Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878, οπότε έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Η “Κοιμωμένη” είναι το πιο γνωστό έργο του Χαλεπά στο ευρύ κοινό. Η πρωτότυπη σύνθεση σε μάρμαρο έγινε για τον τάφο της δεκαοχτάχρονης Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Για την απόδοση της νεκρής ο Χαλεπάς βασίστηκε στον τύπο της ξαπλωμένης ή ανακεκλιμένης μορφής πάνω σε σαρκοφάγο ή κλίνη. Το μοτίβο αυτό ξεκίνησε από την Ετρουρία και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή γλυπτική. Ο Χαλεπάς όμως αποφεύγει την απόλυτη ακαμψία με το λυγισμένο πόδι και την ελαφρά στροφή του κεφαλιού. Η πλαστική απόδοση της σάρκας αλλά και της διαφορετικής υφής των υφασμάτων και του σεντονιού χαρίζουν ιδιαίτερη ζωντάνια στο έργο. Το πρόσωπο της νεκρής κοπέλας έχει μια έκφραση ηρεμίας. Με τα μάτια κλειστά και τα χείλη μισάνοιχτα, μοιάζει παραδομένη σε ένα γαλήνιο ύπνο. Η στάση της αποδίδεται με απόλυτη φυσικότητα, ενώ οι πτυχώσεις των υφασμάτων είναι δουλεμένες με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει στον κόσμο των νεκρών είναι ο σταυρός που κρατάει στο στήθος. Το στοιχείο αυτό συνδέει τη σύνθεση με την ελληνική αρχαιότητα, αλλά και με τις αντιλήψεις των κλασικιστών. Στην αρχαία Ελλάδα ο Ύπνος και ο Θάνατος ήταν δίδυμα αδέλφια. Οι κλασικιστές θεωρούσαν το θάνατο έναν αιώνιο ύπνο χωρίς όνειρα.

Το εκμαγείο της σύνθεσης έγινε το 1980 από συνεργείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η πρωτοβουλία ανήκε στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο και στο δήμαρχο της Αθήνας Δημήτρη Μπέη. Ήταν μια προσπάθεια να διασωθούν από τη φθορά, λόγω της παρατεταμένης έκθεσής τους στο ύπαιθρο, ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.

Ο Παναγιώτης Τέτσης, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε στο Παρίσι στη δεκαετία του ’50, όταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική είχαν επιβληθεί τα ανεικονικά ρεύματα της αφαίρεσης, στάθηκε πιστός στην παραστατική ζωγραφική. Η τεχνική, η γραφή του, χειρονομιακή, ελεύθερη, αλλά πάντα δομική, καθώς και το χρώμα του μαρτυρούν ότι δεν έμεινε αδιάφορος στις εξελίξεις της μοντέρνας τέχνης, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τη ζωγραφική του βλέμματος: μια ζωγραφική που ξεκινούσε πάντα από το οπτικό ερέθισμα. Τοπίο, φυσικό και αστικό, εικόνες, πορτραίτα, νεκρές φύσεις είναι τα συνηθισμένα θέματα του ζωγράφου. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν στη θεματική του η αγαπημένη του πατρίδα Ύδρα και η Σίφνος όπου περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές του, καθώς και το αθηναϊκό αστικό τοπίο. Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι ποτέ περιγραφική. Αναζητεί το ζωγραφικό ισοδύναμο του πραγματικού και το αποδίδει με δυνατά χρώματα που τον αναδεικνύουν σε έναν από τους πιο τολμηρούς κολορίστες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Αυτό δεν είναι αυτονόητο στην ελληνική ύπαιθρο όπου ο δυνατός ήλιος αδυνατίζει όλους τους τόνους. Ο Τέτσης κατάφερε να ξαναδώσει στα ελληνικά του ύπαιθρα τη δύναμη του χρώματος που είχε γνωρίσει η γηγενής τοπιογραφία μόνο στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Οι μπλε καρέκλες ΙΙ, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της απαράμιλλης δύναμης του Τέτση να αποδίδει την ένταση του ελληνικού φωτός, ακόμη και χρησιμοποιώντας μόνο ψυχρά χρώματα όπως το μπλε και το πράσινο. Το κίτρινο φλιτζάνι, ο μόνος θερμός τόνος στον πίνακα, συνομιλεί με τα συμπληρωματικά μπλε-μωβ και εμψυχώνει ολόκληρη τη ζωγραφική επιφάνεια.