Ένα έργο μνημειακών διαστάσεων του Κωνσταντίνου Παρθένη, μια κυκλική σύνθεση, που απεικονίζει το κεφάλι του Χριστού σε υπερφυσική κλίμακα, μαγνητίζει το βλέμμα του επισκέπτη στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο Χριστός, ένας ώριμος γενειοφόρος άνδρας, με το ακάνθινο στεφάνι στα μαλλιά, στρέφει ένα δακρυσμένο βλέμμα γεμάτο οδύνη προς τον ουρανό. Ένας κρουνός από χρυσοκίτρινο φως, που αντικαθιστά το φωτοστέφανο, λούζει το θείο πρόσωπο χαρίζοντάς του μια υπερκόσμια λάμψη και τονίζοντας την πλαστικότητά του.

Ο εξανθρωπισμός του δόγματος και η δραματική απόδοση του θείου πάθους ανήκουν στην εικονογραφία της καθολικής εκκλησίας όπως διαμορφώθηκε στον καιρό της Αντιμεταρρύθμισης και κυριάρχησε στο Μπαρόκ (17ος αιώνας). Ο Χριστός του Παρθένη ανήκει σε μια τυπολογία που συναντάται συχνά στον Θεοτοκόπουλο (El Greco), αλλά η συγκεκριμένη σύνθεση φαίνεται να εμπνέεται από μια ανάλογη κυκλική σύνθεση του Γκουΐντο Ρένι. Το θέμα, η συγκινησιακή φόρτιση, η κυρίαρχη μπλε τονικότητα που εμψυχώνεται από το συμπληρωματικό κίτρινο του φωτός, η τεχνική της στιγμογραφίας, κατατάσσουν αυτό το πρώιμο έργο του Παρθένη στον Συμβολισμό της Secession της Βιέννης όπου είχε κάνει τη μαθητεία του ο νέος Έλληνας ζωγράφος.

Ο Ιάκωβος Ρίζος, ο οποίος σπούδασε στο Παρίσι, εκφράζει το πνεύμα της Μπελ Επόκ, δηλαδή της τέχνης που αναπτύσσεται στο Παρίσι γύρω στα 1900. Η ζωγραφική του έχει ως κύριο θέμα όμορφες και κομψές γυναίκες που απεικονίζονται μέσα σε πλούσια ανάκτορα ή σε κήπους. Είναι μια ζωγραφική ευχάριστη και ανώδυνη.
Η “Αθηναϊκή βραδιά”, ένα από τα πιο γοητευτικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα, ζωγραφίστηκε το 1897 και το 1900 τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού. Ο πίνακας εκφράζει το κλίμα ευφορίας, το ευ ζην των πλούσιων αστών της Αθήνας στο τέλος του αιώνα. Στην ταράτσα ενός νεοκλασικού σπιτιού στην περιοχή της Πλάκας, ένας όμορφος αξιωματικός του ιππικού απαγγέλλει ποίηση σε δύο ωραίες Αθηναίες που τον ακούνε μαγεμένες. Ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα τυλίγει στα πορτοκαλόχρωμα πέπλα του την Ακρόπολη στο βάθος του πίνακα και διαποτίζει τις φόρμες, χωνεύοντάς τις κυριολεκτικά μέσα στην ατμόσφαιρα. Το έργο μπορεί να περιφρονεί τις σχολές και τα ιμπρεσιονιστικά διδάγματα, αλλά αποπνέει ένα διαβρωτικό ποιητικό αίσθημα που το κάνει αξιολάτρευτο.