Γόνος βενετσιάνικης οικογένειας και μαθητής του Παντοβανίνο (Padovanino) (1588-1649), ο ζωγράφος, αντλούσε την έμπνευσή του από τον Τιτσιάνο και την χρωματική τέχνη των μεγάλων βενετών ζωγράφων του 16ου αιώνα. Δεξιοτέχνης και εξαιρετικός μιμητής των Τιτσιάνο, Τζιορτζιόνε (Giorgione) και Πάλμα Βέκκιο (Palma Vecchio), ο ντέλλα Βέκκια, είχε αφεθεί και στις επιδράσεις του Καραβάτζο (Caravaggio) καταφεύγοντας συχνά σε ένα πολύ βίαιο chiaroscuro.
Γιος και μαθητής του ζωγράφου Γιόχαν Ούλτριχ Λοτ (Johann Ultrich Loth), ο Γίοχαν Κάρλ (Johann Carl) έφυγε για τη Ρώμη μετά το 1653. Το 1656 εγκαταστάθηκε στην Βενετία όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μαζί με τους Giovanni Battista Langetti (Τζιοβάνι Μπατίστα Λαντζέτι, 1635-1676), Αντόνιο Τζάνκι (Antonio Zanchi, 1631-1722) ονομάστηκαν tenebrosi λόγω της τεχνοτροπίας τους, η οποία απέρρεε από την επίδραση των έργων του Καραβάτζιο, και χαρακτηριζόταν από τα σκούρα χρώματα και την έντονη αντίθεση φωτός και σκότους. Ο Λοτ (Loth) ασχολήθηκε με απεικονίσεις αλταρίων σε εκκλησίες, με σκηνές από την Παλαιά κυρίως Διαθήκη, καθώς και με μυθολογικά και ιστορικά θέματα. Κύριο χαρακτηριστικό των έργων του είναι η κυριαρχία της γυμνής μορφής, στη δε αντρική είναι εμφανής η προσπάθεια απόδοσης της μυολογίας του σώματος που γίνεται ακόμα πιο έντονη με την χρήση των φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών. Λόγω της δεξιοτεχνίας που τον χαρακτήριζε και της απήχησης που είχαν τα έργα του στο κοινό της εποχής, δημιούργησε στην Βενετία ένα πραγματικό «εργοστάσιο παραγωγής πινάκων» ενώ είχε πολλές παραγγελίες από βασιλείς και πρεσβευτές καθώς και για διακοσμητικά σύνολα εκκλησιών.
Σπούδασε αρχικά γραφικές τέχνες και στη συνέχεια ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1982-1987) κοντά στον Δημήτρη Μυταρά.
Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε το 1987 με τη συμμετοχή του στη Μπιενάλε Νέων της Μεσογείου. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι εκθέσεις “Germinations” στο Άαχεν το 1991, “Το Δέντρο” στην Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο το 1993 και “Αγγελιαφόροι του Θεού” (Mesaggeri degli Dei) στο Palazzo delle Esposizioni στη Ρώμη το 1996.
Δημιουργός κυρίως κατασκευών, ο Παντελής Χανδρής ενδιαφέρεται για την απόδοση εννοιών και, χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά, αλλά και γύψο, χαρτί, χρώματα, μέταλλα και πολυεστέρα, δημιουργεί συνθέσεις όπου κυριαρχούν οι αντιπαραθέσεις κάθε είδους, οι ονειρικές και περίπλοκες εικόνες, ενώ είναι έντονο το στοιχείο του συμβολισμού και της αλληγορίας.
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1979 – 1984). Δίδαξε ζωγραφική στο παιδικό τμήμα του Εργαστηρίου Τέχνης στη Χαλκίδα (1985 – 1990) και στο εργαστήριο του Δημοσθένη Κοκκινίδη στη Σχολή Καλών Τεχνών (1987 – 1994). Από το 1979 παρουσιάζει έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1992 ήταν υποψήφιος για το βραβείο της UNESCO και το 1994 τιμήθηκε με έπαινο στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας για το έργο του “Ο οικιστής”.
Καλλιτέχνης που υπερβαίνει τη ζωγραφική του τελάρου, ο Μανουσάκης δημιουργεί εικαστικά σύνολα, εγκαταστάσεις και περιβάλλοντα, όπου η παράσταση συλλαμβάνεται “εννοιακά” και αποδίδεται συχνά με τη χρήση ενός κωδικοποιημένου συμβολικού λεξιλογίου.
Γιος του ζωγράφου Ζαν Λινάρ (Jean Linard) που έζησε και δούλεψε στην περιοχή της Troyes, φαίνεται ότι διδάχτηκε τη ζωγραφική μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον, ενώ δεν έχουμε πληροφορίες για την μετέπειτα εκπαίδευσή του και για τις επαφές του με την ολλανδική σχολή στην οποία εκείνη την εποχή ανθούσε η «νεκρή φύση» ως ανεξάρτητο είδος. Από το 1625 μέχρι το τέλος της ζωής του έζησε στο Παρίσι, κατ’ αρχήν στην Ile de la Cite, όπου δούλευαν πολλοί ζωγράφοι, και στη συνέχεια στη συνοικία Saint-Nicolas-des-Champs. Γρήγορα καταξιώθηκε ως καλλιτέχνης και δεχόταν παραγγελίες από την ανώτερη τάξη όπως την οικογένεια Richelieu ενώ το 1631 χρίστηκε αυλικός ζωγράφος του βασιλιά (Λουδοβίκου 13ου).
Βενετία, 19ος αι.
Ο τόπος καταγωγής του τον εξοικείωσε με τα τοπία και το όραμα του Σεζάν. Η επιθυμία του να ζωγραφίσει τον οδήγησε στο Παρίσι, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε με πολύ δύσκολες συνθήκες. Συνδέθηκε φιλικά με τους Ταλκότ (Tal-Coat) και Φρανσίς Γκρυμπέρ (Francis Gruber). Έμεινε για επτά περίπου μήνες στην περιοχή Biskra στο νότιο Αλγέρι και το 1935 πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι στη Βιέννη, τη Βαρσοβία και τη Μόσχα. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε για ένα διάστημα στη γενέτειρά του και εργάσθηκε στη Βρετάνη. Το 1969 επισκέφτηκε το Μεξικό.
Εξέθεσε για πρώτη φορά στο Παρίσι στο Σαλόνι του Φθινοπώρου το 1932 και στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων την επόμενη χρονιά. Μέχρι τον πόλεμο το 1939 θα εκθέτει πολύ συχνά με την ομάδα «Νέες Δυνάμεις» («Forces Nouvelles»), χωρίς όμως να αποτελεί μέλος της. Εκείνη την περίοδο ξεκινά να ζωγραφίζει τελάρα μεγάλων διαστάσεων. Το 1937 κέρδισε το βραβείο Πωλ-Γκιγιώμ (Paul-Guillaume) που του εξασφάλισε οικονομική άνεση, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Του έχουν αφιερωθεί πολλές αναδρομικές εκθέσεις στο Τόκιο, την Οσάκα, το Λονδίνο, τη Βενετία, το Σάο Πάολο και το Μεξικό.
Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, τον σχεδιασμό ταπισερί αλλά και την εικονογράφηση βιβλίων σύγχρονων συγγραφέων.
Στο διάστημα 1933 και 1937 δημιούργησε μία σειρά σχεδίων που απεικονίζουν πρόσωπα με το βλέμμα χαμένο στο κενό. Αργότερα με συντροφιά τον Γκρυμπέρ απομακρύνθηκε από την ομάδα και απομονώθηκε στα δάση της πατρίδας του. Το αποτέλεσμα ήταν πίνακες μικρών διαστάσεων ενδεικτικοί ενός ύφους που θα επηρεάσει τους καλλιτέχνες της γενιάς του. Στη διάρκεια του πολέμου θα γράψει ότι «η εικόνα που έχει για τον κόσμο μεταφράζεται με ιδιαίτερη βιαιότητα, τόσο στη φόρμα των πραγμάτων όσο και στην χρωματιστή όρασή του.» Η φράση του θα υλοποιηθεί στις νεκρές φύσεις αυτής της περιόδου, όπου τα αντικείμενα απεικονίζονται επίπεδα και εξαιρετικά έντονα χρωματισμένα και θα ονομασθούν γιαπωνέζικες. Οι νεκρές φύσεις προετοιμάζουν τις μεγάλες συνθέσεις των «Αρλεζιανών» και των «Λουόμενων», έργα που θα συγκεντρώσουν όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων χρόνων. Στην ίδια εποχή ανήκει μια σειρά τοπίων μικρών διαστάσεων από την γενέτειρά του με χαρακτηριστικό τους το πράσινο βίαιο φως και τον έντονα κόκκινο ουρανό που κυριαρχεί στην εικόνα.
Από το 1948 απομονώνεται και ζει στη Βουργουνδία και την Προβηγκία. Στο έργο του εμφανίζεται μία γραφή ελλειπτική γεμάτη σύμβολα που συγγενεύουν με τα ιερογλυφικά. Θα ακολουθήσει μία σειρά έργων που εμπνέεται από τις ακτές του Ατλαντικού. Το 1960 το ταξίδι του στο Μεξικό εμπλουτίζει το έργο του με νέα θεματογραφία και χρωματική γκάμα.
Ξεκίνησε τις σπουδές του σε ηλικία δεκαπέντε ετών στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών όπου συνάντησε τον Ματίς και συνδέθηκε με βαθιά φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του και μαζί θα συνεχίσουν στη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Γκυστάβ Μορώ (Gustave Moreau). Μετά τον θάνατο του δασκάλου του εγκαταλείπει τη Σχολή Καλών Τεχνών και συνεχίζει μαζί με τον Ματίς πάντα σε μία ελεύθερη ακαδημία. Μαζί με τον Καμουέν (Camoin) ζωγραφίζουν σκηνές του δρόμου.
Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1907.
Αν και εξέθεσε στο Σαλόνι του Φθινοπώρου στην αίθουσα των φωβιστών το 1905, ουδέποτε το χρώμα του υπήρξε τόσο έντονο και φωτεινό όσο των υπολοίπων. Ωστόσο η φιλία που τον έδενε με τους τρεις πιο σημαντικούς αυτής της τάσης τον Ματίς, τον Ντυφύ και τον Μανγκέν (Manguin), τον έκανε γενναίο υπερασπιστή του κινήματος που στην αρχή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Η παραδοσιακή προοπτική στο έργο του είναι πολύ πιο εμφανής απ’ ότι των υπολοίπων και αν το χρώμα είναι συχνά έντονο, δεν είναι ποτέ αυθαίρετο. Όπως και ο Ντυφύ επιλέγει θέματα που χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα.
Τα πρώτα χρόνια το χρώμα τοποθετείται με αφθονία πάνω στο τελάρο και η πινελιά είναι εμφανής ενώ αργότερα τα έργα του θα γίνουν λεία και λεπτοδουλεμένα.
Το μεγαλύτερο τμήμα του έργου του καταλαμβάνει αποκλειστικά το γαλλικό τοπίο. Από το 1920 ταξιδεύει στην Αλγερία για να μπορέσει να συνεχίσει να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο. Από τη χρονιά αυτή και κατόπιν ξεκινά μία μεγάλη περίοδος ταξιδιών αν και θα επιστρέφει κάθε χρόνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Παρίσι και την Αλγερία. Ταξίδεψε στην Τυνησία, Νορβηγία, Αίγυπτο, Ισπανία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Μαρόκο, Ιταλία, Ελβετία, Ολλανδία, Σουηδία.
Από όλες τις χώρες που επισκέφθηκε εμπνεύστηκε τοπία που όλα αποπνέουν την αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας. Το ιδιαίτερο φως κάθε τόπου και ο χρωματισμός που παίρνει το τοπίο εξαιτίας του είναι εμφανή σε κάθε έργο του.
Συνδέθηκε με φιλία με τον συγγραφέα Σαρλ Λουί Φιλίπ (Charles Louis Philippe).
Ο Τσέκο ντελ Καραβάτζο (το Τσέκο είναι σύντμηση του Φραντσέσκο) δούλεψε στην Ιταλία το πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Ο Mancini στο “Considerazioni sulla Pittura”, π. 1620, αναφέρει κάποιο Φραντσέσκο επονομαζόμενο ντελ Καραβάτζο ως θαυμαστή και μιμητή του Καραβάτζο. Όπως φαίνεται λόγω της μεγάλης εκτίμησης που έτρεφε για τον λομβαρδό ζωγράφο ή και της ικανότητας του να τον μιμείται πήρε το ψευδώνυμο ντελ Καραβάτζο.
Γεννήθηκε το 1919 στην Πολωνία και το 1938 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του ως Μηχανικός. Με την έναρξη του πολέμου το 1939 στρατολογήθηκε στη λεγεώνα των ξένων και εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν. Εργάσθηκε ως μηχανικός σε ένα γκαράζ και παρακολούθησε τα κυριακάτικα μαθήματα γλυπτικής στην Σχολή Καλών Τεχνών. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκινά το 1943. Συνεργάστηκε με τον χαράκτη Joseph Hecht. Η πρώτη του ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1949. Κέρδισε πολλές διακρίσεις και το 1960 προσκλήθηκε στη Μπιενάλε της Βενετίας. Είναι γνωστός για τις εικονογραφήσεις λογοτεχνικών και ποιητικών εκδόσεων. Χάραξε τριάντα περίπου μετάλλια για το Νομισματοκοπείο του Παρισιού. Ασχολήθηκε επίσης με τη διακόσμηση δημόσιων κτιρίων και το σχεδιασμό ταπισερί.