακαδημίες Grande Chaumiere και Notre Dame des Champs (1957-1963). To 1970, με υποτροφία της D.A.A.D., πήγε στο Βερολίνο, όπου, την περίοδο 1971-1973, δίδαξε στο Schiller College. Από το 1973 ως το 1982 δίδαξε επίσης στην Ecole Normale Superieure de l’ Enseignement Technique στη Γαλλία. Το γαλλικό κράτος τον έχει τιμήσει με τον τίτλο του Chevalier des Arts et des Lettres και με το βραβείο Delmas του Institut de France.

Το 1958 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, που περιλαμβάνει συμμετοχές σε παρισινά σαλόνια και σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων η Μπιενάλε του Παρισιού το 1963 και τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982. Το 1967 παρουσίασε στη Σουηδία το πρώτο του περιβάλλον, ενώ το 1996 οργανώθηκαν αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Αλεξάνδρειας και στο Hanager Arts Center του Καΐρου.

Στο έργο του, ξεκινώντας από τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, προχώρησε στη φωτοκινητική τέχνη, τα περιβάλλοντα και τα χάπενινγκς. Καθοριστικό ρόλο στις συνθέσεις του παίζει η γνωριμία του με τον αιγυπτιακό, τον αραβικό και τον ελληνικό κόσμο, από τους οποίους δανείζεται στοιχεία της γραφής και σύμβολα, που συχνά συνδυάζει με σήματα οδικής κυκλοφορίας, δημιουργώντας μία προσωπική και ιδιαίτερη τέχνη των σημείων. Το έργο του περιλαμβάνει επίσης συνθέσεις πλαστικοζωγραφικές, καθώς και περιβάλλοντα και σύνολα που δημιούργησε σε συνεργασία με αρχιτέκτονες, συγγραφείς και μουσικούς.

Ο Μάριος Πράσινος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1916, μεγάλωσε όμως και σπούδασε στο Παρίσι, όπου και βρέθηκε με την οικογένειά του μετά τα γεγονότα του 1922. Το 1932 εγγράφεται στην Ecole des Langues Orientales και αρχίζει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Clement Serveau. Δύο χρόνια αργότερα ξεκινά η φοίτησή του στη Faculte des Lettres στο Παρίσι, ενώ ήδη, τόσο ο ίδιος όσο και η αδελφή του Gisele, η οποία έχει μόλις δημοσιεύσει κείμενά της σε περιοδικές εκδόσεις όπως τα “Documents 34” και “Minotaure”, κινούνται στον ευρύτερο κύκλο των σουρεαλιστών. Επαφές με ανθρώπους του θεάτρου, σχέδια και εξώφυλλα για εκδόσεις, το διαρκές ενδιαφέρον του για την υπέρβαση των ορίων μεταξύ γνώσης και ενόρασης, φυσικού και μεταφυσικού κόσμου, η αντιμετώπιση της ζωγραφικής ως γραφής, είναι τα στοιχεία που ορίζουν τις βασικές κατευθύνσεις της δουλειάς του, που διαμορφώνουν το στίγμα της και προδιαγράφουν τα ερωτήματα, με τα οποία θα βρεθεί αντιμέτωπος, από τα ήδη σουρεαλιστικής διάθεσης πρωιμότερα έργα του, προσωπογραφίες και αυτοπροσωπογραφίες, έως τις -εσωστρεφούς διάθεσης-πραγματεύσεις του φυσικού τοπίου, μετά την εγκατάστασή του στην Eygalieres στη Νότια Γαλλία.

Η πρώτη ατομική του έκθεση θα γίνει το 1938 στη γκαλερί του Pierre Vorms, ο οποίος και τον είχε ανακαλύψει στο Salon des Surindependants. Την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Yolande Borelly. Στη διάρκεια του πολέμου θα ξεκινήσει η συνεργασία του με τις εκδόσεις N.R.F. (Gallimard), θα συναντήσει τον Albert Camus και τον Jean-Paul Sartre, και θα εικονογραφήσει το “Le Mur” του τελευταίου με έγχρωμα χαρακτικά. Σε συνεργασία με τον Raymond Queneau, το 1946, εκδίδει το “L’instant fatal”, διακοσμημένο με δικά του χαρακτικά, και, την επόμενη χρονιά κάνει τα κοστούμια για το έργο του Paul Claudel “Tobie et Sara”, που ανέβασε ο Jean Vilar στο φεστιβάλ της Avignon. Με τον Vilar θα ξανασυνεργαστεί το 1954 για τα σκηνικά και τα κοστούμια του “Μάκβεθ”. Το 1951 φιλοτεχνεί τις πρώτες ταπισερί και αγοράζει το σπίτι στην Eygalieres, όπου πρόκειται να ζήσει μέχρι το θάνατό του. Από το 1949 έχει τη γαλλική υπηκοότητα.
Το 1953 είναι η χρονιά που θα εικονογραφήσει με ξυλογραφίες και χαλκογραφίες το βιβλίο του Edgar Allan Poe, “The Raven”, και, το 1955 θα κάνει την πρώτη, από τις πολλές που θα ακολουθήσουν στον ίδιο χώρο, ατομική του έκθεση στην Galerie de France. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 θα ταξιδέψει στην Ελλάδα, έχει ήδη ξεκινήσει να μελετά συστηματικά το τοπίο.

Μέσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 πραγματοποιεί εκθέσεις εντός και εκτός Γαλλίας, συνεχίζει την ενασχόλησή του με τις εκδόσεις (το 1973 οι εκδόσεις Gallimard εκδίδουν το βιβλίο του “Les Pretextats”) και τον κόσμο του θεάτρου (σχεδιάζει το 1969 τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο “Eonta” του Ι. Ξενάκη). Αναγορεύεται επίσης Ιππότης των Τεχνών και των Γραμμάτων και Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1980 εκθέτει στο Grand Palais τις σειρές “Paysages Turcs” (την οποία δουλεύει από τις αρχές της δεκαετίας του ’70) και “Σινδόνες”. Τα επόμενα χρόνια οργανώνονται αναδρομικές εκθέσεις του έργου του στη Γαλλία και στην Ελλάδα, ενώ, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, το 1986, ολοκληρώνεται η τοποθέτηση έντεκα μεγάλων ζωγραφικών συνθέσεων στην εκκλησία Notre Dame de Pitie.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Νικολάου Λύτρα (1920- 1926). Από το 1930 ως το 1935 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, στην Ακαδημία Grande Chaumiere και στο Λούβρο, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Δημήτρη Γαλάνη. Η καλλιτεχνική του επιμόρφωση ολοκληρώθηκε με τη μελέτη των μεγάλων ζωγράφων στα μουσεία της Γαλλίας, Αγγλίας, Ισπανίας, Ιταλίας, Αυστρίας και Αμερικής.

Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από το 1926, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές, Πανελλήνιες και διεθνείς εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής, όπως η Α΄ Διεθνής Μπιενάλε Χαρακτικής στην Κρακοβία το 1966, το Ετήσιο Σαλόνι Χαρακτικής στην Αγκόνα το 1966 (χρυσό μετάλλιο για την Ελλάδα) και το 1968 και η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1957. Έλαβε επίσης μέρος σε παρισινά σαλόνια και σε εκθέσεις της “Ομάδος Τέχνη”, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Το 1980 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1983 στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Το 1934 εξέδωσε στο Παρίσι ένα λεύκωμα με 21 ξυλογραφίες από το Άγιον Όρος, με πρόλογο του γνωστού βυζαντινολόγου Καρόλου Ντιλ. Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δημιουργίας ασχολήθηκε με την εικονογράφηση λογοτεχνικών περιοδικών και την αγιογράφηση εκκλησιών και φιλοτέχνησε φορητές εικόνες. Δημοσίευσε επίσης άρθρα για την τέχνη και έκανε εκπομπές στο ραδιόφωνο, ενώ από το 1951 ως το 1969 δίδαξε σχέδιο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου είχε εγκατασταθεί από το 1935.

Η ζωγραφική του, που περιλαμβάνει τοπία και προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και ηθογραφικές σκηνές, μυθολογικά θέματα και θρησκευτικές παραστάσεις, χαρακτηρίζεται από ένα προσωπικό ύφος που συνδυάζει στοιχεία από τα διδάγματα των δασκάλων του, το έργο του Μαλέα και του Παπαλουκά, τα έργα της πρώιμης αναγέννησης, τη βυζαντινή τέχνη αλλά και τα σύγχρονα ρεύματα.

Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Την περίοδο 1936-1944 πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Πολύκλειτο Ρέγκο, ενώ αργότερα διδάχτηκε τις σύγχρονες μεθόδους χρησιμοποίησης των διαφόρων υλικών από τον Roy Moyer και τεχνικές της χαρακτικής από τον Georges Perret.

Δίδαξε σκηνογραφία και ενδυματολογία σε ιδιωτικές σχολές θεάτρου και κινηματογράφου και όταν ιδρύθηκε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος άρχισε να συνεργάζεται ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Παράλληλα συνεργαζόταν με ελεύθερα θέατρα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Από το 1971 διετέλεσε καθηγητής του ελεύθερου σχεδίου και διευθυντής του σπουδαστηρίου εικαστικών τεχνών στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας δημοσίευσε κείμενα για την τέχνη σε εφημερίδες και περιοδικά, υπήρξε καλλιτεχνικός σχολιαστής του Ε.Ι.Ρ., μέλος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (1965 και 1973) και πρόεδρος του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βόρειας Ελλάδας. Το 1950 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1985 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1976. Για την καλλιτεχνική του προσφορά τιμήθηκε με τέσσερα βραβεία από το Δήμο της Θεσσαλονίκης (1956-1959) και με το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού της Ιονικής Λαϊκής και της Εμπορικής Τράπεζας το 1960.

Ξεκινώντας από την παραστατική ζωγραφική, που περιλαμβάνει τοπία, νεκρές φύσεις, γυμνά και σκηνές της καθημερινής ζωής, στράφηκε σταδιακά προς τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, επηρεάστηκε στη συνέχεια από την ποπ αρτ, για να καταλήξει, στην τελευταία φάση της δουλειάς του, σε ένα συνδυασμό παραστατικών και αφαιρετικών στοιχείων και στην εξπρεσιονιστική απόδοση.

Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης την περίοδο 1957-1960. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι συνθέσεις του, δισδιάστατες ή τρισδιάστατες, κινούνται μεταξύ ζωγραφικής, γλυπτικής και κατασκευών και προέρχονται από τη συσσώρευση, συγκόλληση ή συναρμολόγηση ποικίλων χρησιμοποιημένων υλικών, αντικειμένων, ξύλων ή μετάλλων, με ή χωρίς την παρέμβαση του καλλιτέχνη. Η εικαστική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης περιβάλλοντα, mobiles και ready-made.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1955-1961) με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη και, για ένα χρόνο, παρακολούθησε μαθήματα αγιογραφίας στο εφηρμοσμένο εργαστήριο της Σχολής. Το 1972, με υποτροφία του Ιδρύματος Ford, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Λονδίνο και το Μιλάνο για να ενημερωθεί σχετικά με τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης. Την ίδια χρονιά οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Χίλτον, έχοντας ήδη ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από το 1962. Έχει παρουσιάσει επίσης το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων η Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1981, τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982 και η Μπιενάλε Χαρακτικής στο Μπάντεν Μπάντεν το 1983.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του “Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης”, μέλος της “Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση” και συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού “Σπείρα”. Ενδιαφερόμενος και σε θεωρητικό επίπεδο για την τέχνη, έχει δημοσιεύσει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, μια επιλογή των οποίων εκδόθηκε το 1992 με τίτλο “Περιθώρια-αναφορές σε προβλήματα του εικαστικού χώρου”. Από το 1965 διδάσκει σχέδιο και χρώμα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π.

Στη ζωγραφική του, που είναι παραστατική αλλά κινείται συγχρόνως σε υπερβατικό επίπεδο, εκτός από μία σειρά εξιδανικευμένων γυναικείων πορτραίτων και μία ενότητα με άλογα, αναπλάθει συνήθως τοπία έρημα και σιωπηλά, στα οποία, πάνω σε λευκό φόντο, δεσπόζουν πέτρες, ξύλα, ερείπια, που υποδηλώνουν το πέρασμα του χρόνου, τη φθορά και την εγκατάλειψη.

Μαθητής του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου φοίτησε από το 1956 έως το 1960, συνέχισε με σπουδές λιθογραφίας στο Παρίσι (1960 – 1963), ως υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης. Τα επόμενα χρόνια άρχισε να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην ελληνική και τη γαλλική πρωτεύουσα. Την πρώτη του ατομική έκθεση, που παρουσιάστηκε το 1960 στην γκαλερί “Α23” στην Αθήνα, ακολούθησε μια πολυπληθής σειρά παρουσιάσεων στην Ελλάδα αλλά και στο διεθνή χώρο, σε πόλεις όπως το Παρίσι, το Μόναχο, το Αμβούργο, το Μιλάνο, η Ζυρίχη, η Στοκχόλμη, το Λονδίνο και το Τόκυο. Στις συμμετοχές του σε διεθνείς εκθέσεις συγκαταλέγονται οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1971), της Βενετίας (1972) και η Μπιενάλε Γραφιστικής του Μπάντεν – Μπάντεν (1985). Το 2004 πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη αναδρομική έκθεση των έργων του με τίτλο “Φασιανός, Μυθολογίες του καθημερινού”. Εκτός από τη ζωγραφική και τη χαρακτική, έχει επίσης ασχοληθεί με την εικονογράφηση βιβλίων, τις εφαρμοσμένες τέχνες αλλά και τη συγγραφή κειμένων και τη σκηνογραφία· συνεργάστηκε μάλιστα με το Εθνικό Θέατρο (1975, 1976, 1978).

Η αρχαία ελληνική αγγειογραφία, η βυζαντινή και λαϊκή παράδοση, η ζωγραφική του Θεόφιλου αλλά και τύποι της σύγχρονης τέχνης βρίσκονται στο υπόβαθρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Φασιανού, που, μέσα από το καθαρό και ενιαίο χρώμα, το ελεύθερο και δεξιοτεχνικό σχέδιο, την “παιδικότητα” και την ευαισθησία της απόδοσης, καταλήγει σε προσωπικές διατυπώσεις. Στο έργο του κυρίαρχη είναι η ανθρώπινη μορφή – χαρακτηριστικές είναι οι φιγούρες του ποδηλάτη ή του καπνιστή, που επανέρχονται στη ζωγραφική του -, ενώ σε πιο περιορισμένη έκταση απεικονίζει και άλλα θέματα, όπως νεκρές φύσεις.

Παιδί ελλήνων μεταναστών, παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στη Σχολή Αμερικανών Καλλιτεχνών της Νέας Υόρκης (1936 – 1940). Το 1943 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο βιβλιοπωλείο – γκαλερί Wakefield. Τα αμέσως επόμενα χρόνια σημαντικά αμερικανικά μουσεία και κέντρα σύγχρονης τέχνης άρχισαν να αποκτούν έργα του. Το 1947 εξέθεσε με άλλους νεοτεριστές καλλιτέχνες, όπως οι Stil, Reinhardt και Newman, στην γκαλερί Betty Parsons και παρουσίασε ατομική έκθεση στην ίδια αίθουσα. Στα 1948 – 1949 ταξίδεψε στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Το 1950 συνυπέγραψε με δεκαεπτά ακόμη καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, μεταξύ άλλων τους Rothko, Pollock και De Kooning, επιστολή διαμαρτυρίας καταγγέλλοντας τα συντηρητικά κριτήρια της συγκρότησης έκθεσης σύγχρονης αμερικανικής ζωγραφικής στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε για τη φιλοσοφία της Άπω Ανατολής, αλλά και για τη γιαπωνέζικη τέχνη και την καλλιγραφία. Λίγο αργότερα, το 1954, δημιούργησε τα πρώτα Χρωματικά Πεδία. Το 1958/1959 έργα του συμπεριλήφθηκαν στη σημαντική έκθεση Νέα Αμερικανική Ζωγραφική του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, που σηματοδότησε την επιβολή του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, και την ίδια περίοδο ξεκίνησε τη συνεργασία του με την γκαλερί Andre Emmerich, που διήρκεσε έως το 1970. Το 1963 ζωγράφισε τα πρώτα έργα της σειράς Κιβώτια του Ήλιου και το 1966 δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το 1970 ξεκίνησε τη σειρά των Ατέρμονων Πεδίων και άρχισε να μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Νέας Υόρκης και Λευκάδας, του τόπου καταγωγής του. Το 1972 εξέθεσε μονοχρωματικά έργα στην γκαλερί Malborough της Νέας Υόρκης και δύο χρόνια αργότερα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Ελλάδα, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Το 1975 δώρισε σαράντα πέντε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας. Μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του έργου του οργανώθηκαν από την Corcoran Gallery της Ουάσιγκτον (1958), την γκαλερί “Knoedler” της Ζυρίχης (1984) και την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας (1997).

Πρωταγωνιστική μορφή του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού διεθνώς, πορεύθηκε με συνέπεια καθ’ όλη την εικαστική του διαδρομή -από τους βιομορφικούς πίνακες (1945 – 1949) και τα αφηρημένα και καλλιγραφικά έργα (1949 – 1955) έως τις τρεις μεγάλες σειρές που δημιούργησε από το 1954 έως το 1993- δίνοντας ένα έργο πνευματικό, με υπαρξιστικό και οντολογικό περιεχόμενο.

Το ενδιαφέρον του για την τέχνη εκδηλώθηκε από νεαρή ηλικία και το 1929 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, στα εργαστήρια του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Ουμβέρτου Αργυρού. Αποφοίτησε το 1936 και τον επόμενο χρόνο έφυγε με το στενό του φίλο Γιάννη Μόραλη για τη Ρώμη. Με υποτροφία του Πρίγκηπα Νικόλαου, την οποία κέρδισε το 1939, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, η κήρυξη όμως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Έχοντας ξεκινήσει από το 1936 την εκθεσιακή του δραστηριότητα συμμετέχοντας σε ομαδική έκθεση στη Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσίασε το 1948 την πρώτη του ατομική, ενώ έλαβε μέρος σε εκθέσεις των ομάδων “Ελεύθεροι Καλλιτέχνες”, “Τέχνη” και “Αρμός”, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, καθώς και σε Πανελλήνιες και διεθνείς, όπως οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1964 και του Σάο Πάολο το 1957. Μετά το θάνατό του το έργο του παρουσιάστηκε σε διάφορες εκθέσεις και το 1991 σε μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη.

Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία, φιλοτεχνώντας σκηνικά και κοστούμια για το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, καθώς και για παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Έναν ακόμη τομέα της δημιουργίας του αποτέλεσε η ενασχόληση με το φορητό φρέσκο και την τοιχογραφία, η οποία ξεκίνησε το 1949 και περιλαμβάνει τη διακόσμηση της αίθουσας τελετών και της αίθουσας φοιτητών της Παντείου, του θεάτρου Μουσούρη και της Λέσχης “Θεοτοκόπουλος” στο Ηράκλειο, του τουριστικού ξενοδοχείο της Σπάρτης και του τουριστικού περιπτέρου των Μυκηνών κ. ά. Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό “Νέα Εστία” εικονογραφώντας διηγήματα, ενώ, έχοντας μελετήσει βαθιά την αρχαία ελληνική τέχνη, δημοσίευσε άρθρα σχετικά με τις αρμονικές χαράξεις των έργων και τη δημιουργία του Κούρου. Το 1964 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1986, λίγο μετά το θάνατό του, εκδόθηκε το βιβλίο του “Η περιπέτεια της γραμμής στην Τέχνη”, με θεωρητικά κείμενα σχετικά με τις εμπειρίες του και τους πειραματισμούς του στην τέχνη.

Στη ζωγραφική του, που χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα του ύφους, κατάλοιπο μιας σύντομης θητείας του στην αφαίρεση, και από την έλλειψη πολλών και έντονων χρωμάτων, κυρίαρχο θέμα από την αρχή αποτέλεσε η σαρκώδης γυμνή γυναικεία μορφή, που απέδωσε χωρίς προοπτική και τη συνδύασε με τα τρία ελληνικά δέντρα, τη συκιά, την ελιά και τη ροδιά. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε επίσης με τη νεκρή φύση και το τοπίο και πειραματίστηκε με τη ζωγραφική πάνω σε πέτρες.

Κυπριακής καταγωγής, έζησε στη Λάρνακα μέχρι τα δώδεκά του χρόνια. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ενώ στη ζωγραφική, αν και έδειξε κλίση από μικρός, παρέμεινε αυτοδίδακτος. Το 1947 ξεκίνησε καριέρα στο διπλωματικό σώμα, από το οποίο παραιτήθηκε το 1959, όταν εξελέγη Καθηγητής Ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη θέση αυτή παρέμεινε ως το 1982. Την περίοδο 1950-1952, εργαζόμενος ως διπλωματικός υπάλληλος στο Παρίσι, είχε την ευκαιρία να μελετήσει τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης.

Το 1948 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα με την καλλιτεχνική ομάδα “Αρμός”, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Οργάνωσε επίσης πολλές ατομικές και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1955 και το 1957, που τιμήθηκε με εύφημο μνεία, της Αλεξάνδρειας το 1961 και της Βενετίας το 1966. Το 1986 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.

Περιστασιακά ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία, ενώ στο πλαίσιο των ευρύτερων πνευματικών του ενδιαφερόντων δημοσίευσε λογοτεχνικά κείμενα σε περιοδικά και εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων “Καθρέφτες” (1947).

Πειραματιζόμενος με το λάδι και την τέμπερα, την υδατογραφία και την εγκαυστική, ζωγραφίζει τοπία, νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες και ντυμένες ή γυμνές γυναικείες μορφές, με εξπρεσιονιστική διάθεση, που χαρακτηρίζονται από τις έντονες παραμορφώσεις και τους δυνατούς χρωματικούς συνδυασμούς.

Απόγονος οικογένειας καταγόμενης από τη Βοημία, ήταν γιος του αγιογράφου και ιερέα Βικέντιου Πιτζαμάνου, από τον οποίο πήρε και τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής. Το 1804, κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής, βρισκόταν στη Ζάκυνθο, όπου μαθήτευσε κοντά στον Νικόλαο Καντούνη. Την ίδια περίοδο, έχοντας καταταγεί στο επιτελείο του ρώσου στρατηγού Στέτερ, σχεδίασε μεγάλο γεωγραφικό χάρτη του νησιού με τις οχυρώσεις του λιμανιού και της πόλης. Το 1807, με την επάνοδο της γαλλικής προστασίας, του αναγνωρίστηκε ο βαθμός του λοχαγού του μηχανικού και, με την ιδιότητα αυτή, ασχολήθηκε με τη μελέτη και εκτέλεση οχυρωματικών έργων. Τον επόμενο χρόνο διηύθυνε τις τοπογραφικές εργασίες για το σχεδιασμό των χαρτών των νησιών και αργότερα πήγε στην Αλβανία για να σχεδιάσει χάρτη των παραλίων και των βουνών.
Το 1809 επισκέφθηκε με ειδική αποστολή τον Αλή Πασά και την ίδια χρονιά, με ψήφισμα της Ιονίου Γερουσίας, εντολή του Ναπολέοντα και έξοδα του δημοσίου, πήγε στη Ρώμη, όπου σπούδασε ζωγραφική και αρχιτεκτονική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1812 ανακηρύχθηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος της Ακαδημίας του Αγίου Λουκά, ενώ τον επόμενο χρόνο τα σχέδια που φιλοτέχνησε για τη θριαμβική αψίδα του Ναπολέοντα για την τελετή των γάμων του και τις νίκες του στη Γερμανία παρουσιάστηκαν στο Καπιτώλιο και ο Ναπολέων του απένειμε το παράσημο της Ενώσεως. Το 1814 πήγε στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική και μηχανική και γνωρίστηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή.
Το 1818, μετά από πρόσκληση του άγγλου αρμοστή Μaitland, διορίστηκε καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, ενώ αργότερα, με το στρατηγό Adam και την ακολουθία του, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και διάφορα μέρη της Ελλάδας, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα. Έγραψε επίσης μια μελέτη στα γαλλικά για την Κωνσταντινούπολη και φιλοτέχνησε σχέδια και υδατογραφίες με αρχαία μνημεία, τοπία, προσωπογραφίες και ενδυμασίες. Το 1820 έγραψε ένα εγχειρίδιο “Περί αρχιτεκτονικής”, ενώ αργότερα φιλοξενήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον άγγλο πρεσβευτή και τον πρόξενο και έκανε διάφορα ζωγραφικά και αρχιτεκτονικά έργα. Την ίδια περίοδο, μετά από εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια, προσεκλήθη από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας και διορίστηκε αρχιτέκτονας της Αυλής. Ενώ όμως εργαζόταν προσεβλήθη από φυματίωση και αναγκάστηκε να φύγει αρχικά για την Οδησσό και στη συνέχεια για την Ιταλία. Όταν η ασθένειά του κρίθηκε ανίατη επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1825.
Το έργο του, εκτός από υδατογραφίες και σχέδια, περιλαμβάνει επίσης προσωπογραφίες που χαλκογραφήθηκαν στη Ρώμη, τα εμβλήματα των Ιονίων Νήσων, μυθολογικές σκηνές στο σπίτι του Σπ. Πιτζαμάνου στο Αργοστόλι και αγιογραφήσεις εκκλησιών στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά.

Μαθητής του Γεώργιου Ιακωβίδη στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1900 – 1907), σπούδασε στη συνέχεια στην Ακαδημία του Μονάχου με δάσκαλο το Ludwig von Lofftz και στο Παρίσι στο εργαστήριο του Desire Lucas. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1913. Εξέθεσε με την “Ομάδα Τέχνη” (1919, 1930, 1931, 1933).

Στη θεματογραφία τού έργου του εντάσσονται κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες και τοπία, που διακρίνονται για τη βαθιά τους εσωτερικότητα και τη μελαγχολική τους διάθεση, ενώ τα τελευταία χρόνια της δημιουργίας του τον απασχόλησαν θρησκευτικά θέματα. Από τους κορυφαίους ζωγράφους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, αξιοποίησε ιμπρεσιονιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1928-1934) με δασκάλους τους Δημήτριο Μπισκίνη, Δημήτριο Γερανιώτη, Σπύρο Βικάτο, Γεώργιο Ιακωβίδη, Θωμά Θωμόπουλο, Γιάννη Κεφαλληνό και Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα, μαθήτευσε για τέσσερα χρόνια (1930-1934) στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική και μουσική.

Το 1935 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου διδάχτηκε την τεχνική της χαλκογραφίας. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνώρισε από κοντά τη ζωγραφική της Αναγέννησης, τον Ιμπρεσιονισμό και το έργο του Θεόφιλου από τη συλλογή του Teriade. Συνάντησε επίσης τον Matisse, τον Laurens και τον Giacometti. Το 1936 επέστρεψε στην Ελλάδα και δύο χρόνια αργότερα οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στο κατάστημα του Θ. Αλεξόπουλου στην Αθήνα. Ακολούθησαν πολλές ατομικές παρουσιάσεις, μεταξύ των οποίων αναδρομικές το 1952 στο Βρετανικό Συμβούλιο, το 1966 στη γκαλερί Άστορ και το 1981 στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Το 1980 οργανώθηκε ατομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη στο Grand Palais στο Παρίσι. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει επίσης συμμετοχές σε εκθέσεις της ομάδας “Αρμός”, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, σε ομαδικές, Πανελλήνιες και διεθνείς, όπως οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1955 και της Βενετίας το 1958.

Από το 1928 ξεκίνησε την επαγγελματική του ενασχόληση με τη σκηνογραφία, που καλύπτει ένα σημαντικό μέρος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και περιλαμβάνει συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή, το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, το Covent Garden του Λονδίνου, τη Dallas Civic Opera του Τέξας, το Theatre National Populaire του Παρισιού και το Teatro Olympico της Βιτσέντζα. Συνεργάστηκε επίσης με σημαντικούς έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, όπως η Μαρία Κάλλας, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Jules Dassin και o Franco Zeffirelli. Την περίοδο 1960-1962 εξάλλου δίδαξε σκηνογραφία στη Σχολή Δοξιάδη. Παράλληλα ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλίων, ενώ, στο πλαίσιο του ευρύτερου ενδιαφέροντός του για την τέχνη, έγραψε κείμενα και κριτικές που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλία.

Το 1967, λόγω των πολιτικών συνθηκών, πήγε και πάλι στο Παρίσι, απ’ όπου επέστρεψε οριστικά το 1980. Δύο χρόνια αργότερα εγκαινιάστηκε το “Ίδρυμα Τσαρούχη” στο Μαρούσι (www.tsarouchis.gr), που στεγάζεται στο σπίτι του καλλιτέχνη και περιλαμβάνει έργα δικά του αλλά και άλλων καλλιτεχνών.

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της “Γενιάς του ’30”, ο Τσαρούχης ενσάρκωσε στο έργο του το ιδανικό της ελληνικότητας. Με πολλαπλές επιρροές από την ελληνιστική και τη βυζαντινή τέχνη, την τέχνη της Αναγέννησης και των νεότερων χρόνων, το έργο του Μαtisse, του Θεόφιλου και του Κόντογλου, αλλά και τις φιγούρες του Καραγκιόζη, διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος και απεικόνισε τοπία, νεκρές φύσεις, γυμνά και αλληγορικές σκηνές. Το ενδιαφέρον του όμως εντοπίστηκε κυρίως στην ανθρώπινη μορφή, δημιουργώντας μεμονωμένα πορτρέτα, αλλά και σκηνές με ναύτες και στρατιώτες, που αποτελούν ένα χαρακτηριστικό μέρος του έργου του.

Εξαιρετικά διαφωτιστική σε σχέση με την επαναφήγηση της καλλιτεχνικής του διαδρομής, η έκδοση “Γιάννης Τσαρούχης – Ζωγραφική” (1990, Έκδοση Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη), που επιμελήθηκε ο ίδιος κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε συνεργασία με τη Νίκη Γρυπάρη. Από τις πλέον ουσιαστικές απόπειρες προσέγγισης του έργου του μετά το θάνατό του, υπήρξε εξάλλου και η έκθεση “Γιάννης Τσαρούχης. Ανάμεσα σε ανατολή και Δύση. Επιλογές από τη συλλογή του Ιδρύματος Γ. Τσαρούχη” (επιμέλεια: Άννα Καφέτση, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 24/2-3/6/2000).
Το Δεκέμβριο του 2009 εγκαινιάστηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στο Μουσείο Μπενάκη.

Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1888 – 1892) και στην Ακαδημία του Μονάχου, με δάσκαλο το Νικόλαο Γύζη. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του παρέμεινε στο Μόναχο. Το 1901 ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Στρέιτ του παρήγγειλε αντίγραφο του έργου “Η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο” του Peter von Hess. Αργότερα εκτέλεσε και άλλα αντίγραφα ιστορικών συνθέσεων του ίδιου ζωγράφου. Το 1909 επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσιάζοντας κυρίως τοπία της ελληνικής υπαίθρου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, ζωγραφίζοντας πολεμικές σκηνές αλλά και τοπία και εικόνες από τη φύση.

Έχοντας γνωρίσει τις πρωτοποριακές καλλιτεχνικές τάσεις στο Μόναχο, επιδόθηκε στην τοπιογραφία, επιδιώκοντας να αποδώσει την ιδιαιτερότητα του ελληνικού τοπίου.

Το 1874 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε για ένα χρόνο σαν δασκάλα, η κλίση της όμως στη ζωγραφική την οδήγησε το 1895 στο Μόναχο, όπου σπούδασε σε ιδιωτικές σχολές και μαθήτευσε κοντά στον Νικόλαο Βώκο, τον Γεώργιο Ιακωβίδη, τον Νικόλαο Γύζη, τον Paul Nauen, τον Anton Azbe, τον Walter Thor και τον Φερ. Το 1898 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, γύρισε όμως και πάλι στο Μόναχο, όπου παρέμεινε ως το 1900. Μετά την οριστική επιστροφή της εξακολούθησε να ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και το 1907, σε ένα ταξίδι της στην Αίγυπτο, παντρεύτηκε το δημοσιογράφο Νικόλαο Καραβία. Παραμένοντας στην Αλεξάνδρεια τριάντα χρόνια, ανέπτυξε πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα και ίδρυσε Καλλιτεχνική Σχολή που διηύθυνε η ίδια.

Στον πόλεμο του 1912-1913 παρακολούθησε από κοντά τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού κρατώντας ημερολόγιο και αποτυπώνοντας διάφορα στιγμιότυπα, τα οποία εξέδωσε το 1936 σε βιβλίο με τίτλο “Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913. Μακεδονία-Ήπειρος”. Παρακολούθησε επίσης τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τις επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο, απεικονίζοντας τη ζωή των στρατιωτών, τοποθεσίες και μνημεία. Για το έργο και τη δράση της τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών το 1945 και με το Σταυρό του Τάγματος της Ευποιίας το 1954.

Ξεκινώντας την εκθεσιακή της δραστηριότητα το 1898, παρουσίασε το έργο της σε πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων στην Εταιρεία Φιλοτέχνων, στον “Παρνασσό”, στις Διεθνείς Εκθέσεις του Παρισιού το 1900, της Κωνσταντινούπολης το 1901 και το 1902, των Αθηνών το 1903, του Καΐρου το 1909 και της Ρώμης το 1911, καθώς και στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1934.

Στο έργο της, που καλύπτει όλες σχεδόν τις θεματογραφικές περιοχές – προσωπογραφίες, τοπία, νεκρές φύσεις και ηθογραφικές σκηνές – και χαρακτηρίζεται από το άψογο σχέδιο, την ισορροπία της σύνθεσης και την ευαισθησία στην απόδοση των χρωμάτων, ακολούθησε αρχικά τους συντηρητικούς κανόνες της Ακαδημίας, ενώ αργότερα υιοθέτησε τα διδάγματα του ιμπρεσιονισμού και του υπαιθρισμού. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση λογοτεχνικών κειμένων και φιλοτέχνησε τα λαχεία του Εθνικού Στόλου.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής σε μικρή ηλικία στα Χανιά. Το 1927 πήγε στη Ρώμη, όπου, ως το 1931, σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, τα τρία τελευταία χρόνια μάλιστα υπότροφος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Μετά από μια σύντομη παραμονή στην Ελλάδα έφυγε για το Παρίσι, απ’ όπου επέστρεψε το 1933. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αργότερα, για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη, ταξίδεψε στο Άγιον Όρος.Ηγετικό στέλεχος της ομάδας “Στάθμη” και μέλος της ομάδας “Τέχνη”, παρουσίασε το έργο του στις εκθέσεις τους, σε Πανελλήνιες και σε άλλες ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1938, σε συνεργασία με τον Πάνο Σπανούδη, άρχισε να εκδίδει τη δεκαπενθήμερη εφημερίδα “Τέχνη”, ενώ το 1942 εξέδωσε το βιβλίο “Περί ζωγραφικής”. Από το 1940 ως το 1946 εγκατέλειψε σχεδόν τελείως τη ζωγραφική και ασχολήθηκε με τη συγκέντρωση και τη μελέτη στοιχείων σχετικά με τα έργα και τους ζωγράφους του 19ου αιώνα, τα οποία αργότερα δημοσίευσε στο βιβλίο του “Έλληνες ζωγράφοι του δεκάτου ενάτου αιώνος”, που εκδόθηκε το 1957 από την Εμπορική Τράπεζα. Το 1948 διορίστηκε καθηγητής καλλιτεχνικών μαθημάτων στο “Ελληνικό Εκπαιδευτήριο” των Ελευθεριάδη και Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ενώ το 1951 ανέλαβε για δέκα μήνες την καλλιτεχνική διεύθυνση του υαλουργείου της Εταιρείας Λιπασμάτων.

Ζωγράφος κυρίως τοπίων, ασχολήθηκε επίσης με την προσωπογραφία και τη νεκρή φύση υιοθετώντας τα διδάγματα του ιμπρεσιονισμού, ενώ σε ορισμένες συνθέσεις του διακρίνονται επιδράσεις από το έργο του Cezanne και τον κυβισμό.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (ή ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ ΧΕΙΜΩΝ) Ευπατορία Κριμαίας 1866-Σκύρος 1929 Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης (1890-1894) και ολοκλήρωσε την καλλιτεχνική του επιμόρφωση ταξιδεύοντας στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Γαλλία. Από το 1896 ως το 1918 υπήρξε αρχικά καθηγητής και, στη συνέχεια, διευθυντής της Ακαδημίας της Πετρούπολης. Το 1918, μετά τη ρωσική επανάσταση, επέστρεψε στη γενέτειρά του, το 1920 όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πετρούπολη τιμήθηκε το 1903 με το α΄ βραβείο της εταιρείας “Παρόρμησις προς Καλλιτεχνίαν” και το 1907 με το α΄ βραβείο στην έκθεση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, ενώ το 1908 κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Κυρίως τοπιογράφος, ακολούθησε τα διδάγματα του ιμπρεσιονισμού και ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη απόδοση του φωτός και της ατμόσφαιρας.

Σπούδασε ζωγραφική αρχικά στην Ιταλία (Βενετία ή Ρώμη), μετά το θάνατο όμως του αδελφού του πήγε στο Λονδίνο και το 1866 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τους Henri Leroux και Jean-Paul Laurens
Παραμένοντας στη γαλλική πρωτεύουσα τριάντα χρόνια, έκανε αξιόλογη καριέρα και ανέπτυξε πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα, συμμετέχοντας σε πολλά παρισινά σαλόνια, στις Παγκόσμιες Εκθέσεις του Παρισιού το 1878 και το 1889, στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου το 1862, καθώς και σε εκθέσεις στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του ταξίδεψε στην Ιταλία και τη Ρωσία, ενώ το 1899, καταβεβλημένος από το θάνατο της γυναίκας του, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου έζησε μόνος και αφανής σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, εξακολουθώντας όμως να εργάζεται μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Ξυδιάς, αν και έζησε στο Παρίσι σε μια περίοδο που πολλοί καλλιτέχνες στρέφονταν στον ιμπρεσιονισμό, παρέμεινε κατά βάση ακαδημαϊκός, χωρίς να αποτολμήσει ουσιαστικές αλλαγές. Ασχολήθηκε κυρίως με την προσωπογραφία, αλλά και με τη νεκρή φύση, τη μυθολογική και αλληγορική σκηνή και την ηθογραφία, ενώ το 1869, κατά παραγγελία της ελληνικής κοινότητας, φιλοτέχνησε τρεις εικόνες για το ναό του Αγίου Νικολάου στο Λίβερπουλ, στις οποίες είναι εμφανής η αφομοίωση των δυτικότροπων στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη ζωγραφική των Επτανήσων.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας κοντά στους Σπυρίδωνα Βικάτο, Ουμβέρτο Αργυρό και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο (1933 – 1938). Το 1938 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών μετέβη στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με τον Charles Guerin και σε ελεύθερες ακαδημίες. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1940 και αργότερα άρχισε να παρουσιάζει έργα του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1955, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1957, Ντοκουμέντα Κάσσελ 1964, 1975). Το 1960 τιμήθηκε με το Βραβείο της U.N.E.S.C.O. στην 30ή Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1961 του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης της Οστάνδης του Βελγίου, το 1966 ο Ταξιάρχης του Φοίνικος στην Αθήνα και το 1978 το Βραβείο Gottfried von Herder στη Βιέννη. Το Νοέμβριο του 1990, λίγους μήνες μετά το θάνατό του, συστάθηκε το Ίδρυμα Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου, που αποσκοπεί στη συγκέντρωση, μελέτη, παρουσίαση και αξιοποίηση του ζωγραφικού έργου του Γ. Σπυρόπουλου αλλά και στην ενίσχυση νέων ζωγράφων. Το 1992 εγκαινιάστηκε το σπίτι-μουσείο στην Εκάλη, αφιερωμένο στην πορεία του ζωγράφου και απονεμήθηκε για πρώτη φορά το Βραβείο Γ. Σπυρόπουλου για ταλαντούχους νέους εικαστικούς. Το 1994 το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του και ένα χρόνο μετά ακολούθησε η αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη.

“Κλασικός της Αφαίρεσης”, ο Σπυρόπουλος πορεύτηκε, με συνέπεια ως προς την εξέλιξη των μορφοπλαστικών του αναζητήσεων, από την εικονιστική απόδοση στην αφαιρετική και, τέλος, στην αμιγώς αφηρημένη γραφή. Από τα σεζανικά διδάγματα και τη σχηματοποιημένη φόρμα πέρασε στη γεωμετρική δομή και το χτίσιμο μέσω του χρώματος, για να οδηγηθεί σταδιακά στη συνδυασμένη χρήση ετερόκλητων υλικών και της τεχνικής της ελαιογραφίας, την αντιπαράθεση μεγάλων σκοτεινών με μικρότερες φωτεινές χρωματικές επιφάνειες, και να καταλήξει, στα τελευταία του έργα σε χαρτί, στη λιτότητα και την εσωτερικότητα.