Ο “Θεραπευτής” είναι ένα από τα οκτώ ζωγραφικά θέματα που μετέφερε σε τρισδιάστατη μορφή ο σουρεαλιστής ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ.
Έχοντας πολύ συγκεκριμένη άποψη για αυτό που ήθελε να κάνει, ο Μαγκρίτ αναζήτησε και τους κατάλληλους τρόπους που θα τον βοηθούσαν να κάνει τα γλυπτά. Έτσι, στο “Θεραπευτή” χρησιμοποίησε το γύψινο εκμαγείο των ποδιών ενός ζωντανού μοντέλου. Το ίδιο έκανε για το κλουβί με το πουλί.
Ο “Θεραπευτής” έχει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνθέτουν το ύφος του Μαγκρίτ: το απρόσμενο, το ασυνήθιστο μέσω του συνηθισμένου και το μυστηριώδες. Το έργο, που συναντάται σε τέσσερις τουλάχιστον ζωγραφικές παραλλαγές, προήλθε από μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ο ίδιος ο καλλιτέχνης το 1937. Η φωτογραφία είχε τον τίτλο “Ο Θεός την όγδοη μέρα”.
Αν και ζωγράφος ο Μαγκρίτ, μεταφέροντας οκτώ πίνακες σε γλυπτά, έδωσε την ευκαιρία για μια διαφορετική οπτική σχετικά με τη λειτουργία των αντικειμένων και των μορφών. Αποκομμένα από το πλαίσιο του ζωγραφικού πίνακα, τοποθετούνται σαν αυτόνομες παρουσίες στο χώρο και αποκτούν, με την αλλαγή της κλίμακας, μια διαφορετική οντότητα.
Το θέμα του έργου, φορτισμένο με μύθους, ανατολικό μυστικισμό και μακραίωνη
ιστορία, με οδηγούσε στο να αναζητήσω μια μορφική οντότητα αντάξια του νοη-
ματικού του πλούτου. Ήταν ένα εγχείρημα στο σκοτάδι, ένα ταξίδι στο δρόμο του
μεταξιού, μια κατάδυση στον κόσμο των αισθήσεων της Ανατολής.
Όταν στο τέλος αυτό που έχουμε μπροστά μας, αναιρεί τη λογική ανάγνωση των
υλικών δεδομένων, και το ορατό γίνεται όραμα, το έργο υπερβαίνει τη θεματική
του αποστολή. Τότε, αυτή η περίκλειστη, αυτόφωτη, χωρική ιερότητα μας αγγίζει,
και η ζωή περιφρονεί το αναπόδραστο της σαρκοφάγου.
Η ολόσωμη ανδρική μορφή, απόγονος των αρχαίων κούρων, συνθέτει την πλειοψηφία των έργων του Ιωάννη Αβραμίδη. Μια μορφή όμως απογυμνωμένη από κάθε περιγραφικό στοιχείο. Σχηματοποιημένη, ορθώνεται κατακόρυφα, κλειστή, επιβλητική και στατική σαν αρχαία κολόνα.
Η μεμονωμένη μορφή-κανόνας αποτέλεσε από το 1959 τον πυρήνα για πολυπρόσωπες συνθέσεις. Οι μορφές δημιουργούν μια ενότητα και συχνά προκύπτουν από την περιστροφή της αρχικής φιγούρας γύρω από τον άξονά της.
Με αυτό τον τρόπο ο Αβραμίδης απέδωσε την ιδέα της Πόλης στην αρχαία Ελλάδα στο έργο με τον ομώνυμο τίτλο. Η επανάληψη της αρχικής μορφής εννέα φορές δημιουργεί μια ομάδα συμπαγή από φιγούρες στο ίδιο μέγεθος, με κοινά χαρακτηριστικά. Έτσι, ενσαρκώνει την ιδέα μιας κοινότητας όπου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι.
Η Αφροδίτη Λίτη από την αρχή αναζήτησε τις πηγές της έμπνευσής της στη φύση. Ξεκινώντας από την εξονυχιστική παρατήρησή της, μετασχηματίζει την πραγματικότητα σε υπερμεγέθεις παραστατικές εικόνες του φυσικού κόσμου, που αναπτύσσονται στο έδαφος ή αιωρούνται, και δημιουργεί άλλοτε μια ποιητική, ονειρική ατμόσφαιρα με φύλλα, καρπούς, λουλούδια, σκαθάρια, σαύρες, κλαδιά και δέντρα με πουλιά ή φυσικά στιγμιότυπα και άλλοτε μια εικόνα διαμαρτυρίας ενάντια στην καταστροφική επέμβαση του ανθρώπου.
Ένα φύλλο πλατανιού είναι η πρώτη φυσική εικόνα που μετέπλασε σε υπερμεγέθη γλυπτική κατασκευή. Κατασκευασμένο το 1984 από σίδερο και καθρέφτη σε διάφορα σχήματα, απλώνεται στο έδαφος αντανακλώντας τον ουρανό και το φυσικό περιβάλλον, όπως το Φύλλο που αντανακλά τον ουρανό και το τοπίο στον κήπο της Εθνικής Γλυπτοθήκης.
Ο Διονύσης Γερολυμάτος είναι από τους λίγους πλέον γλύπτες που κατεργάζονται σκληρά υλικά, όπως πέτρα, μάρμαρο ή τσιμέντο. Δουλεύοντας έργα από παραγγελίες, αλλά και συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης, υιοθέτησε από τα σπουδαστικά του χρόνια την έντονη σχηματοποίηση, η οποία, σε μεταγενέστερα έργα, μετατράπηκε κάποιες φορές σε αφαίρεση. Με ύφος εξπρεσιονιστικό ή σουρεαλιστικό δίνει μορφή σε σκέψεις, συναισθήματα, εντυπώσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αντλεί την έμπνευσή του από την ποίηση, μετατρέποντας τους στίχους σε εικόνα.
Η “Πέτρα της υπομονής” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη μετατρέπεται σε τίτλο του έργου, ενώ άλλοι στίχοι του ποιητή είναι χαραγμένοι στην επιφάνεια του έργου. Χρησιμοποιώντας την πέτρα, ένα υλικό σκληρό, ο Γερολυμάτος συνδυάζει τον εξωτερικό, σκόπιμα αφημένο τραχύ όγκο με ένα κομμάτι λειασμένο που παίρνει τη σχηματοποιημένη μορφή ενός πουλιού με ανοιγμένα τα φτερά – σύμβολο ελευθερίας και ελπίδας και δίνει έτσι τη δική του εικόνα, μια εικόνα αισιόδοξη, στον ποιητικό λόγο.
Ο Θωμάς Θωμόπουλος είναι από τους τελευταίους έλληνες γλύπτες που μετεκπαιδεύθηκαν στο Μόναχο, σε μια εποχή που οι περισσότεροι είχαν στραφεί στο Παρίσι. Παρόλα αυτά, έτρεφε βαθύ θαυμασμό για τη γλυπτική του Ροντέν, θεωρήθηκε μάλιστα «εισηγητής της Ροντενείου σχολής εν Ελλάδι». Το έργο του συνδυάζει τον ακαδημαϊσμό με το συμβολισμό και τις ρομαντικές τάσεις, που πηγάζουν από το ύφος του γάλλου καλλιτέχνη, ενώ σε αρκετές συνθέσεις του υιοθετεί και τη ρεαλιστική απόδοση.
Ο «Ιπποκένταυρος» είναι ένα έργο εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία, που απηχεί ίσως, σαν θέμα, τη «Γυναίκα-Κένταυρο» (π. 1887) του Ροντέν. Ο Κένταυρος παριστάνεται σε στιγμή αγωνίας, καθώς ένα φίδι τυλίγεται γύρω από το σώμα του. Η αντίδρασή του στη θανατηφόρα επίθεση αποτυπώνεται με τη σύσπαση του κορμού προς τα πίσω και το δεξί χέρι που φέρνει στο μέτωπο, μια στάση που παραπέμπει στο ελληνιστικό σύμπλεγμα του Λαοκόωντα. Αντίθετα, οι ρευστές και μαλακές επιφάνειες και η σύμφυτη ακατέργαστη βάση, που λειτουργεί και σαν υποστήριγμα, φανερώνουν την επίδραση της πλαστικής αντίληψης του Ροντέν. Το γλυπτό είναι χρωματισμένο με τη μέθοδο της εγκαυστικής, όπως και αρκετά έργα του Θωμόπουλου, ο οποίος εισήγαγε αυτή την καινοτομία γύρω στο 1900.