Ο Γιάννης Παππάς παρέμεινε πιστός στην ανθρωποκεντρική απεικόνιση σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας. Με οδηγό τη φύση και την παράδοση έπλασε, σχεδίασε και ζωγράφισε την ανθρώπινη μορφή, αρχικά τονίζοντας τη ρεαλιστική πλευρά και στην πορεία αποδίδοντας την ουσία του θέματος με απλοποίηση και αφαιρετική διάθεση. Το έργο του απηχεί την αρχαϊκή ελληνική και την αιγυπτιακή γλυπτική, αλλά και τις σύγχρονες τάσεις.

Στη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι έπλασε τα αγάλματα του Χρήστου Καπράλου (1936) και του Γιάννη Μόραλη (1937), δύο πολύ χαρακτηριστικά πρώιμα έργα του, των οποίων οι διαφορές στην απόδοση είναι ενδεικτικές του ύφους που θα υιοθετήσει σε μεταγενέστερες συνθέσεις του. Έτσι, ενώ ο Χρήστος Καπράλος χαρακτηρίζεται από έντονο ρεαλισμό, στο άγαλμα του Γιάννη Μόραλη η απόδοση επικεντρώνεται στο ουσιώδες και οι λεπτομέρειες τονίζονται διακριτικά και επιλεκτικά σε χαρακτηριστικά σημεία του προσώπου και του σώματος, προαναγγέλλοντας το πιο αφαιρετικό ύφος που θα χαρακτηρίσει μεταγενέστερα έργα του.

Η απόδοση της προοπτικής και η επέκταση στο χώρο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου της Όπυς Ζούνη. Με αφετηρία την παρατήρηση της φύσης και του περιβάλλοντος, η επέκταση στο χώρο επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της οφθαλμαπάτης, μέσω της γεωμετρικής δομής και των γεωμετρικών σχημάτων, καθώς και των αντιθέσεων φωτός και σκιάς, που δημιουργούνται με τη χρήση του χρώματος.

Σε ορισμένα έργα της υποδηλώνεται η επέκταση στο ανοιχτό, γεμάτο φως περιβάλλον, με σκοπό να αποδοθεί το τοπίο των μεγαλουπόλεων σε μια αρμονική συνύπαρξη με τη φύση. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντιπαράθεση αυστηρά γεωμετρικών τμημάτων με το φωτεινό, αποδοσμένο με ανήσυχες και κοφτές πινελιές ύπαιθρο. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι οι τρισδιάστατες κολόνες, στις οποίες η διαδοχή οριζόντιων γεωμετρικών σχημάτων εναλλασσόμενου χρωματισμού καταλήγει σε κοφτές ζωγραφικές πινελιές, όπως στον “Λευκό κίονα” που εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη.