Ο “Βοσκός με κατσικάκι” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο του Γεωργίου Φυτάλη από την περίοδο της φοίτησής του στο Σχολείον των Τεχνών. Η σύνθεση είχε δοθεί ως θέμα στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό το 1856, στον οποίο έλαβαν μέρος και οι δύο αδελφοί, Γεώργιος και Λάζαρος. Τα έργα τους ισοψήφησαν και μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο, στο μάρμαρο όμως μεταφέρθηκε μόνο το έργο του Γεωργίου.

Ο «Βοσκός με κατσικάκι» συνδυάζει τύπους της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με την κλασικιστική εξιδανίκευση, την επιμελημένη επεξεργασία των μερών και τις ρεαλιστικές εκφάνσεις μιας – εκ πρώτης όψεως – ηθογραφικής σύνθεσης, η οποία λαμβάνει συμβολικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί αναφορά στην παραβολή του καλού ποιμένα.

Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878. Την ίδια χρονιά έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής ο Χαλεπάς εμπνέεται τα θέματά του από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, σύμφωνα με το κλασικιστικό πνεύμα που επικρατούσε στην ελληνική γλυπτική το 19ο αιώνα. Ο “Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα” είναι ένα έργο χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή. Είναι επίσης η πρώτη από δώδεκα ανάλογες συνθέσεις που δούλεψε ο γλύπτης.

Στην πρώτη αυτή παραλλαγή ο Χαλεπάς φιλοτεχνεί μια σύνθεση που φανερώνει τις εξαιρετικές δυνατότητές του• μια σύνθεση ανοιχτή, πολυαξονική, με έντονη κίνηση, όπως εκείνες της ελληνιστικής περιόδου, και με πολλές γωνίες θέασης, ένα στοιχείο που θα χαρακτηρίζει πάντα τα έργα του. Τα κλασικιστικά στοιχεία αναγνωρίζονται στα γυμνά σώματα, στην απόδοση των ματιών χωρίς κόρη και ίριδα και στην απαλή, σχεδόν άψογα λειασμένη επιφάνεια του μαρμάρου, που αφήνει το φως να κυλάει ήσυχα. Το τρυφερό σώμα του Έρωτα προβάλλεται πάνω στη σκιά του στήθους του Σάτυρου. Αντίθετα με πολλές παραστάσεις που απεικονίζουν τους σάτυρους σαν γέρους δύσμορφους και απωθητικούς, ο Χαλεπάς λαξεύει μια μορφή εφήβου, ενώ τα μόνα στοιχεία που θυμίζουν τη διπλή του υπόσταση είναι η μικρή ουρά στη βάση της σπονδυλικής στήλης, τα μυτερά αυτιά και τα δυο μικρά κέρατα που μόλις διακρίνονται ψηλά στο μέτωπο.

Η πρώτη εντύπωση που δημιουργεί η σύνθεση είναι ότι πρόκειται για μια σκηνή χαρούμενη, γεμάτη αθωότητα και ανεμελιά. Αν όμως παρατηρήσει κανείς το έργο πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι αυτή η διάχυτη ανάλαφρη ατμόσφαιρα είναι μάλλον επιφανειακή. Το χαμόγελο του Σάτυρου είναι περιπαιχτικό και η έκφρασή του σκληρή και κοροϊδευτική. Ο μικρός Έρωτας μάταια προσπαθεί να φτάσει το σταφύλι.

Για πρώτη φορά υποδηλώνεται εδώ η σχέση του γλύπτη με τον πατέρα του, ο οποίος εξαρχής είχε αντιταχθεί στην καλλιτεχνική κλίση του γιου του. Από το 1918 ως το 1936 ο Χαλεπάς φιλοτέχνησε έντεκα ακόμα συνθέσεις με θέμα το Σάτυρο και τον έρωτα, σε πηλό ή γύψο. Οι συνθέσεις αυτές καταγράφουν τη σταδιακή απεξάρτηση του Χαλεπά από την τυραννική μορφή του πατέρα.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878, οπότε έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Το “Κεφάλι Σατύρου” είναι από τα τελευταία έργα της πρώτης περιόδου της δημιουργίας του. Μια μορφή ρεαλιστική, εξαιρετική σε πλάσιμο, αποτυπώνει ένα σχεδόν ψυχογραφικό ατομικό πορτραίτο ενός ώριμου άνδρα. Το ολοζώντανο, διαπεραστικό του βλέμμα και το μυστηριώδες χαμόγελο δίνουν τον τόνο στη μορφή. Το χαμόγελο μοιάζει άλλοτε σαρκαστικό ή δαιμονικό και άλλοτε μελαγχολικό, ανάλογα με την πλευρά που το κοιτάζει κανείς. Προκαλούσε μάλιστα μεγάλη ψυχική αναστάτωση στον Χαλεπά, που είχε προσπαθήσει να καταστρέψει το έργο γρατσουνίζοντάς το και πετώντας του πηλό.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα, όπως οι δύο νεανικές μορφές που συμβολίζουν τον Έρωτα και την Ψυχή και συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκινά από την αρχαιότητα και επαναλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή κλασικιστική γλυπτική.

Για την απόδοση του θέματος ο Κόσσος σκάλισε δύο ανεξάρτητα κεφάλια, που μπορούν να σταθούν ως αυτόνομα έργα, ταυτόχρονα όμως συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Ο «Έρωτας», που παριστάνεται ανάμεσα σε έφηβο και άνδρα, με έκφραση περηφάνιας και αυτοπεποίθησης και χείλη μισάνοιχτα, στρέφει το κεφάλι προς την πλευρά της «Ψυχής». Η «Ψυχή», μια νεαρή γυναίκα, γέρνει με ηδυπάθεια το κεφάλι προς τα πίσω, παραδομένη στη γοητεία του «Έρωτα».

Η απόδοση των δύο μορφών ακολουθεί την κλασικιστική παράδοση, με την επιτήδευση στη στάση και την έκφραση, τη γυμνότητα των σωμάτων και το μαλακό και λείο πλάσιμο των επιφανειών, χωρίς διακυμάνσεις και τονισμό των λεπτομερειών.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα, όπως οι δύο νεανικές μορφές που συμβολίζουν τον Έρωτα και την Ψυχή και συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκινά από την αρχαιότητα και επαναλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή κλασικιστική γλυπτική.

Για την απόδοση του θέματος ο Κόσσος σκάλισε δύο ανεξάρτητα κεφάλια, που μπορούν να σταθούν ως αυτόνομα έργα, ταυτόχρονα όμως συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Ο «Έρωτας», που παριστάνεται ανάμεσα σε έφηβο και άνδρα, με έκφραση περηφάνιας και αυτοπεποίθησης και χείλη μισάνοιχτα, στρέφει το κεφάλι προς την πλευρά της «Ψυχής». Η «Ψυχή», μια νεαρή γυναίκα, γέρνει με ηδυπάθεια το κεφάλι προς τα πίσω, παραδομένη στη γοητεία του «Έρωτα».

Η απόδοση των δύο μορφών ακολουθεί την κλασικιστική παράδοση, με την επιτήδευση στη στάση και την έκφραση, τη γυμνότητα των σωμάτων και το μαλακό και λείο πλάσιμο των επιφανειών, χωρίς διακυμάνσεις και τονισμό των λεπτομερειών.

Η προτομή της Μαρίας Φιλήμονος διατηρεί βασικά κλασικιστικά χαρακτηριστικά, όπως το απλανές, εξιδανικευμένο βλέμμα, συγχρόνως όμως τονίζει τη γυναικεία χάρη και κομψότητα. Με το μαλακό πλάσιμο του προσώπου, την ελαφρά στροφή του κεφαλιού, την αμυδρή σύσπαση των χειλιών, την πλαστικότητα των ώμων και του στέρνου και την επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών στην κόμμωση και το φόρεμα η τυπική και άψυχη απόδοση που διακρίνει συνήθως τις συνθέσεις αυτού του τύπου αποφεύγεται. Έργο που δούλεψαν από κοινού ο Γεώργιος και ο Λάζαρος Φυτάλης, το 1859 παρουσιάστηκε σε γύψο στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα και το 1862 σε μάρμαρο στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου.

Ο Λεωνίδας Δρόσης ανήκει στην πρώτη γενιά των νεοελλήνων γλυπτών που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμορφώθηκαν στο πνεύμα του κλασικισμού που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Συνεχίζοντας τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν και με ταξίδια στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Δρέσδη, τη Βιέννη και τη Ρώμη, όπου άνοιξε εργαστήριο, αναδείχθηκε στο σημαντικότερο εκπρόσωπο του ελληνικού κλασικισμού.

Η μεγάλη μαρμάρινη «Πηνελόπη» προέρχεται από τον κύκλο των μυθολογικών του συνθέσεων. Το τελικό πρόπλασμα έγινε πιθανότατα στη Ρώμη το 1867 και την ίδια χρονιά εκτέθηκε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι, όπου κέρδισε το χρυσό μετάλλιο. Το 1870 παρουσιάστηκε στην έκθεση των Ολυμπίων, μαζί με το πρώτο μικρό πρόπλασμα του 1864, και τιμήθηκε με το χρυσό νομισματόσημο. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ διέθεσε τότε 30.000 δρχ. για τη μεταφορά του σε μάρμαρο και τοποθετήθηκε στη χρυσή σκάλα των ανακτόρων.

Εμφανώς επηρεασμένη από το αρχαιοελληνικό φειδιακό πρότυπο της «Αφροδίτης», που συνεχίζεται με την «Αγριππίνα» του 4ου μ.Χ. αιώνα στο μουσείο του Καπιτωλίου και τη μητέρα του Ναπολέοντα «Λετίτσια Ραμολίνο Μποναπάρτε» του Αντόνιο Κανόβα, η «Πηνελόπη» παριστάνεται καθισμένη σε θρόνο με περίτεχνη διακόσμηση, κρατώντας το κουβάρι και το αδράχτι, και απλώνει τα σταυρωμένα πόδια σε διακοσμημένο υποπόδιο. Η στάση του σώματος, η ελαφρά κλίση του κεφαλιού και η μελαγχολική έκφραση με το απλανές βλέμμα δείχνουν την κούραση, την εγκατάλειψη, αλλά και την καρτερία της γυναίκας που περιμένει χρόνια το σύντροφό της. Το έργο έτσι συνδέεται με τη ρομαντική έκφανση του ευρωπαϊκού κλασικισμού, που δίνει έμφαση στο συναίσθημα έναντι της λογικής και αποτυπώνει υποκειμενικές ψυχολογικές καταστάσεις. Επιπλέον, παρά τα κλασικιστικά χαρακτηριστικά στη γενική απόδοση του θέματος, η αποτύπωση των ανθρώπινων αυτών συναισθημάτων απομακρύνει την «Πηνελόπη» από τα αρχαία πρότυπα.

Το «Πνεύμα του Κοπέρνικου» είναι ένα μοναδικό δείγμα μιας πρώιμης, αλλά πολύ τολμηρής σύνθεσης για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής. Ο Βρούτος φιλοτέχνησε το πρόπλασμα το 1873 στη Ρώμη και το 1875 το παρουσίασε στην έκθεση των Ολυμπίων, όπου κέρδισε το αργυρό νομισματόσημο β΄ τάξεως. Το 1878 το εξέθεσε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι και το 1881 στην έκθεση υπέρ του Ερυθρού Σταυρού, που οργανώθηκε στην οικία του Βασιλείου Μελά.

Το πνεύμα του κορυφαίου αστρονόμου, που ανέτρεψε την κρατούσα θεωρία υποστηρίζοντας ότι η γη και οι πλανήτες κινούνται γύρω από τον ήλιο και όχι το αντίθετο, αποδίδεται με μια εξίσου ανατρεπτική σύνθεση: μια αντεστραμμένη νεανική φτερωτή μορφή με το δεξί χέρι στηρίζεται και περιστρέφει την υδρόγειο, ενώ με το αριστερό δείχνει προς τον ήλιο. Η αντεστραμμένη μορφή με τα πόδια στον αέρα ήταν ήδη γνωστή από την ελληνιστική σύνθεση «Παιδί με δελφίνι» (ρωμαϊκό αντίγραφο στο Εθνικό Μουσείο της Νάπολι), από την οποία ο Βρούτος υιοθέτησε τη στάση και τον τρόπο με τον οποίο το παιδί αγκαλιάζει το κεφάλι του δελφινιού. Ανάλογη στάση, προερχόμενη από ρωμαϊκή σύνθεση, είχε χρησιμοποιήσει και ο Αντόνιο Κανόβα για τη μορφή του Λίχα στο έργο «Ηρακλής και Λίχας» (1795-1815, Galleria Nazionale d’ Arte Moderna, Ρώμη). Επιπλέον, η φτερωτή μορφή που συμβολίζει το πνεύμα μιας σημαντικής προσωπικότητας και στηρίζεται στην υδρόγειο είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον σουηδό γλύπτη Γιόχαν Τομπίας Ζέργκελ (1740-1814) στο κενοτάφιο του Ντεκάρτ στην εκκλησία Άντολφ Φρέντρικ της Στοκχόλμης. Ανεξάρτητα πάντως από την πρωτοτυπία του έργου του Βρούτου, για το ελληνικό κοινό η σύνθεση ήταν εξαιρετικά τολμηρή και η προσπάθεια αυτή δεν είχε συνέχεια.

Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.