Το “Επιτύμβιο” είναι μια από τις πιο επιβλητικές και μνημειώδεις συνθέσεις του Μόραλη, με θέμα εμπνευσμένο από τις αρχαίες στήλες. Το πλαίσιο ορίζεται από παραστάδες και από τη γνωστή μας μισάνοιχτη πόρτα, μπροστά στην οποία στέκεται μια γυμνή γυναικεία μορφή σε μια στάση γνωστή από την αρχαία αγαλματοποιία: με τα πόδια σταυρωτά σε κοντραπόστο (χιασμό κινήσεων). Η τοποθέτηση των χεριών είναι επίσης γνωστή από την Αρχαιότητα. Δυο άλλες γυμνές γυναικείες μορφές απεικονίζονται καθιστές να κρατιούνται από το χέρι. Ο Μόραλης έχει πλάσει τα γυμνά ρωμαλέα σώματα με τη βυζαντινή τεχνική, με καστανούς προπλασμούς, ανοίγματα και φώτα. Η χρωματική γκάμα του έργου μοιάζει και αυτή να ακολουθεί τη βυζαντινή κλίμακα, που ο ζωγράφος εντούτοις την αποκαλεί πολυγνώτεια, δηλαδή εμπνευσμένη από τον αρχαίο ζωγράφο του 5ου αιώνα Πολύγνωτο. Οι χρωματικές μονάδες οργανώνονται σε γεωμετρικά σχήματα, έτσι που δημιουργούν ένα παζλ, το οποίο παραπέμπει στον Κυβισμό. Όλη η σύνθεση, τα πλήρη και τα κενά, είναι υπολογισμένα έτσι, ώστε να δημιουργούν επίσης ελεγχόμενα γεωμετρικά σχήματα. Το κορυφαίο τούτο έργο αποπνέει μια ήρεμη μελαγχολία, ένα νηφάλιο διαστοχασμό πάνω στην ανθηρή νιότη αυτών των κοριτσιών και στο θάνατο που ελλοχεύει.
Η “Επιτύμβια σύνθεση Γ” αντιπροσωπεύει μια ακόμη επιβλητική επιτύμβια σύνθεση του ζωγράφου. Μια κοπέλα γυμνή, νεκρή ή ετοιμοθάνατη, είναι ξαπλωμένη στη στάση της Δανάης, όπως την έχουν απεικονίσει ζωγράφοι της Αναγέννησης, όπως ο Τιτσιάνο. Ένας άγγελος με μαύρα φτερά ετοιμάζεται να την καλύψει με ένα λευκό σεντόνι-σάβανο. Και εδώ ο αβαθής χώρος ορίζεται από κάθετες και οριζόντιες. Όλα τα στοιχεία της σύνθεσης οργανώνονται σε γεωμετρικά σχήματα. Το πλάσιμο ακολουθεί και πάλι τη βυζαντινή συνταγή. Σκούροι προπλασμοί, ανοίγματα και φώτα. Κυριαρχούν τα καφετιά, οι σιένες, οι ώχρες, τα λευκά. Κλασικό αίσθημα, συναισθηματική απόσταση –δηλαδή ο ζωγράφος δεν εκφράζει τα συναισθήματά του–, μνημειακότητα, σιωπή, νηφάλια θλίψη, στοχασμός πάνω στον έρωτα και το θάνατο, συνθέτουν το χαρακτήρα ενός αυθεντικού αριστουργήματος.
Η “Έγκυος γυναίκα” απεικονίζει τη γλύπτρια Μπούμπα Λυμπεράκη, σύζυγο πλέον του καλλιτέχνη, ενώ εγκυμονεί το γιο τους. Κάθεται σε έναν αβαθή χώρο, που ορίζεται από επίπεδα παράλληλα με την επιφάνεια του πίνακα, χαρακτηριστικά της κλασικής τέχνης. Η έγκυος γυναίκα είναι ντυμένη με μια αυστηρή μαύρη ρόμπα, με βιολέ τονικότητα. Με το δεξί της χέρι κρατάει ένα μήλο, σύμβολο της γονιμότητας, ενώ με το αριστερό ακουμπάει στην κοιλιά της με μια προστατευτική κίνηση, που τονίζει την προχωρημένη εγκυμοσύνη της. Το βλέμμα της, υπνωτισμένο, βυθίζεται στο άπειρο, σαν να στοχάζεται το μυστήριο της ζωής που κυοφορεί. Ο τρόπος που έχει ζωγραφιστεί το δάπεδο, η γεωμετρική οργάνωση του βάθους, όπου κυριαρχούν οι κάθετες γραμμές, η λιτή γεωμετρική απόδοση της μορφής, η οικονομία στη χρωματική σύνθεση δίνουν σε αυτό το έργο ένα χαρακτήρα κλασικό. Χωρίς να παύει να είναι ολόσωμο πορτρέτο ενός συγκεκριμένου και, μάλιστα, προσφιλούς προσώπου, η “Έγκυος γυναίκα” ανάγεται σε υπερχρονικό σύμβολο της γονιμότητας. Ένα άλλο αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό της τέχνης του Μόραλη, που επίσης ανήκει στα γνωρίσματα του κλασικού, είναι η συναισθηματική απόσταση του ζωγράφου από το θέμα του, ακόμη και αν πρόκειται για πολύ οικεία θέματα.
Η “Σύνθεση Α” εισάγει, σύμφωνα με την ομολογία του ζωγράφου, στη σειρά με τα “Επιτύμβια”. Ο ζωγράφος έχει αποκαλύψει ότι τη σκηνή αυτή την ονειρεύτηκε και μόλις ξύπνησε την αποτύπωσε στο χαρτί, για να την επεξεργαστεί αργότερα. Τα “Επιτύμβια” εμπνέονται από τις αττικές επιτύμβιες στήλες, με τις οποίες μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: στις αρχαίες στήλες απεικονίζονται δύο ή τρεις μορφές –η μία είναι καθιστή και ταυτίζεται με το νεκρό πρόσωπο– σε έναν αβαθή χώρο. Η στάση τους είναι στοχαστική και εκφράζει συγκρατημένη θλίψη. Στα επιτύμβια του Μόραλη πρωταγωνιστούν αποκλειστικά γυναίκες νεαρής ηλικίας, όπως και σε όλη τη ζωγραφική του. Μια άλλη πηγή έμπνευσης είναι η πομπηϊανή “Βίλα των Μυστηρίων”.
Εδώ ο χώρος ορίζεται από το πλαίσιο της πόρτας και έναν καθρέφτη κρεμασμένο στον τοίχο. Το βάθος του είναι τόσο όσο για να χωράει το τραπεζάκι πάνω στο οποίο ακουμπάει το καθιστό, στοχαστικό και λυπημένο κορίτσι. Η άλλη γυμνή κοπέλα έχει κιόλας μισανοίξει την πόρτα και ετοιμάζεται να φύγει. Έτσι υποδηλώνεται η ιδέα του θανάτου ίσως. Το έργο έχει σκιτσαριστεί με δυνατά και σίγουρα περιγράμματα που υποβάλλουν και τον όγκο, αφού απουσιάζει εντελώς ο σκιοφωτισμός. Η χρωματική αρμονία, με τον βυσσινί τοίχο και την κίτρινη ώχρα της πόρτας, όπου προβάλλεται έντονα η ανοιχτόχρωμη ροζ σάρκα των γυμνών σωμάτων, είναι λιτή και δραστική.
Οι “Δύο φίλες” ανήκουν στους πίνακες που εμπνέονται από την παράδοση του Φαγιούμ, τα πορτρέτα της Αναγέννησης και τα αντίστοιχα έργα του Αντρέ Ντεραίν. Εκφράζει με απόλυτο τρόπο το κλασικό πνεύμα της τέχνης του Μόραλη. Σε επιμέρους λεπτομέρειες προϋποθέτει το δίδαγμα του Κυβισμού. Οι δύο φίλες είναι νεαρές γλύπτριες: η Μπούμπα Λυμπεράκη, που έμελλε να γίνει η δεύτερη γυναίκα του Μόραλη, και η Ναταλία Μελά (με το κόκκινο φόρεμα). Ο ζωγράφος τις έχει τοποθετήσει μετωπικά σε έναν αβαθή χώρο, που περικλείεται από παραπέτασμα. Η στάση, το βλέμμα, που μαγνητίζει το θεατή, ο χρόνος που μοιάζει σταματημένος, ακόμη και ο τρόπος που έχουν ζωγραφιστεί οι μορφές, υποβάλλουν την αίσθηση της αιωνιότητας, προνόμιο των κλασικών έργων.
Το φόντο του πίνακα είναι πρασινωπό και αυτό κάνει το κόκκινο φόρεμα –το συμπληρωματικό δηλαδή του πράσινου– να ακτινοβολεί. Το μαύρο σακάκι της Λυμπεράκη, η άσπρη μπλούζα, το γκρίζο ριγωτό πουκάμισο της άλλης κοπέλας συμπληρώνουν την αυστηρή αρμονία της σύνθεσης και δίνουν ακόμη μεγαλύτερη λάμψη στο μοναδικό έντονο χρώμα, το κόκκινο.