







Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Αντώνη Καραχάλιου έχει ρεαλιστική αφετηρία αν και, σε ελεύθερες κυρίως συνθέσεις, γίνεται πιο αφαιρετικό. Η ανθρώπινη μορφή τον απασχολεί στα περισσότερα έργα του, δεν λείπουν όμως και οι ολόσωμες ή αποσπασματικές μορφές ζώων, που αποδίδονται σε χαρακτηριστικές στάσεις. Έτσι, ο «Ταύρος», με έντονες παραμορφώσεις της επιφάνειας του σώματος, που τονίζουν την ένταση της στιγμής και τον δυναμισμό του, με το κεφάλι χαμηλωμένο και με τα κέρατα προτεταμένα, παριστάνεται συσπειρωμένος, λίγο πριν επιτεθεί.

Ζώντας κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ο Νικόλας Δογούλης αντλεί τα θέματά του από τη ζωή και την ιστορική παράδοση των κατοίκων της Μακεδονίας. Η θητεία του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο την περίοδο 1963-1967 έπαιξε αναμφισβήτητα ρόλο στη σχηματοποίηση και την αρχαϊκού τύπου λιτότητα που χαρακτηρίζει αρκετά παλαιότερα έργα του, όπως ο «Μικρός ταύρος», που δώρισε το 1973 το υπουργείο Πολιτισμού στην Εθνική Πινακοθήκη.

Ο Γιάννης Αντωνιάδης, έχοντας σπουδάσει γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία, δημιούργησε έργα σε συνεργασία με αρχιτέκτονες, φιλοτέχνησε δημόσια μνημεία και ασχολήθηκε με συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης, προσαρμόζοντας το ύφος του ανάλογα με τον προορισμό και τις απαιτήσεις των έργων του.
Στις ελεύθερες συνθέσεις του, όπως το έργο “Ο σκύλος μου”, κινείται στο πλαίσιο της ρεαλιστικής αναπαράστασης με ελάχιστες γενικεύσεις, αποδίδοντας το ζώο ακίνητο σε μια πολύ χαρακτηριστική στάση. Με το κεφάλι τεντωμένο μπροστά μοιάζει σαν να περιμένει ή να οσμίζεται κάποιον. Ίσως τον ίδιο τον καλλιτέχνη, ο οποίος θέλησε να αποτυπώσει αυτή την ιδιαίτερη στιγμή.






![The Authentic Bird of Peace [Το αυθεντικό πουλί της Ειρήνης]](https://www.nationalgallery.gr/wp-content/uploads/2025/04/77707_2000_2000-793x1100.jpg)

Επικεντρωμένη, από τη δεκαετία του 1930, στη ρεαλιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής, άλλοτε δημιουργώντας έργα σε γύψο και μπρούντζο και άλλοτε λαξεύοντας απευθείας την πέτρα, από τη δεκαετία του 1950 η Μπέλλα Ραφτοπούλου άρχισε να εμπλουτίζει τα θέματά της και με μορφές από το ζωικό βασίλειο. Την ίδια περίοδο προχώρησε σε γενίκευση και απλοποίηση της απόδοσης, η οποία κορυφώθηκε λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας. Με αυτή την αντίληψη, το 1958 σκάλισε απευθείας στην πέτρα τις “Κουκουβάγιες”, το μεγαλύτερο σε μέγεθος και πιο εντυπωσιακό από τα έργα με ανάλογο περιεχόμενο. Αποτελούμενο από τρία διαφορετικά κομμάτια, από τα οποία, με διαφορετικό προσανατολισμό, ξεπροβάλλει, σκαλισμένο αδρά και σχηματικά, το κεφάλι μιας κουκουβάγιας, το έργο αποπνέει μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης, καθώς τα πουλιά μοιάζουν κουρνιασμένα πάνω σε ένα δέντρο μέσα στη νύχτα.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Το «Γαϊδουράκι», που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, επιβεβαιώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Στο αρχείο της, μάλιστα, υπάρχουν φωτογραφίες με το ζωντανό μοντέλο, το οποίο έχει αποτυπωθεί σε ανάλογη στάση με το έργο.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Το «Αλογάκι», που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Το 1939, μάλιστα, ο υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κώστας Κοτζιάς, της είχε αναθέσει να διακοσμήσει με ζώα πλασμένα σε τερακότα δημόσιους κήπους της Αθήνας. Ανάμεσα τους και το «Αλογάκι», που προοριζόταν για το Άλσος Κηφισιάς. Η έναρξη του πολέμου, όμως, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του σχεδίου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται ιδιαίτερα στα έργα που έπλασε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 με τερακότα, ακολουθώντας πιστά τη ρεαλιστική απόδοση. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στράφηκε στη χρήση του μετάλλου, σφυρηλατώντας μόνη της φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου. Είχε ήδη προηγηθεί μια θεαματική αλλαγή και στο ύφος της, προς μια πολύ αφαιρετική κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο αυτό, τα «Ζώα των Άνδεων» που στέκουν ακίνητα, σαν να βρίσκονται στα ψηλά οροπέδια του φυσικού τους περιβάλλοντος, είναι σχηματοποιημένες απεικονίσεις των λάμα της Νότιας Αμερικής, τα οποία η γλύπτρια είχε δει όταν ταξίδεψε στη Βολιβία και το Περού το 1948.

Από τα σπουδαστικά της χρόνια η Φρόσω Ευθυμιάδη ασχολήθηκε με συγκεκριμένα θέματα, όπως ζώα, πουλιά, μορφές και προτομές. Ανάμεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα πουλιά. Από τα πρώτα χρόνια έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, δημιούργησε, αρχικά σε τερακότα και, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 σε μέταλλο, σειρές με κουκουβάγιες, κοκόρια και αετούς μικρού και μεγάλου μεγέθους. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Σε αντίθεση, όμως, με άλλες θεματικές ενότητες, στις οποίες, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ακολουθούσε πιστά τη ρεαλιστική απόδοση, οι σειρές με τα πουλιά χαρακτηρίζονται εξαρχής από αφαιρετική διάθεση και σχηματοποιήσεις που βασίζονται σε μια ποικιλία προτύπων, στοιχεία που ενισχύθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Στα «Πουλιά», επιλέγοντας να αποτυπώσει μια στιγμή ηρεμίας και αρμονικής συνύπαρξης, αξιοποιεί τον δυναμισμό και την επιβλητικότητα που προσφέρει η ακινησία, αποδίδοντας το έργο με συμπαγείς επιφάνειες σφυρήλατου μετάλλου.

Από τα σπουδαστικά της χρόνια η Φρόσω Ευθυμιάδη ασχολήθηκε με συγκεκριμένα θέματα, όπως ζώα, πουλιά, μορφές και προτομές. Ανάμεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα πουλιά. Από τα πρώτα χρόνια έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, δημιούργησε κυρίως σειρές με κουκουβάγιες, κοκόρια και αετούς μικρού και μεγάλου μεγέθους. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Σε αντίθεση, όμως, με άλλες θεματικές ενότητες, στις οποίες, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ακολουθούσε πιστά τη ρεαλιστική απόδοση, τα πουλιά χαρακτηρίζονται εξαρχής από αφαιρετική διάθεση και σχηματοποιήσεις που βασίζονται σε μια ποικιλία προτύπων, στοιχεία που ενισχύθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Στη σειρά με τους αετούς, αξιοποιεί, σε συνθέσεις με λανθάνουσα κίνηση και αποτύπωση του στιγμιαίου, τον δυναμισμό και την επιβλητικότητα που προσφέρουν η ακινησία ή οι ανοιγμένες φτερούγες, δημιουργώντας έργα όπως ο «Αετός», με συμπαγείς επιφάνειες σφυρήλατου μετάλλου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Το “Μοσχαράκι”, που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Το 1939, μάλιστα, ο υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κώστας Κοτζιάς, της είχε αναθέσει να διακοσμήσει με ζώα πλασμένα σε τερακότα δημόσιους κήπους της Αθήνας. Ανάμεσα τους και το “Μοσχαράκι”, που προοριζόταν για το Άλσος Παγκρατίου. Η έναρξη του πολέμου, όμως, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του σχεδίου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται ιδιαίτερα στα έργα που έπλασε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 με τερακότα, ακολουθώντας πιστά τη ρεαλιστική απόδοση. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στράφηκε στη χρήση του μετάλλου, σφυρηλατώντας μόνη της φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου. Είχε ήδη προηγηθεί μια θεαματική αλλαγή και στο ύφος της, προς μια πολύ αφαιρετική κατεύθυνση.
Το 1955 δημιούργησε τον «Αίγαγρο», το τελευταίο έργο της από τη σειρά των ζώων, με έντονα σχηματοποιημένη, αφαιρετική και αρκετά διακοσμητική διάθεση, το οποίο είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα. Το αγριοκάτσικο, που, στην Ελλάδα, ζει κυρίως στα βουνά της Κρήτης, μοιάζει σαν να στέκεται ψηλά, πάνω σε έναν βράχο, όπως κάνει στην πραγματικότητα, καθώς μπορεί να σκαρφαλώνει και να στέκεται σε απόκρημνες πλαγιές με μεγάλη ευκολία.