


Το υπέροχο αυτό έργο, που αποκτήθηκε το 2002 από την Εθνική Πινακοθήκη, μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο ελεύθερα «ιμπρεσιονιστικά» επιτεύγματα του Βολανάκη. Ζωγραφίστηκε στο Μόναχο και παρουσιάζει το μάζεμα των διχτυών από τους ψαράδες την ώρα της ανατολής. Η βάρκα και οι ψαράδες είναι σκοτεινοί, διότι το φως έρχεται από πίσω, από το βάθος του πίνακα. Ουρανός και κύματα είναι πλημμυρισμένα από το φως, που αποδίδεται με πορτοκαλί και ιώδεις τόνους. Η πινελιά είναι ελεύθερη και ολόκληρο το έργο πάλλεται από ζωντάνια.








Ο Γεώργιος Ιακωβίδης είναι ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου. Παρόλο που διακρίθηκε σε πολλά είδη (ηθογραφία, προσωπογραφία, νεκρές φύσεις κ.ά.) έγινε κυρίως γνωστός και κοσμαγάπητος ως ζωγράφος της παιδικής ηλικίας. Τα περισσότερα έργα του με αυτό το θέμα ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο, όπου έζησε από το 1877 ως το 1900, όταν δηλαδή μετακλήθηκε στην Αθήνα να αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, που μόλις είχε ιδρυθεί. Ο Ιακωβίδης παρέστησε με απαράμιλλο τρόπο τη σχέση των γερόντων, παππούδων και γιαγιάδων, με τα εγγόνια τους.
Εδώ βλέπουμε μια καλοσυνάτη γιαγιά, σκουροντυμένη, να κρατάει στην ποδιά της ένα χαριτωμένο ξανθό κοριτσάκι, το οποίο φοράει άσπρη ανθοστόλιστη ποδιά και κόκκινα καλτσάκια. Όλη η προσοχή του συγκεντρώνεται στο χάλκινο δίσκο με τα φρούτα, ευκαιρία για το ζωγράφο να αποδώσει μια υπέροχη νεκρή φύση. Η σκηνή ξετυλίγεται μπροστά σε έναν άσπρο τοίχο που δημιουργεί έντονη αντίθεση με το σκουρόχρωμο κύριο θέμα. Όλα έχουν ζωγραφιστεί με αξιοθαύμαστη γνώση του σχεδίου, του χρώματος, του φωτός, και με βαθιά διαίσθηση της ψυχολογίας των σχέσεων των δύο ηλικιών. “



Ο Γεώργιος Άβλιχος, ο Kεφαλονίτης δημιουργός αυτού του αριστουργήματος, ποιητής, μουσικός και ζωγράφος με σπουδές στην Ιταλία, ξεφεύγει τελείως από την παράδοση του ακαδημαϊσμού της εποχής του. Η ατμόσφαιρα των έργων του έχει κάτι το ποιητικό και αλλοπαρμένο, μια διάσταση σχεδόν μεταφυσική, η οποία προαγγέλλει τον Ντε Κίρικο και τον Μπαλτύς, ένα σύγχρονο ζωγράφο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διακρίνει τον Άβλιχο από τους ομοτέχνους του της ίδιας εποχής είναι ότι αποφεύγει την καφετιά άσφαλτο που χρησιμοποιούν οι ακαδημαϊκοί και ζωγραφίζει με καθαρά και λαμπερά χρώματα.
Τι να αγναντεύει άραγε η νεαρή Ρουμπίνα (γιατί ξέρουμε το όνομά της), κόρη του Ιωάννη Γεράσιμου Καβαλιεράτου, από το ανοικτό παράθυρο του εξοχικού της στα Βλαχάτα της Σάμης; Το βλέμμα της, ονειροπόλο, βυθίζεται στο γαλάζιο του ουρανού και το μικρό λευκό σκυλάκι που κρατάει στην αγκαλιά της μοιάζει και αυτό συνεπαρμένο από το ίδιο αθέατο για μας όραμα. Το λευκό αέρινο φόρεμά της, ζωγραφισμένο με ανάλαφρους τόνους λιλά και ώχρας, έρχεται σε αντίθεση με τη μαύρη βεντάλια και τα λυτά κορακίσια μαλλιά της. Ένα θαλασσινό αεράκι, ένας ζέφυρος που μυρίζει Ιόνιο, αναδεύει τα μαλλιά του κοριτσιού και μαδάει το κόκκινο τριαντάφυλλο που τα στολίζει. Μήπως αυτό το φυλλορόισμα του ρόδου παραπέμπει συμβολικά στο εφήμερο της νιότης που ο χρόνος τη μαδάει και αυτή σαν τριαντάφυλλο;




Ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου διατέλεσε πολύ επιτυχημένος διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών από το 1844 έως το 1862. Εξάλλου είναι εκείνος που σχεδίασε και έκτισε το Πολυτεχνείο. Ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε το πορτρέτο του από φωτογραφία, λίγο μετά το θάνατο του αρχιτέκτονα.
Σοβαρός και στοχαστικός, ο μεγάλος αρχιτέκτονας κάθεται λίγο λοξά σε μια πλούσια πολυθρόνα, όπου έχει ρίξει λίγο ανέμελα το παλτό του. Κοιτάζει προς τη μεριά του θεατή, αλλά στην πραγματικότητα το βλέμμα του βυθίζεται στο άπειρο. Ίσως ο καλλιτέχνης ήθελε με αυτό τον τρόπο να υποδηλώσει τον πρόσφατο θάνατο του επιστήμονα. Ο Νικηφόρος Λύτρας αναδεικνύεται εδώ σε βαθύ ψυχογράφο, επαληθεύοντας την προτροπή του: «ο προσωπογράφος», έγραφε ο Νικηφόρος Λύτρας, «πρέπει να αντλεί από τα απεικονιζόμενα πρότυπά του ό,τι αισθάνονται ταύτα εις τα βάθη της ψυχής των». Στο αριστερό του χέρι κρατάει ένα μικρό βιβλίο, με το δείκτη να σημειώνει τη σελίδα μιας ανάγνωσης που διακόπηκε. Το δεξί χέρι ακουμπά σε ένα τραπέζι, όπου βρίσκονται σκόρπια χαρτιά και αντικείμενα, υπέροχα ζωγραφισμένα.
Το έργο έχει ζωγραφιστεί με αδρές πινελιές, γεμάτες σιγουριά, και με μια αβρή χρωματική κλίμακα, καστανοκόκκινη, που διαλέγεται με τα γκριζοπράσινα, τις ώχρες, τα μαύρα και τα λίγα λευκά. Προσέξτε το κόκκινο μαντίλι στην τσέπη της ρεντιγκότας που ακουμπά στην καρέκλα. Ο πίνακας αυτός με τις μνημειακές του διαστάσεις είναι ένα από τα πιο επιβλητικά πορτρέτα του 19ου αιώνα.






