Η δραματική σκηνή που βλέπουμε εδώ τοποθετείται στο εσωτερικό μιας ορθόδοξης εκκλησίας, μπροστά στο βημόθυρο. Έχει προηγηθεί άγριος βανδαλισμός και ιεροσυλία από τους Τούρκους, που έχουν απογυμνώσει την εκκλησιά από τα πολύτιμα σκεύη της, που τα βλέπουμε συσσωρευμένα στο δάπεδο. Η πρωταγωνίστρια, ωστόσο, της σκηνής είναι η όμορφη ημίγυμνη Ελληνοπούλα που βρίσκεται δεμένη στα στασίδια της εκκλησιάς. Το πρόσωπό της μαρτυρεί πόνο, αγανάκτηση και θυμό.
Η σκηνή αυτή έχει ζωγραφιστεί με ακρίβεια και δεξιοτεχνία που χαρακτήριζαν τον γαλλικό ακαδημαϊσμό, ο οποίος είχε πάρα πολύ επηρεαστεί από τη φωτογραφία. Η κόκκινη ζώνη είναι το μόνο έντονο χρώμα σε αυτό τον πίνακα, όπου κυριαρχούν οι καστανόχρωμοι τόνοι.

Ο Συμεών Σαββίδης ήταν γνήσιος Ανατολίτης, αφού είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Έτσι περιγράφει με αυθεντικό τρόπο το άναμμα του τσιμπουκιού, σαν μια τελετουργία. Η σκηνή ξετυλίγεται σε ένα χαρακτηριστικό εσωτερικό ενός πλούσιου παλατιού. Ο γέροντας με το σαρίκι και το πλούσιο καφτάνι περιμένει υπομονετικά το άναμμα του τσιμπουκιού, με το οποίο ασχολείται ο δούλος του με τα εξωτικά μογγολικά χαρακτηριστικά και τα πολύχρωμα μπαλωμένα ρούχα. Η φλόγα από το μαγκάλι και η αντανάκλαση από το κάρβουνο που φυσά ο υπηρέτης φωτίζουν το πρόσωπό του. Πρόκειται για ένα θέμα αγαπητό στους ζωγράφους από την Αρχαιότητα. Οι σκούροι καστανοί και κοκκινωποί τόνοι κυριαρχούν στη σκηνή, που αποπνέει σιωπή και αυτοσυγκέντρωση.