Σε ηλικία οκτώ ετών γράφεται στο Arts and Crafts School της Βαλένθια, όπου παίρνει τα πρώτα μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. To 1968 γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαλένθια, όπου φοιτά ως το 1969. Το διάστημα 1969-1974 σπουδάζει αρχιτεκτονική στην “Escuela Tecnica Superior de Arquitectura de Valencia” και στη συνέχεια πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές Πολεοδομίας. Κατόπιν πηγαίνει στη Ζυρίχη, όπου παίρνει πτυχίο Πολιτικού Μηχανικού από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ETH) (1975-1979). Ακολουθεί η απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος στις Τεχνικές Επιστήμες του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ETH (1979-1981). Το 1981 ανοίγει στη Ζυρίχη το πρώτο του γραφείο. Το 1989 αποκτά επίσης γραφείο στο Παρίσι και το 1991 στη Βαλένθια.
Μέχρι σήμερα έχει τιμηθεί με μεγάλο αριθμό βραβείων και μεταλλίων, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται το Καλλιτεχνικό Βραβείο της Πόλης της Βαρκελώνης για τη Γέφυρα Bach-de-Roda το 1988, το Αργυρό Μετάλλιο Έρευνας και Τεχνικής της Fondation Academie d’Architecture το 1970, το Χρυσό Μετάλλιο του Institute of Structural Engineers του Λονδίνου το 1992, το Χρυσό Μετάλλιο για διάκριση στις Καλές Τέχνες από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας το 1996, καθώς και το Βραβείο Exitos 2000 για το Μουσείο Επιστημών της Βαλένθια το 2001. Έχει αναγορευθεί διδάκτωρ σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και είναι μέλος πολυάριθμων ιδρυμάτων, όπως της Διεθνούς Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής (1987), του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων (Royal Institute of British Architects) (1993), καθώς και της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Μηχανικών Επιστημών (1999).
Έχοντας ενδιαφέροντα που απλώνονται σε διάφορα πεδία, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και το σχέδιο, και αντλώντας έμπνευση από διαφορετικές κατευθύνσεις, από τον γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι, τον αρχιτέκτονα Αντόνι Γκαουντί, τη γοτθική τέχνη, αλλά κυρίως τη φύση, ο Σαντιάγο Καλατράβα δημιουργεί έργα που επιβάλλονται με την αισθητική τους και ενσωματώνονται αρμονικά στο περιβάλλον που τα φιλοξενεί. Ξεκινώντας από το σχέδιο και τη γλυπτική δημιουργεί φόρμες που στη συνέχεια εξελίσσει σε αρχιτεκτονικές κατασκευές – γέφυρες, αεροδρόμια, σιδηροδρομικούς σταθμούς, μουσεία, όπερες – οι οποίες αναπαράγουν με εξαιρετικά λιτό ύφος μορφές του οργανικού κόσμου. Χωρίς να θυσιάζει τη λειτουργικότητα για την αισθητική, σχεδιάζει κτίρια με δυναμικές μορφές και ξεκάθαρη αντίληψη των δομικών μέσων, που χαρακτηρίζονται από αρμονία και ελαφρότητα.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1957-1962) ζωγραφική κοντά στον Γιάννη Μόραλη και χαρακτική με τον Κώστα Γραμματόπουλο. Το 1966, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., πήγε στο Παρίσι, όπου, ως το 1969, έκανε σπουδές νωπογραφίας και ψηφιδωτού στη Σχολή Καλών Τεχνών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δίδαξε για πολλά χρόνια Σχέδιο και Xρώμα σε ιδιωτικές σχολές, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων.
Η εκθεσιακή του δραστηριότητα, που ξεκίνησε το 1960, περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το έργο του, που χαρακτηρίζεται από ένα προσωπικό ύφος στο οποίο συνδυάζονται στοιχεία της παραστατικής ζωγραφικής και της Aφαίρεσης, περιλαμβάνει συνθέσεις σουρεαλιστικού χαρακτήρα όπου το χρώμα παίζει σημαντικό ρόλο, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας ποιητικής και ονειρικής ατμόσφαιρας.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1967 – 1972), πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Boston University (1979 – 1982). Κατά το διάστημα 1983 – 1991 δίδαξε στο Δ΄ εργαστήριο ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές (“Ζουμπουλάκη” 1987, “Lindblom” Ελσίνκι 1990, “Ιλεάνα Τούντα” 1991, 1995) και ομαδικές εκθέσεις.
Στο έργο του, που περιλαμβάνει ζωγραφική, κατασκευές, περιβάλλοντα, φτιαγμένα από υλικά όπως το κάρβουνο, το καμένο ξύλο ή το χαρτί, και το χώμα, η αναπαράσταση ενδιαφέρει και λειτουργεί ως “εννοιακή” σύλληψη, εκφράζοντας την αγωνία με την οποία ο καλλιτέχνης φαίνεται να αντικρίζει τον κόσμο και το μέλλον του (σειρά “Βουνά”, σειρά “Δέντρα”).
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, στο Παρίσι, απ’ όπου αποφοίτησε με Licence φιλοσοφίας και Licence και Maitrise κινηματογράφου και οπτιακουστικών μέσων (τμήμα Κινηματογράφου και Καλών Τεχνών). Από το 1972 ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Στο έργο του αντιμετωπίζει μεγάλα ερωτηματικά και επαναπροσδιορίζει τις έννοιες ατομικότητα-συλλογικότητα, ιδιωτικός και δημόσιος χώρος, ορατό-μή ορατό. Από το 1989 ο κεραυνός κατέχει πρωταρχική θέση στο έργο του.
Γάλλος ζωγράφος. Το 1902 συνδέεται με το κίνημα των Fauves. Με αδρά περιγράμματα και σκοτεινά χρώματα επιδίδεται σε θρησκευτικά αλλά και λαϊκά θέματα, όπως είναι οι ακροβάτες και οι άνθρωποι του υπόκοσμου. Η χαρακτική σειρά του “Miserere” είναι από τα σημαντικότερα έργα της εποχής μας.
Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Νωρίς, το 1798 ονομάστηκε ζωγράφος της αυλής της Μαδρίτης. Κοντά στην σπινθιροβόλο, ανέμελη και χαριτωμένη, την ανοιχτή και ποικιλόχρωμη ζωγραφική του, ο Goya έδωσε και μιαν άλλη όψη του κόσμου με την κακία, την ποταπότητα, την ψυχική αθλιότητα, αλλά και τη δαιμονική φαντασία με την ανάλογη βέβαια πνευματική υποδομή, έτσι ώστε να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες-χαράκτες.
Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1942-1947) με δασκάλους τους Κώστα Δημητριάδη και Μιχάλη Τόμπρο. Δούλεψε επίσης στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη.
Έχει πραγματοποιήσει ατομικές παρουσιάσεις του έργου της στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται Πανελλήνιες, εκθέσεις της ομάδας “Αρμός” (1949, 1950), της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1965.
Από το ξεκίνημα της δημιουργικής της πορείας και ως το 1960 περίπου το έργο της Ναταλίας Μελά ακολουθεί παραδοσιακές τάσεις, καθώς, στο μεγαλύτερο μέρος του, περιλαμβάνει παραγγελίες και προτομές, δουλεμένες σε μάρμαρο ή πέτρα. Από το 1960 περίπου και εξής δουλεύει περισσότερο το μέταλλο, οι ιδιότητες του οποίου παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας αισθητικής της. Στοιχεία της αφαίρεσης γίνονται τώρα πολύ συχνά στο έργο της, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει εντελώς την παράσταση του φυσικού αντικειμένου. Αντλεί τα θέματά της από το φυσικό και ζωικό κόσμο και τη μυθολογία. Ιδιαίτερα στο μοτίβο του ζώου βρίσκει το κατάλληλο έδαφος για να αποδώσει όλη τη δύναμη και τη ζωτικότητα της φύσης.
19ος αιώνας. Εργάστηκε στη Τεργέστη. Ζωγράφιζε κυρίως πλοία