Η Ναυσικά Πάστρα ασχολήθηκε αρχικά με την ανθρωποκεντρική γλυπτική σε πηλό, γύψο και μπρούντζο. Μετά την εγκατάστασή της στο Παρίσι το 1963 αντικατέστησε την έμπνευση με τα μαθηματικά και, από το 1968, άρχισε να πειραματίζεται με τα δύο βασικά γεωμετρικά σχήματα, το τετράγωνο και τον κύκλο, θέτοντας τις βάσεις για την εξέλιξη της μετέπειτα δουλειάς της. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της επαγωγής και της απαγωγής, δηλαδή της ανάλυσης και της σύνθεσης, κατέληξε σε ένα νέο, δυναμικό σχήμα, που προκύπτει από το συνδυασμό του τετραγώνου και του κύκλου, το οποίο ονόμασε “Σύνεκτρον”. Το “Σύνεκτρον” είναι μέρος της σειράς “Αναλογικά Ι” (1968-1976) και αποτελεί μελέτη σε δύο διαστάσεις. Από το 1979 έως το 1982, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία δημιουργίας, η Πάστρα επέκτεινε στο χώρο την αρχική δισδιάστατη κατασκευή, δημιουργώντας τη σειρά “Αναλογικά ΙΙ”, κατασκευές σε ξύλο βαμμένο συνήθως γαλάζιο, που προκύπτουν από συνδυασμούς ημικυκλίων με ορθές γωνίες. Από το 1982 τα ημικύκλια έδωσαν τη θέση τους σε καμπύλες στη σειρά “Αναλογικά ΙΙΙ”, καταλήγοντας σε ένα περίοπτο έργο, τη “Συνάρτηση VII” (1982-1984), που καταλαμβάνει δυναμικά το χώρο.

Το έργο αγοράστηκε από την Εθνική Πινακοθήκη το 1996, μετά την παρουσίασή του στην έκθεση “Ο Γκρέκο στην Ιταλία και η ιταλική τέχνη”. Παρά το γεγονός ότι η αρχική απόδοση στον κατάλογο της έκθεσης στον Γιάκοπο Τιντορέτο αμφισβητήθηκε στη συνέχεια και η τότε επιμελήτρια της Δυτικοευρωπαϊκής συλλογής Αγγέλα Ταμβάκη, μετά από έρευνα, το απέδωσε στο εργαστήριο του, το έργο αγοράστηκε λόγω της ποιότητάς του. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Τιντορέττο προκειμένου να ανταποκριθεί στο πλήθος των παραγγελιών είχε οργανώσει ένα μεγάλο εργαστήριο με πολλούς βοηθούς και συνεργάτες μεταξύ των οποίων οι γιοι του Ντομένικο και Μάρκο και η κόρη του Μαριέττα.

Ως προς την τεχνοτροπία το έργο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της βενετσιάνικης ζωγραφικής του β΄ μισού του 16ου αιώνα. Διαγώνια σύνθεση που κυριαρχείται από μια συστρεφόμενη και ορμητική προς τα εμπρός μορφή. Το φως πέφτει πλούσιο στο πρόσωπο και το σώμα και λούζει τις σγουρές άκρες της κόμης, η οποία συγκρατείται από ένα κόσμημα χρυσό στολισμένο με πολύτιμες πέτρες στο πίσω μέρος της κεφαλής. Τον όλο στολισμό της μορφής συμπληρώνουν ένα περιδέραιο και σκουλαρίκια, και τα δύο από μαργαριτάρια. Το πανωφόρι, διακοσμημένο με φυλλοειδή σχέδια, πέφτει κυματιστά, δημιουργώντας κίνηση στην κατανυκτική κατά τα άλλα στάση της αγίας. Η πινελιά είναι γρήγορη και πλατιά. Η μορφή περιγράφεται χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ενώ αντίθετα το πλάσιμο της σάρκας είναι πιο αισθησιακό. Παρά το μικρό του μέγεθος, χαρακτηρίζεται από την μνημειακή και γλυπτική διάθεση των έργων του Τιντορέττο.

Επειδή αποτελεί απότμημα μιας μεγαλύτερης σύνθεσης δεν είναι σίγουρη η ταύτιση της εικονιζόμενης μορφής με μια συγκεκριμένη αγία. Το φωτοστέφανο στο κεφάλι και η λατρευτική στάση μαρτυρούν ότι δεν πρόκειται για μια κοσμική αλλά για θρησκευτική μορφή, η οποία σύμφωνα με την τάση της εποχής στην Βενετία, απεικονίζεται ως αρχόντισσα, με πλούσια ενδύματα. Ο συμβατικός τίτλος της “Αγίας Μαργαρίτας” της αποδόθηκε λόγω του μαργαριταρένιου περιδεραίου που φορά στο λαιμό της.