


Το έργο, παρά το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης ήταν τότε άγνωστος και την άσχημη του κατάσταση, αγοράστηκε το 1952 από την Εθνική Πινακοθήκη για την αισθητική αξία που απέπνεε. Το 1978, ο Cesare Brandi σε άρθρο του στο περιοδικό Burlington Magazine το απέδωσε στο Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο (Gentile da Fabriano) και το χρονολόγησε γύρω στο 1418. Στη συνέχεια οι Roberto Longhi και Federico Zeri το απέδωσαν στον Τζανίνο ντι Πιέτρο ενώ η Keith Christiansen, η οποία συμφωνεί με αυτή την απόδοση, το χρονολογεί γύρω στο 1405-1410.
Πολλά έργα του καλλιτέχνη, όπως αυτό της Πινακοθήκης, είχαν αποδοθεί στον Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο (Gentile da Fabriano), πράγμα που μαρτυρεί την αλληλοεπίδραση των δύο ζωγράφων, ενώ εμφανής είναι και η επίδραση του Μισελίνο ντα Μπεζότζο (Michelino da Besozzo) που εργαζόταν στη Βενετία μέχρι το 1410.
Η Παναγίας με το Θείο Βρέφος και Αγγέλους (θέμα αρκετά συχνό στα έργα που του αποδίδονται) χαρακτηρίζεται από την κομψότητα και τη χάρη του υστερογοτθικού στυλ. Ακολουθώντας τον πολύ διαδεδομένο, κατά τα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, εικονογραφικό τύπο της Madonna dell’Umilta, στον οποίο η Παναγία κάθεται καταγής, η Παναγία του πίνακα κάθεται μέσα σ’ έναν ανθισμένο αγρό και κρατάει στα γόνατά της το Θείο Βρέφος. Στα περίτεχνα φωτοστέφανά τους διακρίνονται με μεγάλη πλέον δυσκολία οι επιγραφές: Santa Maria Mater Dei, για την Παναγία και Jesus Nacarenum rex Judeorum για τον Χριστό. Τα χέρια τους στα αριστερά ενώνονται σε ένα σύμπλεγμα με το κοτσάνι ενός λουλουδιού (σήμερα κατεστραμμένου) που πρέπει να ήταν ένα τριαντάφυλλο, σύμβολο συγχρόνως της Παναγίας και του Θείου Πάθους. Περιστοιχίζονται από πέντε αγγέλους σε μικρότερη κλίμακα, δύο δεξιά σε στάση προσκύνησης, ένας τρίτος στα αριστερά υμνεί με τα χέρια τεταμένα προς τον ουρανό ενώ οι άλλοι δύο στο κάτω μέρος της σύνθεσης, μαζεύουν λουλούδια .
“







Ο πίνακας αυτός απεικονίζει το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στο Φάληρο, όταν οι Έλληνες ετοιμάζονταν τον Απρίλιο του 1827 να καταλάβουν την πολιορκημένη από τους Τούρκους Ακρόπολη. Έλληνες και φιλέλληνες διατάσσονται σε μια ζώνη στο πρώτο επίπεδο, ενώ ένα μεσαίο επίπεδο δεξιά οδηγεί το βλέμμα στο ύψωμα, όπου οι επικεφαλής του στρατεύματος εξετάζουν το πεδίο της μάχης. Διακρίνεται η Ακρόπολη στο βάθος αριστερά. Στο κέντρο περίπου ένας Έλληνας στηρίζεται σε ένα αρχαίο μάρμαρο, αναφορά στην αρχαία μας κληρονομιά. Ένας παπάς δεξιά ευλογεί τους αγωνιστές. Ο αξιωματικός με την μπλε στολή αριστερά είναι ο Βαυαρός φιλέλληνας Κρατσάιζεν, στον οποίο χρωστάμε μεγάλη χάρη, καθώς σχεδίασε και απαθανάτισε τις μορφές των αγωνιστών του ’21 όπως τις ξέρουμε σήμερα. Από αυτά τα σχέδια ο Βρυζάκης αντλεί τις φυσιογνωμίες των αγωνιστών πάνω στο ύψωμα: του Καραϊσκάκη, του Μακρυγιάννη, του Τζαβέλα, του Νοταρά, του Σκωτσέζου Γκόρντον, του Άγγλου Χάστιγκς και του Καρλ φον Χάιντεκ, που κοιτάζει με το τηλεσκόπιο προς την Ακρόπολη. Ο Χάιντεκ, που έζησε τα γεγονότα από κοντά, ζωγράφισε το ίδιο θέμα και από τον πίνακα αυτό άντλησε στοιχεία ο Βρυζάκης, το έργο του οποίου έγινε πολύ αργότερα, το 1855. Η ελληνική σημαία κυματίζει επάνω δεξιά. Στη σκηνή κυριαρχούν τα χρυσοκόκκινα και τα καφετιά που χαρακτηρίζουν τα έργα του Βρυζάκη. Η περιγραφή συνδυάζει ένταση, αναμονή, αλλά και χαλάρωση, καθώς διανθίζεται από χαριτωμένα ηθογραφικά στιγμιότυπα.














