




![The Authentic Bird of Peace [Το αυθεντικό πουλί της Ειρήνης]](https://www.nationalgallery.gr/wp-content/uploads/2025/04/77707_2000_2000-793x1100.jpg)

Επικεντρωμένη, από τη δεκαετία του 1930, στη ρεαλιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής, άλλοτε δημιουργώντας έργα σε γύψο και μπρούντζο και άλλοτε λαξεύοντας απευθείας την πέτρα, από τη δεκαετία του 1950 η Μπέλλα Ραφτοπούλου άρχισε να εμπλουτίζει τα θέματά της και με μορφές από το ζωικό βασίλειο. Την ίδια περίοδο προχώρησε σε γενίκευση και απλοποίηση της απόδοσης, η οποία κορυφώθηκε λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας. Με αυτή την αντίληψη, το 1958 σκάλισε απευθείας στην πέτρα τις “Κουκουβάγιες”, το μεγαλύτερο σε μέγεθος και πιο εντυπωσιακό από τα έργα με ανάλογο περιεχόμενο. Αποτελούμενο από τρία διαφορετικά κομμάτια, από τα οποία, με διαφορετικό προσανατολισμό, ξεπροβάλλει, σκαλισμένο αδρά και σχηματικά, το κεφάλι μιας κουκουβάγιας, το έργο αποπνέει μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης, καθώς τα πουλιά μοιάζουν κουρνιασμένα πάνω σε ένα δέντρο μέσα στη νύχτα.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Το «Αλογάκι», που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Το 1939, μάλιστα, ο υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κώστας Κοτζιάς, της είχε αναθέσει να διακοσμήσει με ζώα πλασμένα σε τερακότα δημόσιους κήπους της Αθήνας. Ανάμεσα τους και το «Αλογάκι», που προοριζόταν για το Άλσος Κηφισιάς. Η έναρξη του πολέμου, όμως, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του σχεδίου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…). Καθώς βλέπετε όλα μου τα ζώα, το κατσικάκι, το γαϊδουράκι, το μοσχαράκι, τα ζαρκάδια, το αλογάκι είναι δουλεμένα με ρεαλιστική αντίληψι, που την υπαγορεύει ο προορισμός τους. Προσπάθησα έτσι να δώσω τη χαρακτηριστική κίνηση και έκφραση κάθε ζώου. Ξέρετε ότι, κάθε φορά, έπρεπε να φέρω το ζωντανό μοντέλο στο ατελιέ μου. Το άφινα να τρέξη μέσα στον κήπο μου (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Το “Μοσχαράκι”, που είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα, αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την περιγραφή αυτή. Το 1939, μάλιστα, ο υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κώστας Κοτζιάς, της είχε αναθέσει να διακοσμήσει με ζώα πλασμένα σε τερακότα δημόσιους κήπους της Αθήνας. Ανάμεσα τους και το “Μοσχαράκι”, που προοριζόταν για το Άλσος Παγκρατίου. Η έναρξη του πολέμου, όμως, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του σχεδίου.

Ανάμεσα στους Έλληνες και τις Ελληνίδες γλύπτριες η Φρόσω Ευθυμιάδη είναι η μοναδική που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Στην επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων την οδήγησε η πεποίθησή της ότι η γλυπτική πρέπει να είναι μια «τέχνη που να συνοδεύει τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή». Έτσι, τα μικρά έργα προορίζονταν για την εσωτερική διακόσμηση του σπιτιού, ενώ τα μεγάλα για ιδιωτικούς κήπους ή δημόσιους χώρους. «Πραγματικά λατρεύω τα θέματα για το στόλισμα του κήπου και νομίζω ότι τα ζώα είναι τα καταλληλότερα γι’ αυτό (…)» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο το 1954.
Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται ιδιαίτερα στα έργα που έπλασε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 με τερακότα, ακολουθώντας πιστά τη ρεαλιστική απόδοση. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στράφηκε στη χρήση του μετάλλου, σφυρηλατώντας μόνη της φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου. Είχε ήδη προηγηθεί μια θεαματική αλλαγή και στο ύφος της, προς μια πολύ αφαιρετική κατεύθυνση.
Το 1955 δημιούργησε τον «Αίγαγρο», το τελευταίο έργο της από τη σειρά των ζώων, με έντονα σχηματοποιημένη, αφαιρετική και αρκετά διακοσμητική διάθεση, το οποίο είχε πλάσει αρχικά σε τερακότα. Το αγριοκάτσικο, που, στην Ελλάδα, ζει κυρίως στα βουνά της Κρήτης, μοιάζει σαν να στέκεται ψηλά, πάνω σε έναν βράχο, όπως κάνει στην πραγματικότητα, καθώς μπορεί να σκαρφαλώνει και να στέκεται σε απόκρημνες πλαγιές με μεγάλη ευκολία.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 ο Απάρτης έστρεψε το ενδιαφέρον του και στη ζωοπλαστική, μελετώντας στο Ζωολογικό κήπο του Παρισιού. Ασχολούμενος από τότε κατά περιόδους με το θέμα, έπλασε το 1955 τη “Σκύλα”, χρησιμοποιώντας ως μοντέλο τη “Δούκισσα”, τη σκύλα ενός γείτονά του στο Παρίσι.
Το ζώο, παρά την ακινησία του, υποβάλλει την εντύπωση της απόλυτης ετοιμότητας με τα ορθωμένα αυτιά και το προτεταμένο ρύγχος. Με οδηγό την αρχαία τέχνη, έχοντας όμως μπροστά του ένα ζωντανό μοντέλο, ο Απάρτης δεν αναλώνεται σε περιγραφικές λεπτομέρειες, αλλά πλάθει ένα σφριγηλό σώμα με λείες επιφάνειες, κάτω από το οποίο διαγράφεται ο δυνατός σκελετός. Η στάση του ζώου, με τα πόδια παράλληλα, την ελαφρά στροφή του κεφαλιού δεξιά και την ουρά που εφάπτεται στα σκέλη, καθώς και το πλάσιμο του ρωμαλέου σώματος φέρνουν στο νου ένα από τα σημαντικότερα έργα της αρχαίας τέχνης, την ετρουσκική Λύκαινα του Καπιτωλίου (500-480 π.Χ.), ενώ το προτεταμένο κεφάλι έχει ως μακρινό πρότυπο ένα σκύλο από το ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα (530-520 π.Χ.), που βρίσκεται στο μουσείο της Ακρόπολης και, με το σώμα συσπειρωμένο και τα πόδια λυγισμένα, είναι έτοιμος να ορμήσει.













