Ο Κώστας Δημητριάδης είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Βρέθηκε στο Παρίσι την εποχή που ο Ροντέν ήταν στο απόγειο τη δόξας του και, στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στη γαλλική πρωτεύουσα, ασχολήθηκε με ελεύθερες συνθέσεις ανάλογου ύφους και περιεχομένου με εκείνες του γάλλου γλύπτη, τις οποίες συχνά απέδιδε σε διαφορετικά μεγέθη και υλικά.

Η σύνθεση “Εις τα όνειρα τα αγνοηθέντα και ηττηθέντα” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το έργο θα αποτελούσε την κεντρική παράσταση σε μια ευρύτερη εικονογραφική σύνθεση με τίτλο “Οι Νικημένοι της ζωής”. Εννέα επιμέρους παραστάσεις θα συνέθεταν το σύνολο, που θα αναφερόταν στις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις, τα διλήμματα και τις προσπάθειες των κοινών ανθρώπων στην πορεία της ζωής.

Ο Δημητριάδης σκάλισε τα “Όνειρα τα αγνοηθέντα και ηττηθέντα” σε δύο παραλλαγές. Στην πρώτη μια αόρατη μορφή καλυμμένη με το πέπλο της Ειμαρμένης υψώνεται και περιβάλλει το ζευγάρι. Η δεύτερη εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη.

Ο δυνατός και μυώδης άνδρας μοιάζει εδώ παραδομένος στη μοίρα του. Η έκφραση του προσώπου προδίδει καρτερικότητα, ίσως και ονειροπόληση. Η γυναίκα μαζεμένη, σα να θέλει να προστατευτεί, γέρνει προς τη μεριά του συντρόφου της.

Οι τονισμένοι μύες του ανδρικού σώματος και οι μαλακές καμπύλες του γυναικείου είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν πολλά έργα του Δημητριάδη και φανερώνουν την επίδραση της πλαστικής αντίληψης του Ροντέν. Το ίδιο και ο βαρύς, ακατέργαστος όγκος του μαρμάρου που πλαισιώνει τις μορφές, αφήνοντάς τις να ξεπροβάλλουν σχεδόν ολόγλυφες.

Ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου διατέλεσε πολύ επιτυχημένος διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών από το 1844 έως το 1862. Εξάλλου είναι εκείνος που σχεδίασε και έκτισε το Πολυτεχνείο. Ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε το πορτρέτο του από φωτογραφία, λίγο μετά το θάνατο του αρχιτέκτονα.

Σοβαρός και στοχαστικός, ο μεγάλος αρχιτέκτονας κάθεται λίγο λοξά σε μια πλούσια πολυθρόνα, όπου έχει ρίξει λίγο ανέμελα το παλτό του. Κοιτάζει προς τη μεριά του θεατή, αλλά στην πραγματικότητα το βλέμμα του βυθίζεται στο άπειρο. Ίσως ο καλλιτέχνης ήθελε με αυτό τον τρόπο να υποδηλώσει τον πρόσφατο θάνατο του επιστήμονα. Ο Νικηφόρος Λύτρας αναδεικνύεται εδώ σε βαθύ ψυχογράφο, επαληθεύοντας την προτροπή του: «ο προσωπογράφος», έγραφε ο Νικηφόρος Λύτρας, «πρέπει να αντλεί από τα απεικονιζόμενα πρότυπά του ό,τι αισθάνονται ταύτα εις τα βάθη της ψυχής των». Στο αριστερό του χέρι κρατάει ένα μικρό βιβλίο, με το δείκτη να σημειώνει τη σελίδα μιας ανάγνωσης που διακόπηκε. Το δεξί χέρι ακουμπά σε ένα τραπέζι, όπου βρίσκονται σκόρπια χαρτιά και αντικείμενα, υπέροχα ζωγραφισμένα.

Το έργο έχει ζωγραφιστεί με αδρές πινελιές, γεμάτες σιγουριά, και με μια αβρή χρωματική κλίμακα, καστανοκόκκινη, που διαλέγεται με τα γκριζοπράσινα, τις ώχρες, τα μαύρα και τα λίγα λευκά. Προσέξτε το κόκκινο μαντίλι στην τσέπη της ρεντιγκότας που ακουμπά στην καρέκλα. Ο πίνακας αυτός με τις μνημειακές του διαστάσεις είναι ένα από τα πιο επιβλητικά πορτρέτα του 19ου αιώνα.