Το έργο «Γυναικείο κεφάλι», φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσσο (Pablo Picasso, 1881-1973), το 1939, αποτελεί δωρεά του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, τιμητική προσφορά για την γενναία αντίστασή του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στο πλαίσιο της Δωρεάς των Γάλλων Καλλιτεχνών, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ζεύγους Milliex μετά τον Πόλεμο. Πρόκειται για πορτραίτο της φωτογράφου Ντόρα Μάαρ (Dora Maar, 1907 – 1997), συντρόφου του Πικάσσο κατά την περίοδο 1936-1943, όπως αποδεικνύεται από την παρουσία του έργου σε φωτογραφία της με λήψεις από το ατελιέ στο Ρουαγιάν (Royan), το 1940, όπου είχαν καταφύγει όταν καταλήφθηκε το Παρίσι από τα γερμανικά στρατεύματα.

Η Ντόρα Μάαρ υπήρξε η φωτογράφος που παρακολούθησε και απαθανάτισε με τον φακό της όλη την διαδικασία δημιουργίας του έργου «Γκερνίκα», 1937 («Guernica»), ενώ, λόγω της ψυχοσύνθεσής της, υπήρξε για τον Πικάσσο ο τύπος της «γυναίκας που κλαίει». Δυόμιση χρόνια μετά την «Γκερνίκα», στο «Γυναικείο κεφάλι» παρατηρείται η ίδια χρωματική αντίληψη, με την οποία εκφράζεται η απαισιοδοξία της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το υπέροχο αυτό έργο, που αποκτήθηκε το 2002 από την Εθνική Πινακοθήκη, μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο ελεύθερα «ιμπρεσιονιστικά» επιτεύγματα του Βολανάκη. Ζωγραφίστηκε στο Μόναχο και παρουσιάζει το μάζεμα των διχτυών από τους ψαράδες την ώρα της ανατολής. Η βάρκα και οι ψαράδες είναι σκοτεινοί, διότι το φως έρχεται από πίσω, από το βάθος του πίνακα. Ουρανός και κύματα είναι πλημμυρισμένα από το φως, που αποδίδεται με πορτοκαλί και ιώδεις τόνους. Η πινελιά είναι ελεύθερη και ολόκληρο το έργο πάλλεται από ζωντάνια.

Η “Σταύρωση” του Χριστού και των δύο ληστών, του καλού και του κακού, έχει ζωγραφιστεί από τον Ανδρέα Παβία το β΄ μισό του 15ου αιώνα με αυγοτέμπερα πάνω σε σανίδι, σε ξύλο, δηλαδή με την παραδοσιακή βυζαντινή τεχνική.
Η σκηνή ξετυλίγεται με πολλά επεισόδια και μεγάλη δραματικότητα πάνω σε ένα χρυσό κάμπο. Το χρυσό βάθος στη βυζαντινή τέχνη υποδηλώνει τον ουρανό και μας θυμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μια ζωγραφική ιδεαλιστική και όχι ρεαλιστική· δηλαδή, με μορφές θείες, υπερβατικές, που ζουν εκτός τόπου και χρόνου, στον άπειρο χωροχρόνο. Οι μορφές μοιάζουν αυτόφωτες, δεν φωτίζονται από εξωτερική πηγή φωτός. Η σκηνή αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, ανοδικά, χωρίς προοπτική και βάθος. Στο κάτω μέρος αριστερά απεικονίζεται η ανάσταση των νεκρών, τους οποίους βλέπουμε να βγαίνουν από τους τάφους τους, ενώ δεξιά ο ζωγράφος παρέστησε τους στρατιώτες που παίζουν στα ζάρια το πορφυρό ιμάτιο του Χριστού. Στο δεύτερο επίπεδο βλέπουμε το πολύχρωμο πλήθος που παρίσταται στο τραγικό γεγονός, με κεντρική σκηνή τη λιποθυμία της Παναγίας, η οποία υποβαστάζεται από τις Άγιες Γυναίκες και τον Άγιο Ιωάννη, ενώ η Αγία Μαγδαληνή αγκαλιάζει θρηνώντας τον Τίμιο Σταυρό. Ένα πολύχρωμο πλήθος με εξωτικά ρούχα και καπέλα, άλογα και χίλιες δυο λεπτομέρειες περιβάλλουν τη σκηνή. Στο τρίτο επάνω τμήμα, όπου προβάλλονται οι σταυροί με τα σώματα του Χριστού και των δύο ληστών, πετούν άγγελοι που κλαίνε σπαρακτικά, ενώ άλλοι συλλέγουν σε δισκοπότηρα το τίμιο αίμα του Σωτήρα. Ένα πολυγωνικό οικοδόμημα στο βάθος αριστερά θυμίζει το ναό του Αγίου Τάφου. Υπάρχουν χιλιάδες λεπτομέρειες που έχουν πάντα κάποιο νόημα, όπως ο πελαργός πάνω από τον Τίμιο Σταυρό που τρυπάει το στήθος του για να θρέψει τα παιδιά του και συμβολίζει τη θυσία του Χριστού, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα.

Ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε αυτό το έργο, υπήρξε ορφανό του πολέμου της Ανεξαρτησίας (τον πατέρα του τον είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι). Σπούδασε στο Μόναχο και έγινε ο κυριότερος ζωγράφος ιστορικών σκηνών.
Ο σημαντικός αυτός πίνακας απομνημονεύει ένα από τα πιο τραγικά και τα πιο ξακουστά επεισόδια του Αγώνα, την ηρωική έξοδο των κατοίκων της πόλης του Μεσολογγίου τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826. Η σύνθεση αναπτύσσεται κατακόρυφα, χωρίς βάθος, και χωρίζεται σε δύο επίπεδα: στην ουράνια και την επίγεια ζώνη. Στο ουράνιο τμήμα, στον άξονα, δηλαδή στο κέντρο της σύνθεσης, βλέπουμε ένθρονο τον Παντοκράτορα, μέσα σε μια χρυσή νεφέλη, να ευλογεί τους αγωνιστές, ενώ άγγελοι με κλάδους βαΐων και στέφανα δάφνης ετοιμάζονται να στέψουν τους ήρωες. Οι Έλληνες πίστευαν ότι στον δίκαιο αγώνα τους είχαν την ευλογία του Χριστού. Στο επίγειο τμήμα της σύνθεσης, πάνω σε μια ξύλινη γέφυρα, οι αγωνιστές ορμούν έξω από την πύλη του τείχους, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους. Ένας από αυτούς υψώνει με το αριστερό του χέρι την ελληνική σημαία με το σταυρό στο κοντάρι. Μερικοί έχουν κιόλας πληγωθεί. Ακολουθούν τα γυναικόπαιδα. Μητέρες με παιδιά έχουν πέσει κάτω από τη γέφυρα, στο χαντάκι. Κάποιοι είναι ήδη νεκροί, άλλοι χαροπαλεύουν. Οι Τούρκοι πάνοπλοι περιμένουν τους ηρωικούς αγωνιστές. Μερικοί ανεβαίνουν στα τείχη, σκαρφαλώνοντας πάνω σε μια σκάλα. Επικρατούν ταραχή, ένταση και μεγάλη δραματικότητα. Είναι σαν να ακούμε την κλαγγή των όπλων και τις κραυγές των πληγωμένων. Ο ζωγράφος απεικόνισε τη σκηνή με ακρίβεια και επιμέλεια, προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια. Πρόκειται για έναν πίνακα ρομαντικό στο πνεύμα, αλλά με εκτέλεση ακαδημαϊκή, καλλιγραφική, προσεκτική. Επικρατεί μια καφετιά και χρυσή τονικότητα, με κύρια χρώματα το μαύρο, το λευκό και το κόκκινο.

Ο Βαυαρός ζωγράφος Λουδοβίκος Θείρσιος ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές του Σχολείου των Τεχνών. Το μοντέλο του εδώ είναι μία σπουδαία γυναίκα, η Κλεονίκη Γενναδίου, μια από τις πρώτες Ελληνίδες ζωγράφους και γλύπτριες. Είναι ντυμένη κομψά και κρατάει στο αριστερό της χέρι ένα βιβλίο, πιθανότατα ποίησης, στοιχείο που υποδηλώνει ότι ήταν μορφωμένη, λογία.

Για πρώτη φορά η μορφή τοποθετείται στο ύπαιθρο: ο βράχος δεξιά, η θάλασσα, ένα νησί στο βάθος, ο γαλανός ουρανός με τα πορτοκαλόχρωμα σύννεφα θυμίζουν Ελλάδα. Η Κλεονίκη Γενναδίου, με τη ρομαντική ομορφιά και το ονειροπόλο βλέμμα, αντιπροσωπεύει τον τρόπο που ένας ξένος ζωγράφος έβλεπε την ιδανική Ελληνίδα καλλονή.