Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα - Delacroix Eugene

Delacroix Eugene (1798 - 1863)
Ντελακρουά Εζέν

Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα, 1856

Λάδι σε μουσαμά, 65,7 x 81,6 εκ.

Αγορά του Ελληνικού Δημοσίου με τη συνδρομή των Βασίλη Γουλανδρή και Σταύρου Νιάρχου

Αρ. Έργου: Π.5618
Εκτίθεται: Κεντρικό Κτήριο

Περίπου τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τα θέματα από την Ελληνική Επανάσταση συνέχιζαν να εξάπτουν τη φαντασία ορισμένων καλλιτεχνών που ανήκαν στη γενιά των ρομαντικών και οι οποίοι είχαν γοητευθεί από το φιλελληνισμό. Αν το φαινόμενο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως εκκεντρικότητα και προτίμηση για οτιδήποτε ανατολίτικο, ο πίνακας του Ντελακρουά (Delacroix) –που φέρει δικαίως τον ουδέτερο και ανεξάρτητο από κάθε ανεκδοτολογικό στοιχείο “Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα”- μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθεί, αντίθετα, ως η ζωγραφική ανανέωση ενός θέματος με το οποίο ο καλλιτέχνης είχε ήδη καταπιαστεί κατά τη νεότητά του, στα 1826-1827, με τον τίτλο “Σκηνή από τον σύγχρονο πόλεμο Τούρκων και Ελλήνων”- τίτλο εξίσου ουδέτερο με τον προηγούμενο (Winterthuur, Συλλογή Oskar Reinhart). H παρουσίαση του έργου αυτού στο Σαλόν του Παρισιού, τον Οκτώβριο του 1827, δέχτηκε σχόλια όχι και τόσο κολακευτικά από την επίσημη κριτική. Το έργο χαρακτηρίστηκε “κακό τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το χρώμα”, παρ’ όλο που υπήρχε “κάποια κίνηση στο σύνολό του”.

Ο πίνακας της Εθνικής Πινακοθήκης δεν είναι απλώς μια καινούργια εκδοχή του χαμένου έργου της νεότητας του ζωγράφου, το οποίο είχε ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις, αλλά η εκδοχή ενός καλλιτέχνη που πλέον είχε ωριμάσει, που είχε εμπλουτιστεί με σαφή οράματα όσον αφορά στο χρώμα, το σχέδιο, το φως και, κυρίως, την εκφραστικότητας της σύνθεσης. Τα “σύγχρονα θέματα [είναι] δύσκολο να τα χειριστεί κανείς εξαιτίας της απουσίας γυμνού και της λιτότητας των ενδυμασιών”, γράφει στις 13 Ιανουαρίου 1856 (Ημερολόγιο, τόμ.ΙΙΙ, σ. 24). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ένα από τα βασικά στοιχεία του πίνακα, δηλαδή η ενδυμασία του έφιππου πολεμιστή, με όλες της τις λεπτομέρειες –τη λευκή φουστανέλα, τις ποικιλμένες περικνημίδες, το μαύρο ζωνάρι, το κεντημένο γιλέκο και την υπέροχη πράσινη κάπα, η οποία είναι φοδραρισμένη με κόκκινο μεταξωτό, και ανεμίζει στον αέρα σε κίνηση παράλληλη με αυτή του φεσιού και του κεφαλομάντηλου – αλλά και ο ίδιος ο έλληνας καβαλάρης, ο οποίος απεικονίζεται από το πλάι, καθοδηγούν το βλέμμα και την ανάγνωση μέσω των χρωμάτων και του σχεδίου.

Το άλογο – όπως θα το είχε αποδώσει ο Ρούμπενς – συμμετέχει κατά τρόπο συμπληρωματικό• ο καλπασμός του δεν οδηγεί απαραίτητα σε μιαν άμεση αναμέτρηση μεταξύ “καλού” και “κακού”, μεταξύ χριστιανών και άπιστων. Ο Ντελακρουά απέφυγε οποιονδήποτε πολεμικό υπαινιγμό που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ιστορικά και συνέθεσε έναν πίνακα που εκφράζεται περισσότερο μέσα από το χρώμα και την κίνηση, παρά μέσα από το θέμα. Ο ζωγράφος των “Σφαγών της Χίου” βασικά μεταχειρίζεται και πάλι εδώ το αντιηρωικό, αντιεπικό ύφος, στο οποίο ο μοναδικός αληθινός πολεμιστής με το τουφέκι του, το νεκρό άλογό του και ο νεκρός Οθωμανός- σύμβολο του ηττημένου Ισλάμ, πάνω από τον οποίο πηδά το άλογο, λειτουργούν ως συμπληρωματικά χαρακτηριστικά. Είναι σαφές ότι η απουσία δραματικών στοιχείων – όπως εκείνων που υπάρχουν στις σκηνές μονομαχίας, έργου του 1826 ( “Ο Γκιαούρης και ο Χασάν”, Chicago, Ινστιτούτο Τέχνης), του 1836 (“Η μάχη του Γκιαούρη και του Πασά”) ή του 1856 (“Ο Γκιαούρης και ο Πασάς”, Cambridge, Μασσαχουσέτη, The Fogg Art Museum), όπου η πινελιά παρασύρεται και φτάνει στα όρια της βιαιότητας- υπογραμμίζει στο συγκεκριμένο έργο το θέμα του αγώνα για την ελευθερία: ο έφιππος έλληνας πολεμιστής μπορεί να ερμηνευτεί ως η κατ΄ εξοχήν ενσάρκωση ενός ιδανικού, μιας ιδέας από την οποία απουσιάζει κάθε πλεονάζον στοιχείο μιας ιστορικά και κυριολεκτικά αναγνωρίσιμης επικαιρότητας.

Μοιραστείτε: