Ο Μανόλης Τζομπανάκης, κινούμενος στο πεδίο της αναπαράστασης της ανθρώπινης μορφής, με αφαιρετική όμως διάθεση, διαμόρφωσε από νωρίς ένα προσωπικό ύφος. Τα θέματά του, με αφορμή την καθημερινότητα, την ιστορία ή το μύθο, έχουν συχνά αλληγορικό περιεχόμενο ή αποτελούν μέσο διαμαρτυρίας σε κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο.

Οι συνθέσεις με άλογα ή έφιππες μορφές, όπως ο «Βουκεφάλας», τον απασχόλησαν την περίοδο μετά το 1972 και ως το 1979 και, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να συσχετισθούν με την ελληνική παράδοση, στην πραγματικότητα είναι εμπνευσμένες από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ο Τζομπανάκης θέλησε να εκφράσει τη φόρτιση που του δημιούργησε το δραματικό αυτό γεγονός της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας και τη διαμαρτυρία του ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας χρησιμοποιώντας συμβολικά στοιχεία από άλλες εποχές, με σαφείς όμως υπαινιγμούς. Ο «Βουκεφάλας», το ατίθασο άλογο του Μεγαλέξανδρου, που μόνο εκείνος κατόρθωσε να δαμάσει, είναι χτισμένο με γεωμετρικούς όγκους και αποδίδεται με έντονη και τολμηρή κίνηση που δηλώνει το στιγμιαίο. Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει τις συνθέσεις του καλλιτέχνη εκείνη την περίοδο και απηχεί τη δυναμική κίνηση που κρύβουν τα έργα των φουτουριστών και ιδιαίτερα του Ουμπέρτο Μποτσιόνι.

Ο Γεράσιμος Σκλάβος, αν και πέθανε σε ηλικία μόλις σαράντα ετών, άφησε ένα έργο πλούσιο και ολοκληρωμένο, βασισμένο σε μεγάλο μέρος στην έρευνα και τους πειραματισμούς του σε σχέση με την επεξεργασία των υλικών. Ως το 1959 ασχολήθηκε με την αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής, αρχικά με ρεαλισμό και στη συνέχεια με αφαιρετική και σχηματοποιημένη απόδοση, αφού η τάση του προς την αφαίρεση ήταν έμφυτη και η έκφραση μέσω αφαιρετικών σχημάτων ζήτημα χρόνου. Από την περίοδο αυτή προέρχεται και ο «Ίκαρος», που έκανε σε γύψο πριν το 1957, οπότε έφυγε για το Παρίσι με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. Και ενώ άλλες μορφές της ίδιας περιόδου είναι πλασμένες σε ήρεμες και καλοζυγισμένες στάσεις, στον «Ίκαρο» συνδυάζεται με έξοχο τρόπο σε μια κατακόρυφη ενιαία κίνηση η άνοδος και η πτώση μέσα από τη συγχώνευση των μελών με τα φτερά και τη δραματική συστροφή του σώματος.

Ο Λάζαρος Λαμέρας υπήρξε από τους πρωτοπόρους της αφαίρεσης στην Ελλάδα. Καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του είχε η παραμονή του στο Παρίσι την περίοδο 1938-1939. Από το 1945 ως το 1948 φιλοτέχνησε τα πρώτα αφηρημένα γλυπτά. Ανάμεσά τους και την “Πεντέλη σε έκσταση”, ένα έργο με τίτλο ποιητικό, με τον οποίο παρουσιάστηκε στην πρώτη μεταπολεμική Πανελλήνια έκθεση το 1948. Ήταν μάλιστα το πρώτο αφηρημένο γλυπτό που εκτέθηκε επίσημα.

Αφορμή για τη δημιουργία του έργου ήταν το βουνό της Αττικής, που έχει προσφέρει το μάρμαρο για σημαντικά έργα γλυπτικής από την αρχαιότητα. Ο Λαμέρας σκάλισε μια μικρή σύνθεση, που συνδυάζει τα κατακόρυφα και τα οριζόντια θέματα με τις απαλές καμπύλες και τη σχεδόν τέλεια λειασμένη επιφάνεια, καταλήγοντας σε μια καθαρή φόρμα που απηχεί τις αντιλήψεις του Κονσταντίν Μπρανκούζι.

Ο Ιωάννης Βιτσάρης διδάχθηκε τον νεοκλασικισμό στο Σχολείον των Τεχνών και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Μόναχο, ασχολήθηκε όμως με συνθέσεις ρεαλιστικές, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος.

Στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας βρίσκονται ορισμένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα – ολόσωμες μορφές, ανάγλυφα, προτομές και συμβολικές συνθέσεις – στις οποίες νεοκλασικά και ρεαλιστικά στοιχεία συνυπάρχουν. Στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης περιλαμβάνονται τέσσερα εκμαγεία από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία που φιλοτέχνησε. Ανάμεσά τους η “Δικαιοσύνη”, μια αλληγορική, αρχαιοπρεπής γυναικεία μορφή, από το ταφικό μνημείο του νομικού και ευεργέτη του Πανεπιστημίου Παύλου Παυλόπουλου, που ανεγέρθηκε με δαπάνη του ιδρύματος.
Το μνημείο αποτελείται από μια ψηλή στήλη που επιστέφεται από τη ρεαλιστική προτομή του νεκρού. Στη βάση της στήλης, σχεδόν ολόγλυφη, η προσωποποίηση της Δικαιοσύνης κρατά στο δεξί χέρι μια ζυγαριά, σύμβολο της κρίσης και χαρακτηριστικό γνώρισμα της Δικαιοσύνης από τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ με το αριστερό, υψωμένο με μια μεγαλοπρεπή κίνηση, δείχνει την προτομή.

Το εκμαγείο περιήλθε στη συλλογή το 1980, με ενέργειες του διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμου. Το 1979 ο Δημήτρης Παπαστάμος είχε ζητήσει από τον δήμαρχο της Αθήνας, Δημήτρη Μπέη να επιτραπεί η λήψη γύψινων εκμαγείων από επιτύμβια γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο καταστροφής τους, όπως και άλλων μαρμάρινων έργων τέχνης που βρίσκονταν σε υπαίθριους χώρους. Ο Δημήτρης Μπέης δέχθηκε την πρόταση και η Πινακοθήκη προχώρησε στη δημιουργία 11 εκμαγείων από τα πιο χαρακτηριστικά και αξιόλογα μνημεία της επιτύμβιας γλυπτικής της τελευταίας περίπου τριακονταετίας του 19ου αιώνα, εμπλουτίζοντας έτσι τη συλλογή και με έργα ταφικής γλυπτικής.

Ο Ιωάννης Βιτσάρης διδάχθηκε τον νεοκλασικισμό στο Σχολείον των Τεχνών και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Μόναχο, ασχολήθηκε όμως με συνθέσεις ρεαλιστικές, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος.

Στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας βρίσκονται ορισμένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του – ολόσωμες μορφές, ανάγλυφα, προτομές και συμβολικές συνθέσεις – στις οποίες νεοκλασικά και ρεαλιστικά στοιχεία συνυπάρχουν. Στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης περιλαμβάνονται τέσσερα εκμαγεία από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία που φιλοτέχνησε. Ανάμεσά τους το μνημείο του γιατρού Ιωάννη Βούρου, στο οποίο η ρεαλιστικά αποδοσμένη μορφή του νεκρού προβάλλει μέσα από ένα λιτό ναϊσκόμορφο πλαίσιο, χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής επιτύμβιας γλυπτικής. Ο Ιωάννης Βούρος αποδίδεται με έμφαση στα ατομικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και ρεαλιστικές λεπτομέρειες, καθισμένος ήρεμα πλάι στο γραφείο του, σε μια στάση που δημιουργεί την εντύπωση μιας εν ζωή προσωπογραφικής απεικόνισης.

Το εκμαγείο περιήλθε στη συλλογή το 1980, με ενέργειες του διευθυντή, Δημήτρη Παπαστάμου. Το 1979 ο Δημήτρης Παπαστάμος είχε ζητήσει από τον δήμαρχο της Αθήνας, Δημήτρη Μπέη να επιτραπεί η λήψη γύψινων εκμαγείων από επιτύμβια γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο καταστροφής τους, όπως και άλλων μαρμάρινων έργων τέχνης που βρίσκονταν σε υπαίθριους χώρους. Ο Δημήτρης Μπέης δέχθηκε την πρόταση και η Πινακοθήκη προχώρησε στη δημιουργία 11 εκμαγείων από τα πιο χαρακτηριστικά και αξιόλογα μνημεία της επιτύμβιας γλυπτικής της τελευταίας περίπου τριακονταετίας του 19ου αιώνα, εμπλουτίζοντας έτσι τη συλλογή και με έργα ταφικής γλυπτικής.

Παράλληλα με τις ελεύθερης έμπνευσης, ρεαλιστικού περιεχομένου συνθέσεις, ο Φιλιππότης δημιούργησε και έργα από παραγγελίες, όπως ορισμένα από τα πιο αξιόλογα ταφικά μνημεία στο Α΄ Νεκροταφείο. Στα έργα αυτά, συνήθως, ρεαλιστικά αποδοσμένες μορφές εντάσσονται σε κάποιο αρχαιοπρεπές πλαίσιο, όπως στήλες ή ναΐσκους.

Το εκμαγείο της Μαρίας Σ. Κασσιμάτη (1890) από τον οικογενειακό τάφο του Δημητρίου Γεωργούλα στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας δίνει μια εικόνα από τα πιο χαρακτηριστικά ταφικά μνημεία του Φιλιππότη.

Η Μαρία Κασσιμάτη δεσπόζει πλάι στο ταφικό κτίσμα, σε μια απόλυτα ρεαλιστική εκδοχή ενός αρχαιοελληνικού προτύπου του 4ου π.Χ. αιώνα, που πέρασε στην Αγριππίνα και την Αγία Ελένη του 4ου μ.Χ. αιώνα και τη μητέρα του Ναπολέοντα Letizia Ramolino Bonabarte (1804-1807) του Antonio Canova, για να καταλήξει στην “Πηνελόπη” (1873) του Λεωνίδα Δρόση.

Το εκμαγείο περιήλθε στη συλλογή το 1980, με ενέργειες του διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμου. Το 1979 ο Δημήτρης Παπαστάμος είχε ζητήσει από τον δήμαρχο της Αθήνας Δημήτρη Μπέη να επιτραπεί η λήψη γύψινων εκμαγείων από επιτύμβια γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο καταστροφής τους, όπως και άλλων μαρμάρινων έργων τέχνης που βρίσκονταν σε υπαίθριους χώρους. Ο Δημήτρης Μπέης δέχθηκε την πρόταση και η Πινακοθήκη προχώρησε στη δημιουργία 11 εκμαγείων από τα πιο χαρακτηριστικά και αξιόλογα μνημεία της επιτύμβιας γλυπτικής της τελευταίας περίπου τριακονταετίας του 19ου αιώνα, εμπλουτίζοντας έτσι τη συλλογή και με έργα ταφικής γλυπτικής.

Ο Λάζαρος και ο Γεώργιος Φυτάλης ήταν οι δύο από τους τέσσερις αδελφούς που ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τη γλυπτική. Εργαζόμενοι συχνά από κοινού και συνδυάζοντας στοιχεία του νεοκλασικισμού με τη ρεαλιστική απόδοση και την επιμελημένη επεξεργασία των λεπτομερειών, φιλοτέχνησαν ανδριάντες, προτομές και αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις, συνθέσεις ηθογραφικού περιεχομένου, αλλά και ταφικά μνημεία, είδος με μεγάλη ζήτηση μετά την ίδρυση του Α΄ Νεκροταφείου.

Ανάμεσα στα ταφικά μνημεία που φιλοτέχνησε ο Λάζαρος Φυτάλης περιλαμβάνεται η ανάγλυφη καθιστή μορφή του καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και προέδρου της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Φίλιππου Ιωάννου, στον οικογενειακό τάφο, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει βυζαντινά και νεοκλασικιστικά πρότυπα με ρεαλιστικά στοιχεία. Η στάση της μορφής βασίζεται σε μια – συνηθισμένη στη βυζαντινή τέχνη – απόδοση των Ευαγγελιστών. Παράλληλα, τα κλασικιστικής-αρχαιοελληνικής προέλευσης στοιχεία, όπως η αετωματική στήλη στην οποία εντάσσεται η μορφή, το κάθισμα και ένα είδος αρχαίου ιματίου, συνδυάζονται με ρεαλιστικές αναφορές, όπως τα σύγχρονα ενδύματα.

Το εκμαγείο της μορφής του Φίλιππου Ιωάννου περιήλθε το 1980 στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, με ενέργειες του διευθυντή, Δημήτρη Παπαστάμου. Το 1979 ο Δημήτρης Παπαστάμος είχε ζητήσει από τον δήμαρχο της Αθήνας, Δημήτρη Μπέη να επιτραπεί η λήψη γύψινων εκμαγείων από επιτύμβια γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο καταστροφής τους, όπως και άλλων μαρμάρινων έργων τέχνης που βρίσκονταν σε υπαίθριους χώρους. Ο Δημήτρης Μπέης δέχθηκε την πρόταση και η Πινακοθήκη προχώρησε στη δημιουργία 11 εκμαγείων από τα πιο χαρακτηριστικά και αξιόλογα μνημεία της επιτύμβιας γλυπτικής της τελευταίας περίπου τριακονταετίας του 19ου αιώνα, εμπλουτίζοντας έτσι τη συλλογή και με έργα ταφικής γλυπτικής.

Ο Αντώνης Σώχος ήταν από τους πρώτους γλύπτες που απομακρύνθηκαν από τα κλασικιστικά διδάγματα και στράφηκαν σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Η μελέτη της αρχαϊκής γλυπτικής του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα, των κυκλαδικών ειδωλίων αλλά και της γοτθικής τέχνης και η μύησή του στη μακρά παράδοση της λαϊκής γλυπτικής της Τήνου, σε συνδυασμό με τη γνωριμία των πρωτοποριακών τάσεων στην Ευρώπη, στάθηκαν οι πηγές της έμπνευσής του

Το έργο «Κόρη» παραπέμπει στην πρώιμη αρχαϊκή γλυπτική, στα ξόανα, αλλά και στην αιγυπτιακή τέχνη. Η στάση της νεανικής μορφής, μετωπική και στατική, σχεδόν χωρίς καθόλου βάθος, έχει μακρινό πρότυπο την «Κυρία της Auxerre» του 7ου π.Χ. αιώνα, αλλά και την «Ήρα του Χηραμύη» του 6ου. Το δεξί χέρι, που συγκρατεί τις πτυχές του φορέματος, είναι το μοναδικό στοιχείο που σπάζει την απόλυτη ακινησία, ενώ οι επιφάνειες είναι σχεδόν επίπεδες, με εξαίρεση τον τονισμό του στήθους, τις ελαφρές χαράξεις που υποδηλώνουν τις πτυχές και την εγχάρακτη διακόσμηση στο κάτω μέρος του χιτώνα. Η μορφή είναι σκαλισμένη απευθείας σε ξύλο ευκαλύπτου, στοιχείο ενδεικτικό της νεωτεριστικής κατεύθυνσης του καλλιτέχνη, που τον συνδέει τόσο με τη λαϊκή γλυπτική των ακρόπρωρων όσο και με τις πριμιτιβιστικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στην Ευρώπη.

Ο Ιωάννης Βιτσάρης διδάχθηκε τον νεοκλασικισμό στο Σχολείον των Τεχνών και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Μόναχο. Παρά την νεοκλασική του παιδεία, επιστρέφοντας το 1871 από το Μόναχο, ασχολήθηκε με συνθέσεις ρεαλιστικές, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος, συχνά πολύ τολμηρότερες από εκείνες του Δημητρίου Φιλιππότη, που ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τα ρεαλιστικά θέματα στη νεοελληνική γλυπτική.

Ο “Χρήστος ο αράπης”, που υπήρξε πραγματικό πρόσωπο, ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ο Χρήστος ήταν μια γραφική φυσιογνωμία της Αθήνας, που ζούσε κυρίως στους δρόμους και πέθανε το 1886. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, ενώ υπήρξε μοντέλο σε έργα του Νικηφόρου Λύτρα και του Νικολάου Γύζη.

Ο Βιτσάρης φιλοτέχνησε το έργο το 1874, με άκρως ρεαλιστική διάθεση, η οποία αποτυπώνεται και στη στάση του σώματος και στην απόδοση των λεπτομερειών, ενώ το τελικό αποτέλεσμα ολοκληρώνεται με τον χρωματισμό του γύψου, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση του σκούρου δέρματος. Το 1875 το παρουσίασε στην έκθεση των Ολυμπίων, όπου τιμήθηκε με το χάλκινο νομισματόσημο. Όμως, παρά τη βράβευσή του, το κοινό και οι κριτικοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να δεχθούν μια ακραιφνώς ρεαλιστική θεματολογία και απόδοση, γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε “ιδέα ατυχής”.
Παρά την αρνητική υποδοχή πάντως, ο “Χρήστος ο αράπης” αποτελεί ένα εξαιρετικό, και πρώιμο, δείγμα ρεαλισμού στη νεοελληνική γλυπτική, χωρίς παραχωρήσεις προς την κλασικιστική κατεύθυνση.

Παράλληλα με τις ελεύθερης έμπνευσης ρεαλιστικού περιεχομένου συνθέσεις, ο Φιλιππότης δημιούργησε και έργα από παραγγελίες, όπως ορισμένα από τα πιο αξιόλογα ταφικά μνημεία στο Α΄ Νεκροταφείο. Στα έργα αυτά, συνήθως, ρεαλιστικά αποδοσμένες μορφές εντάσσονται σε κάποιο αρχαιοπρεπές πλαίσιο, όπως στήλες ή ναΐσκους. Το εκμαγείο της μορφής του Εμμανουήλ Ευστρατίου (1882) από τον ομώνυμο τάφο δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα του ύφους που επέβαλε στην επιτύμβια γλυπτική.

Ο ρεαλισμός της μορφής του Εμμανουήλ Ευστρατίου, που ξεκινά από τα ενδύματα και τις επιμέρους λεπτομέρειες, κορυφώνεται στο κεφάλι, με την ελαφρά κλίση μπροστά, και στην έκφραση του προσώπου, με τα τονισμένα ζυγωματικά, τα βαθουλωμένα μάγουλα, που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο σφιγμένο στόμα, κυρίως όμως με το στοχαστικό βλέμμα, που φανερώνει βαθειά συγκέντρωση και ενδοσκόπηση.

Το εκμαγείο περιήλθε στη συλλογή το 1980, με ενέργειες του διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμου. Το 1979 ο Δημήτρης Παπαστάμος είχε ζητήσει από τον δήμαρχο της Αθήνας, Δημήτρη Μπέη να επιτραπεί η λήψη γύψινων εκμαγείων από επιτύμβια γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο καταστροφής τους, όπως και άλλων μαρμάρινων έργων τέχνης που βρίσκονταν σε υπαίθριους χώρους. Ο Δημήτρης Μπέης δέχθηκε την πρόταση και η Πινακοθήκη προχώρησε στη δημιουργία 11 εκμαγείων από τα πιο χαρακτηριστικά και αξιόλογα μνημεία της επιτύμβιας γλυπτικής της τελευταίας περίπου τριακονταετίας του 19ου αιώνα, εμπλουτίζοντας έτσι τη συλλογή και με έργα ταφικής γλυπτικής.