Η γλυπτική του Γιώργου Νικολαΐδη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την παραδοσιακή ανθρωποκεντρική απεικόνιση ως τις αφηρημένες συνθέσεις κονστρουκτιβιστικού χαρακτήρα, τα περιβάλλοντα και τις εγκαταστάσεις. Στα πιο πρώιμα έργα του εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή. Η αφαιρετικότητα των έργων αυτών μετατρέπεται σταδιακά σε απόλυτη αφαίρεση.

Τη δεκαετία του ΄70 ο Νικολαΐδης δημιούργησε μια σειρά έργων από ανοξείδωτο χάλυβα, τα οποία χαρακτηρίζει με αριθμούς. Τα έργα αυτά είναι κατασκευασμένα από τμήματα κυλινδρικών σχημάτων με αιχμηρές απολήξεις, που ανελίσσονται ελεύθερα και δυναμικά στο χώρο ή συγκλίνουν σε ποικίλους ρυθμικούς συνδυασμούς. Το στοιχείο που κυριαρχεί είναι μια αέναη, κυκλική ή ελικοειδής κίνηση, άλλοτε άμεσα αντιληπτή και άλλοτε λανθάνουσα.

Η σύνθεση “1211Α” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο της σειράς αυτής. Ξεκινά από επιθετικά οξυγώνια σχήματα στο κάτω μέρος και εξελίσσεται σε δύο κυλινδρικά τμήματα που τείνουν να σχηματίσουν ένα κύκλο. Έτσι, οι αιχμηρές τους απολήξεις καταλήγουν σε μια ήρεμη σύγκλιση-συνάντηση. Το έργο εντάσσεται και συνυπάρχει αρμονικά με το χώρο, ο οποίος ταυτόχρονα ορίζεται από το σχήμα του και περικλείεται σε αυτό, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της γλυπτικής φόρμας.

Ο Ιωάννης Αβραμίδης γεννήθηκε στο Βατούμ της Ρωσίας. Το 1943 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου επί σειρά ετών υπήρξε καθηγητής και Διευθυντής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.

Η ολόσωμη ανδρική μορφή, απόγονος των αρχαίων κούρων, συνθέτει την πλειονότητα των έργων του και αποτέλεσε τον πυρήνα για τη δημιουργία συνθέσεων είτε με μεμονωμένες είτε με περισσότερες, ρυθμικά επαναλαμβανόμενες, καμπυλόμορφες και στατικές μορφές.

Από το 1967 ο Αβραμίδης άρχισε να φιλοτεχνεί σειρές μορφών που ονόμασε “Bandfiguren”, δηλαδή Μορφές σε ζώνες ή ταινίες, στις οποίες εισήγαγε την κίνηση, καθώς και τη γωνιώδη απόδοση. Ο «Μαχητής» είναι ένα χαρακτηριστικό έργο, στο οποίο δύο μονοκόμματες γωνιώδεις ταινίες εφάπτονται σε διάφορα σημεία και συνθέτουν συνοπτικά και χωρίς περιττά στοιχεία μια μορφή σε στάση μάχης.

Η Φρόσω Μιχαλέα πέρασε πολύ σύντομα από την αναπαράσταση στην αφαίρεση. Εργάστηκε με μάρμαρο, ξύλο, πέτρα, ενώ τη δεκαετία του ’80 στράφηκε στο μέταλλο, δημιουργώντας, από το 1985 ως το 1994, τις ενότητες έργων “Κίνηση στο χώρο και το χρόνο” και “Δέντρα και πουλιά”.

Στην ενότητα “Κίνηση στο χώρο και το χρόνο”, χρωματισμένα φύλλα χάλυβα, που προκύπτουν μετά από προσεκτικούς υπολογισμούς, μετρήσεις και σχέδια, συναρμολογούνται με μπουλόνια και ξεδιπλώνονται ρυθμικά σε οριζόντια ή κατακόρυφη ανάπτυξη, δημιουργώντας την εντύπωση μιας αέναης κίνησης στο χώρο και το χρόνο. Τα “Δέντρα και πουλιά” αποτελούν τη συνέχεια της ενότητας “Κίνηση στο χώρο και το χρόνο” και, σύμφωνα με τη γλύπτρια, “είναι η μορφοπλαστική απόδοση της συνεχούς κίνησης σε ανάπτυξη, ακινητοποιημένης σε μια στιγμή της”. Το “Πουλί Ι”, που ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο οποίο “τα ατσάλινα φύλλα αναδιπλωμένα, με έντονες αιχμηρές απολήξεις και πολλαπλές κατευθύνσεις, σχηματίζουν σώμα και φτερά μαζί σε μια στιγμή εκκίνησης”.