Ο Ιωάννης Βιτσάρης διδάχθηκε τον νεοκλασικισμό στο Σχολείον των Τεχνών και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Μόναχο. Παρά την νεοκλασική του παιδεία, επιστρέφοντας το 1871 από το Μόναχο, ασχολήθηκε με συνθέσεις ρεαλιστικές, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος, συχνά πολύ τολμηρότερες από εκείνες του Δημητρίου Φιλιππότη, που ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τα ρεαλιστικά θέματα στη νεοελληνική γλυπτική.
Ο “Χρήστος ο αράπης”, που υπήρξε πραγματικό πρόσωπο, ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ο Χρήστος ήταν μια γραφική φυσιογνωμία της Αθήνας, που ζούσε κυρίως στους δρόμους και πέθανε το 1886. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, ενώ υπήρξε μοντέλο σε έργα του Νικηφόρου Λύτρα και του Νικολάου Γύζη.
Ο Βιτσάρης φιλοτέχνησε το έργο το 1874, με άκρως ρεαλιστική διάθεση, η οποία αποτυπώνεται και στη στάση του σώματος και στην απόδοση των λεπτομερειών, ενώ το τελικό αποτέλεσμα ολοκληρώνεται με τον χρωματισμό του γύψου, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση του σκούρου δέρματος. Το 1875 το παρουσίασε στην έκθεση των Ολυμπίων, όπου τιμήθηκε με το χάλκινο νομισματόσημο. Όμως, παρά τη βράβευσή του, το κοινό και οι κριτικοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να δεχθούν μια ακραιφνώς ρεαλιστική θεματολογία και απόδοση, γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε “ιδέα ατυχής”.
Παρά την αρνητική υποδοχή πάντως, ο “Χρήστος ο αράπης” αποτελεί ένα εξαιρετικό, και πρώιμο, δείγμα ρεαλισμού στη νεοελληνική γλυπτική, χωρίς παραχωρήσεις προς την κλασικιστική κατεύθυνση.
Ο Δημήτριος Φιλιππότης, μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπου διδάχθηκε τις αρχές του κλασικισμού, συνέχισε στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη. Η μαθητεία του και ο ευρύτερος καλλιτεχνικός περίγυρος στην ιταλική πρωτεύουσα τον ώθησαν και σε θέματα ρεαλιστικού ύφους και περιεχομένου, που περιλαμβάνουν κυρίως ηθογραφικές σκηνές με παιδικές μορφές στη φύση ή σε καθημερινές ασχολίες και αποτελούν τη μεγάλη καινοτομία του στην μέχρι τότε καθιερωμένη θεματογραφία του κλασικισμού.
Το “Παιδί με κουμπαρά” είναι μια σύνθεση που ο Φιλιππότης δούλεψε σε τρία αντίτυπα. Το έργο που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί ένα ημιτελές αντίτυπο της δεύτερης παραλλαγής του θέματος. Φιλοτεχνήθηκε πιθανόν το 1888, την ίδια χρονιά με την ολοκληρωμένη δεύτερη εκδοχή, και παρουσιάζει μια απόλυτα ρεαλιστική απόδοση του θέματος. Έτσι, το γυμνό σώμα του παιδιού στην αρχική σύνθεση του 1879, χαρακτηριστικό της κλασικιστικής γλυπτικής, έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια πραγματική εικόνα ενός πρόχειρα ντυμένου, ξυπόλητου μικρού παιδιού από τη λαϊκή τάξη, που με χαρακτηριστική αφέλεια και χαρά σηκώνει ψηλά και κουδουνίζει τον κουμπαρά του.
Καλλιτέχνης με κλασικιστική παιδεία, ο Λάζαρος Σώχος είναι ο πρώτος έλληνας γλύπτης που το 1885 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, αντί για το Μόναχο ή την Ιταλία, κατεξοχήν κέντρα της κλασικιστικής παράδοσης το 19ο αιώνα. Ζώντας σε μια μεταβατική περίοδο για τη νεοελληνική γλυπτική, δεν αρνήθηκε εντελώς τις κλασικιστικές του καταβολές, τις συνδύασε όμως με ρεαλιστικά στοιχεία και με τις προσωπικές ιδεαλιστικές του αντιλήψεις.
Οι προτομές αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της δημιουργίας του. Αντίθετα, όμως, με το στείρο και άψυχο ύφος που συχνά συναντάται σε ανάλογα έργα, οι προτομές του Λάζαρου Σώχου χαρακτηρίζονται από την ψυχογραφική προσέγγιση των εικονιζόμενων, μαζί με μια τάση εξιδανίκευσης. Επιπλέον, τα πρόσωπα που επέλεγε να εικονίσει ήταν άνθρωποι με τους οποίους τον συνέδεαν δεσμοί φιλίας, αισθανόταν ευγνωμοσύνη, εκτιμούσε ή θαύμαζε γιατί μοιράζονταν την ίδια ιδεαλιστική-ρομαντική φιλοσοφία.
Η “Προτομή ιερωμένου”, που εικονίζει πιθανότατα τον ιερωμένο, φιλόσοφο και οπαδό του Διαφωτισμού Θεόφιλο Καΐρη (1784-1853), είναι ένα εξαιρετικό σε ρεαλισμό και τεχνική αρτιότητα έργο, που δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πώς ένα από τα συνήθως τυποποιημένα θέματα της γλυπτικής μπορεί να μετατραπεί σε ένα δυνατό ψυχογραφικό πορτραίτο.
Το “Παιδί με τον κάβουρα” του Γεωργίου Βρούτου συνεχίζει την παράδοση των γυμνών παιδικών μορφών στη φύση, που εισήγαγε ο Δημήτριος Φιλιππότης το 1870. Ο Βρούτος ήταν γλύπτης με γνήσια κλασικιστική παιδεία• παράλληλα όμως ενδιαφέρθηκε για συνθέσεις με ρεαλιστικό περιεχόμενο, που προορίζονταν για τη διακόσμηση δημόσιων ή ιδιωτικών κήπων.
Το “Παιδί με τον κάβουρα” συνδυάζει τις κλασικιστικές καταβολές του καλλιτέχνη με τη ρεαλιστική απόδοση. Το γυμνό αγόρι έχει μόλις βγει από τη θάλασσα και κρατά το ιμάτιό του. Τρομαγμένο στη θέα του κάβουρα, τραβιέται προς τα πίσω και προσπαθεί να χτυπήσει τον κάβουρα με ένα βότσαλο που κρατούσε στο σπασμένο δεξί του χέρι.
Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από το απαλό και καλοδουλεμένο πλάσιμο του παιδικού κορμιού, τις αρμονικές αναλογίες και την επιτυχημένη αναγωγή ενός μάλλον σπάνιου θέματος σε εικόνα της καθημερινής ζωής.
Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.
Η ρεαλιστική και συγχρόνως ψυχογραφική απόδοση των εικονιζομένων σε προτομές, που είχε ήδη επικρατήσει στην Ευρώπη, κέντρισε και το ενδιαφέρον του Δ. Φιλιππότη, που, την περίοδο 1864-1870, συνέχιζε τις σπουδές του στη Ρώμη.
Η προτομή της Ειρήνης Αμπανοπούλου, μιας όμορφης νέας γυναίκας, είναι σκαλισμένη με σχεδόν γενικευτική διάθεση στο γυμνό στέρνο και τους ώμους, με τις μαλακές καμπύλες και τις ελαφρές εξάρσεις και υφέσεις της επιφάνειας του μαρμάρου, αλλά με ιδιαίτερη δεξιότητα στην απόδοση της απαλής και σφριγηλής νεανικής σάρκας. Η ρεαλιστική αντίληψη του γλύπτη δηλώνεται σαφέστερα στην απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, με τα λεπτά φρύδια, την κόρη και την ίριδα των ματιών, τη λεπτή, καλλίγραμμη μύτη και το μικρό στόμα, καθώς και στη δαντελωτή απόληξη του φορέματος με το χαμηλό ντεκολτέ και φτάνει στο αποκορύφωμά της στην περίτεχνα δουλεμένη κόμμωση, με τη μακριά κοτσίδα που τυλίγεται στο κεφάλι σαν στέμμα.
Ο Γεώργιος Μπονάνος έζησε σε μια περίοδο μεταβατική για τη νεοελληνική γλυπτική, όταν αρκετοί καλλιτέχνες είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν το ύφος και τα θέματα του κλασικισμού και να στρέφονται στο ρεαλισμό.
“Η Νανά” είναι μια σύνθεση τολμηρή, εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά. Φανερώνει την επίδραση του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου στην ελληνική τέχνη, αλλά και τη στροφή του Μπονάνου σε ρεαλιστικά θέματα. Παρόλα αυτά η απόδοση παραμένει κλασικιστική: το μάρμαρο είναι λειασμένο με μεγάλη επιμέλεια, η ηρωίδα εικονίζεται γυμνή, ενώ το πρόσωπο είναι ήρεμο και σχεδόν απαθές σε σχέση με την αισθησιακή στάση του σώματος.
Το 1900 ο Μπονάνος παρουσίασε το έργο στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι και τιμήθηκε με το χάλκινο μετάλλιο. Το 1938 το εξέθεσε στην Πανελλήνια στο Ζάππειο. Τολμηρό για την εποχή, προκάλεσε ποικίλα σχόλια. Ο ίδιος ο γλύπτης, πάντως, υιοθέτησε αργότερα τον τίτλο “Κυνηγέτις”. Η αλλαγή αυτή ίσως οφείλεται στην ελληνοκεντρική ιδεολογία του Μπονάνου. Ίσως όμως ήταν μια προσπάθεια να αποφύγει τη δημιουργία σκανδάλου. Εξάλλου ο σκύλος, η λεοντή, η φαρέτρα και το τόξο συνδέουν τη νεαρή γυναίκα με την Άρτεμη. Θεά του κυνηγιού, “δέσποινα” και “σαγηνεύτρια” των ζώων, μετατρέπεται εδώ σε σαγηνεύτρια των ανδρών.