Ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου διατέλεσε πολύ επιτυχημένος διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών από το 1844 έως το 1862. Εξάλλου είναι εκείνος που σχεδίασε και έκτισε το Πολυτεχνείο. Ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε το πορτρέτο του από φωτογραφία, λίγο μετά το θάνατο του αρχιτέκτονα.

Σοβαρός και στοχαστικός, ο μεγάλος αρχιτέκτονας κάθεται λίγο λοξά σε μια πλούσια πολυθρόνα, όπου έχει ρίξει λίγο ανέμελα το παλτό του. Κοιτάζει προς τη μεριά του θεατή, αλλά στην πραγματικότητα το βλέμμα του βυθίζεται στο άπειρο. Ίσως ο καλλιτέχνης ήθελε με αυτό τον τρόπο να υποδηλώσει τον πρόσφατο θάνατο του επιστήμονα. Ο Νικηφόρος Λύτρας αναδεικνύεται εδώ σε βαθύ ψυχογράφο, επαληθεύοντας την προτροπή του: «ο προσωπογράφος», έγραφε ο Νικηφόρος Λύτρας, «πρέπει να αντλεί από τα απεικονιζόμενα πρότυπά του ό,τι αισθάνονται ταύτα εις τα βάθη της ψυχής των». Στο αριστερό του χέρι κρατάει ένα μικρό βιβλίο, με το δείκτη να σημειώνει τη σελίδα μιας ανάγνωσης που διακόπηκε. Το δεξί χέρι ακουμπά σε ένα τραπέζι, όπου βρίσκονται σκόρπια χαρτιά και αντικείμενα, υπέροχα ζωγραφισμένα.

Το έργο έχει ζωγραφιστεί με αδρές πινελιές, γεμάτες σιγουριά, και με μια αβρή χρωματική κλίμακα, καστανοκόκκινη, που διαλέγεται με τα γκριζοπράσινα, τις ώχρες, τα μαύρα και τα λίγα λευκά. Προσέξτε το κόκκινο μαντίλι στην τσέπη της ρεντιγκότας που ακουμπά στην καρέκλα. Ο πίνακας αυτός με τις μνημειακές του διαστάσεις είναι ένα από τα πιο επιβλητικά πορτρέτα του 19ου αιώνα.

Ο Γεώργιος Άβλιχος, ο Kεφαλονίτης δημιουργός αυτού του αριστουργήματος, ποιητής, μουσικός και ζωγράφος με σπουδές στην Ιταλία, ξεφεύγει τελείως από την παράδοση του ακαδημαϊσμού της εποχής του. Η ατμόσφαιρα των έργων του έχει κάτι το ποιητικό και αλλοπαρμένο, μια διάσταση σχεδόν μεταφυσική, η οποία προαγγέλλει τον Ντε Κίρικο και τον Μπαλτύς, ένα σύγχρονο ζωγράφο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διακρίνει τον Άβλιχο από τους ομοτέχνους του της ίδιας εποχής είναι ότι αποφεύγει την καφετιά άσφαλτο που χρησιμοποιούν οι ακαδημαϊκοί και ζωγραφίζει με καθαρά και λαμπερά χρώματα.
Τι να αγναντεύει άραγε η νεαρή Ρουμπίνα (γιατί ξέρουμε το όνομά της), κόρη του Ιωάννη Γεράσιμου Καβαλιεράτου, από το ανοικτό παράθυρο του εξοχικού της στα Βλαχάτα της Σάμης; Το βλέμμα της, ονειροπόλο, βυθίζεται στο γαλάζιο του ουρανού και το μικρό λευκό σκυλάκι που κρατάει στην αγκαλιά της μοιάζει και αυτό συνεπαρμένο από το ίδιο αθέατο για μας όραμα. Το λευκό αέρινο φόρεμά της, ζωγραφισμένο με ανάλαφρους τόνους λιλά και ώχρας, έρχεται σε αντίθεση με τη μαύρη βεντάλια και τα λυτά κορακίσια μαλλιά της. Ένα θαλασσινό αεράκι, ένας ζέφυρος που μυρίζει Ιόνιο, αναδεύει τα μαλλιά του κοριτσιού και μαδάει το κόκκινο τριαντάφυλλο που τα στολίζει. Μήπως αυτό το φυλλορόισμα του ρόδου παραπέμπει συμβολικά στο εφήμερο της νιότης που ο χρόνος τη μαδάει και αυτή σαν τριαντάφυλλο;

Ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε μερικές επιβλητικές ολόσωμες προσωπογραφίες κυριών της μεγαλοαστικής κοινωνίας της Αθήνας, που διακρίνονταν για την εκλεπτυσμένη καλαισθησία τους. Η κυρία με το λευκό φόρεμα και τα μακριά γάντια ποζάρει μπροστά σε ένα αβαθές λευκό φόντο, που έχει ζωγραφιστεί με τον ίδιο τρόπο που αποδίδεται και το λευκό φόρεμά της: με πινελιές από ελαφρά διαβαθμισμένο λευκό, όπου, με βάση μια ιμπρεσιονιστική αρχή, στα φωτεινά μέρη έχει αναμειχθεί λίγη κιτρινωπή ώχρα, ενώ στα σκιερά έχει αναμειχθεί λίγο μοβ ελαφρό, λίγο λιλά. Τα δύο αυτά χρώματα, που είναι συμπληρωματικά, κάνουν το λευκό να ιριδίζει και να πάλλεται. Οι μόνοι σκούροι τόνοι σε αυτή την υπέροχη ζωγραφική συμφωνία του λευκού είναι τα καστανά μαλλιά της κυρίας, το μπουκετάκι από μενεξέδες και τα μαύρα κρόσσια της ομπρέλας.

Ο Ιωάννης Ζαχαριάς ή Ζαχαρίας ήταν ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης που έφυγε γρήγορα από τη ζωή και άφησε λίγα αλλά εκλεκτά έργα. Το αγόρι που βλέπουμε σε αυτό τον πίνακα είναι πιθανότατα σπουδαστής του Σχολείου των Τεχνών, γιατί μπορούσες τότε να εγγραφείς πολύ νέος. Το εσωτερικό, όπου κάθεται, περιβάλλεται από πίνακες και τελάρα, ενώ στα πόδια του βλέπουμε ανοικτό ένα ντοσιέ, από όπου έχει ανασύρει ένα σχέδιο και το εξετάζει με μεγάλη προσοχή. Το έργο αυτό είναι πολυσήμαντο. Πρώτα από όλα για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο ζωγράφος την καλλιτεχνική παιδεία σε τόσο νεαρή ηλικία. Είναι όμως εξίσου σημαντικό έργο και από καλλιτεχνική άποψη. Το φως που μπαίνει από το παράθυρο αριστερά χαϊδεύει τις φόρμες και μαλακώνει τα περιγράμματα. Πουθενά δεν υπάρχει οξύτητα ή σκληρή γραμμή. Τα χρώματα δημιουργούν όμορφες αρμονίες, πολύ πρωτότυπες: ώχρες, πρασινωπά, καστανά. Είναι ένα έργο σιωπής και περισυλλογής, που εκφράζεται και με το θέμα και με τα πλαστικά μέσα με τα οποία έχει αποδοθεί.