Το “Λιμάνι της Καλαμάτας” μας εισάγει στην ποιητική και λυρική ατμόσφαιρα της ζωγραφικής του Παρθένη. Τι βλέπουμε σε αυτό τον πίνακα; Μια προκυμαία με παγκάκια, όπου στην άκρη της υψώνεται ένας κόκκινος φάρος. Ένα ιστιοφόρο με ανοικτά πανιά, βαμμένα κίτρινα. Ένα μενεξελί βουνό στο βάθος και έναν ουρανό με ανάρια σύννεφα, όπου ξαναβρίσκουμε, σε αχνότερους τόνους, τα χρώματα της θάλασσας και του βουνού. Όλο το έργο έχει ζωγραφιστεί ανάλαφρα, αφήνοντας αναπνοές ανάμεσα στα χρωματικά πεδία. Η αρμονία των χρωμάτων βασίζεται στο διάλογο ανάμεσα στα μπλε-μοβ και τα κίτρινα-πορτοκαλιά. Είναι, δηλαδή, ένας διάλογος ανάμεσα σε ψυχρά και θερμά και σε συμπληρωματικά χρώματα. Η σύνθεση στηρίζεται στη μεγάλη οριζόντιο της θάλασσας, στην κάθετο του φάρου και στη διαγώνιο της προκυμαίας. Το πλησίστιο καράβι με τα ανοικτά πανιά εξισορροπεί το βάρος των στοιχείων, που αλλιώς θα έγερναν προς τα δεξιά.

Παρόλο που η προκυμαία έχει σχεδιαστεί προοπτικά, στην πραγματικότητα η εικόνα δεν έχει βάθος. Αυτό συμβαίνει, γιατί δεν υπάρχει αυτό που οι παλιοί ζωγράφοι ονόμαζαν “”ατμοσφαιρική προοπτική””. Με άλλα λόγια, τα πιο απομακρυσμένα πράγματα –η μακρινή προβλήτα, τα βουνά– δεν έχουν ζωγραφιστεί με πιο αχνά χρώματα, για να υποβάλουν την αίσθηση της απόστασης. Στη μοντέρνα ζωγραφική ο καλλιτέχνης προσπαθεί να κρατήσει την εικόνα στο επίπεδο του καμβά, αποφεύγοντας την ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης. “

“Το ψάθινο καπέλο” είναι από τα πιο εντυπωσιακά και τα πιο τολμηρά έργα του πρώιμου ελληνικού Μοντερνισμού. Πριν ακόμη το αναλύσουμε, η πρώτη εντύπωση που μας δίνει είναι ότι βυθιζόμαστε σε ένα νησιώτικο τοπίο μια καλοκαιρινή μέρα με μεγάλη ζέστη. Τα φλογισμένα κίτρινα από τα ξερά χόρτα, που σμίγουν με την κίτρινη ψάθα του ηλιοκαμένου κοριτσιού –γιατί κορίτσι είναι– συνομιλούν με τα γαλάζια και τα ιώδη, που μεταναστεύουν από το πουκάμισο της νεαρής κοπέλας στον ασπρισμένο αυλόγυρο και στα χαμηλά νησιώτικα σπίτια, που κλείνουν τη σύνθεση προς τα πάνω. Κυριαρχούν λοιπόν δύο συμπληρωματικά χρώματα, διαβαθμισμένα όμως σε διάφορους τόνους και απλωμένα στη σύνθεση παρατακτικά: όλα τα γκριζογάλαζα ψυχρά στο κάτω μέρος, όλα τα πορτοκαλοκίτρινα θερμά προς τα πάνω.
Ο ζωγράφος φορτώνει το πινέλο με μπόλικο χρώμα και «χτίζει» τη σύνθεσή του με πλατιές πινελιές. Είναι σαν να παρακολουθούμε τον ίδιο τον γρήγορο και σίγουρο ρυθμό και τη φορά της χειρονομίας του καλλιτέχνη. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για μια εξπρεσιονιστική χειρονομιακή γραφή. Μόνο που ο Νικόλαος Λύτρας μεταδίδει ένα αίσθημα γαλήνης και όχι αγωνίας, όπως συμβαίνει με τους εξπρεσιονιστές ζωγράφους. Αυτό το έργο, με τον κλειστό ορίζοντα και την ανοδική σύνθεση, με τα ζωηρά φλεγόμενα από τον ήλιο χρώματα, μπορεί να θεωρηθεί ως ιδεόγραμμα του ελληνικού καλοκαιριού σε ένα ελληνικό νησί στο Αιγαίο. Ίσως πρόκειται εδώ για την Τήνο, από όπου καταγόταν ο ζωγράφος.

Και σε αυτή τη σύνθεση ο ζωγράφος ανεβάζει τον ορίζοντα και τον κλείνει με μια σειρά ψαράδικα σπίτια κτισμένα στην παραλία. Αυτό βέβαια βοηθά τον καλλιτέχνη να κρατήσει τη σύνθεσή του στο επίπεδο του πίνακα, αποφεύγοντας την ψευδαίσθηση της προοπτικής. Όπως είδαμε και σε προηγούμενα έργα, αυτό το κατάφερναν οι ζωγράφοι και με άλλο τρόπο: καταργώντας την παλιά αντίληψη ότι τα πράγματα περιβάλλονται από μια ατμόσφαιρα, που η παλιά τέχνη την παρίστανε σαν κενό. Τώρα και ο ουρανός και η ατμόσφαιρα ζωγραφίζονται με ζωηρά χρώματα και νοούνται ως “”πλήρες””, έτσι ώστε στη ζωγραφική επιφάνεια να μην υπάρχουν «κενά». Αυτός ήταν και ο λόγος που όταν ζωγραφίζουν ύπαιθρα, οι καλλιτέχνες αποφεύγουν τη λεγόμενη «ατμοσφαιρική προοπτική».
Μια βάρκα με πανί έχει τοποθετηθεί διαγώνια. Καθώς την κόβει το πλαίσιο του πίνακα, ο ζωγράφος μας κάνει να αισθανθούμε ότι βρισκόμαστε και εμείς μέσα στη βάρκα με τον νωχελικό ψαρά, που λάμνει μόνο με ένα κουπί και μοιάζει να μας κοιτάζει, παρόλο που το πρόσωπό του είναι αδρά σκιτσαρισμένο. Η θάλασσα έχει αποδοθεί με πηχτό χρώμα και ρευστές πινελιές, που της προσδίδουν μια υλική υπόσταση. Κυριαρχούν τα μπλε, τα ιώδη και οι ώχρες.”

Ο ζωγράφος έστησε το καβαλέτο του ψηλά, για να ζωγραφίσει το όμορφο λευκό κυκλαδίτικο εκκλησάκι, που περιβάλλεται από τα ταπεινά νησιώτικα σπίτια. Στο πρώτο επίπεδο, όπως το συνήθιζε ο Μαλέας, τοποθέτησε τα πλατιά δώματα των σπιτιών, για να σπρώξει το βλέμμα του θεατή να εξερευνήσει το βάθος. Ένας αυλότοιχος, που φιδοσέρνεται, μας «ξεναγεί», οδηγώντας το βλέμμα μας ως τη βαθιά γαλάζια θάλασσα και ως το νησάκι της Καμένης με το σβησμένο ηφαίστειο. Ο ορίζοντας ανεβαίνει πολύ ψηλά, αφήνοντας μονάχα μια λωρίδα ουρανού σε χρώμα τυρκουάζ, όπου κυκλοφορούν λευκά σχηματοποιημένα σύννεφα με χρυσές παρυφές. Οι κυρίαρχοι τόνοι, εκτός από το μπλε και το λευκό, είναι το καστανό, το φαιό, το γκρίζο. Οι σκιές είναι μαβιές και γαλάζιες, σύμφωνα με το δίδαγμα του Ιμπρεσιονισμού*, που επιβεβαίωσε η έγχρωμη φωτογραφία αργότερα. Αντίθετα με τον πίνακα του “Θέρμου”, όπου κυριαρχούν οι οριζόντιες, εδώ έχουμε μια μεγάλη διαγώνιο, και πολλούς καμπυλόγραμμους ρυθμούς.