Η γλυπτική του Γιώργου Νικολαΐδη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την παραδοσιακή ανθρωποκεντρική απεικόνιση ως τις αφηρημένες συνθέσεις κονστρουκτιβιστικού χαρακτήρα, τα περιβάλλοντα και τις εγκαταστάσεις. Στα πιο πρώιμα έργα του εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή. Η αφαιρετικότητα των έργων αυτών μετατρέπεται σταδιακά σε απόλυτη αφαίρεση.

Τη δεκαετία του ΄70 ο Νικολαΐδης δημιούργησε μια σειρά έργων από ανοξείδωτο χάλυβα, τα οποία χαρακτηρίζει με αριθμούς. Τα έργα αυτά είναι κατασκευασμένα από τμήματα κυλινδρικών σχημάτων με αιχμηρές απολήξεις, που ανελίσσονται ελεύθερα και δυναμικά στο χώρο ή συγκλίνουν σε ποικίλους ρυθμικούς συνδυασμούς. Το στοιχείο που κυριαρχεί είναι μια αέναη, κυκλική ή ελικοειδής κίνηση, άλλοτε άμεσα αντιληπτή και άλλοτε λανθάνουσα.

Η σύνθεση “1211Α” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο της σειράς αυτής. Ξεκινά από επιθετικά οξυγώνια σχήματα στο κάτω μέρος και εξελίσσεται σε δύο κυλινδρικά τμήματα που τείνουν να σχηματίσουν ένα κύκλο. Έτσι, οι αιχμηρές τους απολήξεις καταλήγουν σε μια ήρεμη σύγκλιση-συνάντηση. Το έργο εντάσσεται και συνυπάρχει αρμονικά με το χώρο, ο οποίος ταυτόχρονα ορίζεται από το σχήμα του και περικλείεται σε αυτό, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της γλυπτικής φόρμας.

Ο Κώστας Δημητριάδης υπήρξε ο πιο συνεπής εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Υιοθέτησε το ύφος του, αλλά και μια κοινή θεματική αφετηρία, ιδιαίτερα στις ελεύθερες συνθέσεις του. Στην επίδραση του Ροντέν εξάλλου οφείλεται και αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η καινοτομία του στη νεοελληνική γλυπτική: η καθιέρωση της αποσπασματικής μορφής ως αυτόνομου και ολοκληρωμένου έργου.

Ανάμεσα στις ελεύθερες συνθέσεις του εξέχουσα θέση κατέχουν οι γυμνές γυναικείες μορφές, ολόσωμες ή αποσπασματικές. Η «Γυμνή γυναίκα» (ή «Χορεύτρια») είναι ένα χαρακτηριστικό έργο, στο οποίο, αξιοποιώντας το πρότυπο της «Γυναίκας-Κενταύρου» (π. 1887) του Ροντέν, με τη γεμάτη ένταση συστροφή του κορμού και το απελπισμένο άπλωμα των χεριών μπροστά, αποδίδει τη στιγμιαία χορευτική κίνηση. Ο κορμός αυτού του γλυπτού αποτέλεσε στη συνέχεια αυτόνομο έργο, το οποίο ο Δημητριάδης δούλεψε σε διάφορα μεγέθη. Η παραλλαγή που ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης παρουσιάστηκε το 1936 στη Μπιενάλε της Βενετίας και είναι το πρώτο γλυπτό που περιήλθε στο μουσείο, με δωρεά του Αντώνη Μπενάκη το 1933.

Ο “Βοσκός με κατσικάκι” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο του Γεωργίου Φυτάλη από την περίοδο της φοίτησής του στο Σχολείον των Τεχνών. Η σύνθεση είχε δοθεί ως θέμα στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό το 1856, στον οποίο έλαβαν μέρος και οι δύο αδελφοί, Γεώργιος και Λάζαρος. Τα έργα τους ισοψήφησαν και μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο, στο μάρμαρο όμως μεταφέρθηκε μόνο το έργο του Γεωργίου.

Ο «Βοσκός με κατσικάκι» συνδυάζει τύπους της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με την κλασικιστική εξιδανίκευση, την επιμελημένη επεξεργασία των μερών και τις ρεαλιστικές εκφάνσεις μιας – εκ πρώτης όψεως – ηθογραφικής σύνθεσης, η οποία λαμβάνει συμβολικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί αναφορά στην παραβολή του καλού ποιμένα.

Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.