Μια γοητευτική και πολυσήμαντη σύνθεση εγκαινιάζει το κεφάλαιο της πρώιμης ελληνικής προσωπογραφίας. Ένας πίνακας αγνώστου καλλιτέχνη μας καλεί να επισκεφτούμε το εργαστήριο ενός νεαρού Έλληνα ζωγράφου. Είναι ντυμένος με νησιώτικη φορεσιά, κάθεται μπροστά στο καβαλέτο του και βάζει τις τελευταίες πινελιές πάνω σε ένα ανδρικό πορτρέτο. Το μοντέλο, ένας φραγκοφορεμένος νέος με παπιγιόν, στέκεται όρθιος και παρατηρεί με προσοχή το είδωλό του στον πίνακα. Ένας νεαρός, μάλλον μαθητευόμενος ζωγράφος, ντυμένος και αυτός με νησιώτικη φορεσιά και σκούφο, κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στο μοντέλο και στην εικόνα του, για να διαπιστώσει την ομοιότητα. Ίσως πρόκειται για νεαρούς σπουδαστές του Σχολείου των Τεχνών, που είχε μόλις ιδρυθεί, οι οποίοι ασκούνται στο νέος είδος της προσωπογραφίας.
Ο Μπράουνερ, σουρεαλιστής ζωγράφος, Ρουμάνος εβραϊκής καταγωγής, προσπαθεί με τιςεικόνες του να περιγράψει τη δική του απάντηση στο ερώτημα «τί είναι το Ον». Η βασική του θεώρηση είναι βασισμένη στο έργο του Εμπεδοκλή Περί Φύσεως, σύμφωνα με το οποίο επάνω στη γη έβγαιναν κεφάλια χωρίς λαιμό, περιφέρονταν απομονωμένοι βραχίονες χωρίς ώμους και περιπλανιόντουσαν μάτια χωρίς πρόσωπο. Δύο ανώτεροι νόμοι, η Αγάπη και το Μίσος, συλλέγουν τα ετερόκλητα αυτά κομμάτια και συνθέτουν είτε τέρατα είτε θεϊκά πλάσματα. Στο έργο του Μπράουνερ τα πλάσματα αυτά άλλοτε κρύβουν στο εσωτερικό τους και άλλοτε ψάχνουν έναν διαφορετικό εαυτό, πολλές φορές ετερόκλιτο –άλλο φύλο ή κάποιο ζώο– με το οποίο προσπαθούν να ενωθούν.
Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των συμβόλων της θρησκείας του ή άλλων πρωτόγονων εθνοτήτων (όπως των χωρών της Νότιας Αμερικής, τη μεξικάνικη ή την ινδιάνικη τέχνη) δίνει το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των εικόνων του.