Το 2000, με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από την ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης, πραγματοποιήθηκε ανακαίνιση του παλαιού κτιρίου και ιδιαίτερα των εκθεσιακών χώρων με χρηματοδότηση  από κοινοτικά κονδύλια και με μια γενναία χορηγία από το «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος».  Η ανακαίνιση αυτή επέτρεψε στο μουσείο, όχι μόνο να αναδείξει τις μόνιμες συλλογές του, αλλά και να αναπτύξει μια έντονη  εκθεσιακή και εκπαιδευτική δραστηριότητα, που πολλαπλασίασε με εντυπωσιακό τρόπο το κοινό του, προσελκύοντας περίπου 5.500.000 επισκέπτες.   Τα λειτουργικά προβλήματα, ωστόσο, του παλαιού κτιρίου, που οφείλονταν κυρίως στην ανεπάρκεια των χώρων, γίνονταν όλο και πιο πιεστικά. Μετά από συνεχή διαβήματα της διευθύντριας Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα, το Υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε στους πρώτους μελετητές (γραφεία των καθηγητών Παύλου & Κωνσταντίνου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου) την εκπόνηση προμελέτης, η οποία καλύφτηκε με χορηγία του «Ιδρύματος Μαρία Τσάκος».

Δημόσιος διεθνής διαγωνισμός για τις οριστικές μελέτες
Η νέα Εθνική Πινακοθήκη

Το 2008 το ΥΠ.ΠΟ.Α διενήργησε δημόσιο διεθνή διαγωνισμό για τις οριστικές μελέτες, ο οποίος κατέληξε στην επιλογή των γραφείων «Αρχιτεκτονική ΕΠΕ Π. Γραμματόπουλος – Χρ. Πανουσάκης» και «Δ. Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Ε.Ε.». Το έργο δημοπρατήθηκε το 2011.Τον διαγωνισμό κέρδισε η εταιρεία ΤΟΜΗ ΕΠΕ (θυγατρική της ΑΚΤΩΡ), η οποία και ανέλαβε την εκτέλεση του έργου. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 2014 και ολοκληρώθηκαν τον Μάρτιο του 2021. 

Στο παλαιό κτίριο των 9.720 μ2 έχουν προστεθεί άλλα 11.040 μ2, υπερδιπλασιάζοντας τους λειτουργικούς του χώρους (σύνολο 20.760 μ2).  Το μουσείο απέκτησε πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους 2.230 μ2, σύγχρονες αποθήκες έργων τέχνης 1.645 μ2, αμφιθέατρο – συνεδριακό κέντρο 240 θέσεων, βιβλιοθήκη, που αναπτύσσεται σε δυο ορόφους, σύγχρονα και πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια συντήρησης, εξοπλισμένα γραφεία διοίκησης,  χώρους εκπαιδευτικών προγραμμάτων, και μεγάλη αίθουσα υποδοχής 910 μ2, όπου φιλοξενούνται, εκτός από το εκδοτήριο εισιτηρίων και το βεστιάριο, μεγάλο πωλητήριο και σαλόνι ψηφιακής πληροφόρησης. Ένα δεύτερο πωλητήριο υπάρχει στον Γ’ όροφο.

Στην αίθουσα υποδοχής δεσπόζει η «Λαϊκή αγορά» του Παναγιώτη Τέτση, (λάδι σε καμβά, 2,49Χ12,15 εκ.), ένα έργο μνημειακών διαστάσεων, που υποδηλώνει τον δημοκρατικό χαρακτήρα της  τέχνης, εκπέμποντας ένα ευανάγνωστο μήνυμα: «Η Εθνική Πινακοθήκη είναι ανοιχτή σε όλο τον κόσμο όπως μια λαïκή αγορά. Και όπως η λαïκή αγορά είναι ένα πανηγύρι των αισθήσεων, ανάλογη «συγγυμνασία» των αισθήσεων προσφέρει και η τέχνη». 

Το νέο μουσείο διαθέτει επίσης δυο χώρους εστίασης: το Καφέ «Ιλισσός» στο επίπεδο του κήπου  και το Καφέ-εστιατόριο «Κωνσταντίνος Παρθένης» στον τρίτο όροφο της «Πτέρυγας  Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» με πανοραμική θέα σε Ακρόπολη και Λυκαβηττό. Ο σύγχρονος εξοπλισμός των αποθηκών, των εργαστηρίων, της βιβλιοθήκης και των  γραφείων διοίκησης εξασφαλίστηκε με δωρεές Ιδρυμάτων και ιδιωτών. 

Εκτός από τα απαραίτητα ασανσέρ και κλιμακοστάσια,  το μουσείο διαθέτει ράμπες κυκλοφορίας των επισκεπτών, που εξασφαλίζουν μια περιπατητική πρόσβαση στους  ορόφους, με πανοραμική θέα της πόλης και του Λυκαβηττού. Η πρόσοψη του τριώροφου κτιρίου Β’ ( Πτέρυγα «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος») καλύπτεται από υαλοστάσιο, που προφυλάσσει τις ράμπες, ενώ προσδίδει μια σύγχρονη δυναμική όψη στη νέα εικόνα του Μουσείου. Παντού έχει προβλεφθεί άνετη  πρόσβαση σε ΑΜΕΑ. Το κύριο χαρακτηριστικό του νέου μουσείου είναι η φωτεινότητα και το άνοιγμα προς την πόλη, που το κάνει ιδιαίτερα  φιλικό και φιλόξενο.

Μουσειογραφική μελέτη και νέα αισθητική άποψη

Η μουσειογραφική μελέτη, η οποία ανατέθηκε στο γραφείο του αρχιτέκτονα  καθηγητή Γιώργου Παρμενίδη και  των αρχιτεκτόνων συνεργατών του Christine Longuépée, και Ιφιγένειας Μάρη,   δημιουργεί μια ατμόσφαιρα λιτής πολυτέλειας στους εσωτερικούς χώρους του νέου μουσείου. Τα πολύτιμα ξύλα, ο επιτυχής συνδυασμός φυσικού και τεχνητού φωτισμού, η πρωτότυπη διαχείριση των εκθεσιακών χώρων  έχουν εξασφαλίσει ιδανικές συνθήκες για την παρουσίαση των έργων τέχνης. Η επέκταση των εκθεσιακών χώρων επέτρεψε την παρουσίαση περίπου χιλίων ζωγραφικών έργων. Είναι εξάλλου η πρώτη φορά που εκτίθενται σε ειδικές προθήκες σχέδια και χαρακτικά.

Μουσειολογική μελέτη

Η μουσειολογική μελέτη για την παρουσίαση των μονίμων συλλογών νεότερης ελληνικής τέχνης οφείλεται   στην διευθύντρια Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Στην εφαρμογή της μελέτης συνεργάστηκαν οι επιμελήτριες Μαρία Κατσανάκη (19ος αιώνας), Ζίνα Καλούδη (αρχές 20ού αιώνα και Μεσοπόλεμος), Λίνα Τσίκουτα  (μεταπολεμική τέχνη έως σήμερα) και Κατερίνα Ταβαντζή για την νεοελληνική χαρακτική. Συγγραφέας όλων των κειμένων που συνοδεύουν την παρουσίαση των συλλογών ζωγραφικής είναι η διευθύντρια Μαρίνα Λαμπράκη ΠλάκαΣτην Διευθύντρια Συλλογών της ΕΠΜΑΣ Έφη Αγαθονίκου οφείλεται η μουσειολογική μελέτη της Δυτικοευρωπαϊκής Συλλογής και τα κείμενα που την συνοδεύουν.

Η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1900, αλλά η θεσμική της ηλικία δεν συμπίπτει με την πραγματική της ηλικία, που ορίζεται από τους θησαυρούς που περικλείει. Και οι θησαυροί αυτοί ανήκουν κατά κύριο λόγο στη  νεότερη ελληνική τέχνη. Μια τέχνη  συνομήλικη   με το νεότερο ελληνικό κράτος. Γιατί γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και ωρίμασε παράλληλα με κείνο. Μέσα από αυτή την οπτική, η Εθνική Πινακοθήκη μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί  ως ένα παραδειγματικό μουσείο εθνικής αυτογνωσίας. Με αφετηρία αυτή την κεντρική ιδέα,  η μουσειολογική μελέτη  επιδίωξε να αναδείξει  τη διαλεκτική σχέση της τέχνης με την ελληνική κοινωνία και την ελληνική ιστορία.

Ψηφιακή υποστήριξη της νέας ΕΠΜΑΣ

Μια σημαντική επιχορήγηση από Δημόσιες Επενδύσεις, εξασφάλισε στη νέα ΕΠΜΑΣ τον εξοπλισμό και την ψηφιακή τεχνογνωσία, που χρειάζεται ένα σύγχρονο μουσείο για να υποστηρίξει τον ανοιχτό εκπαιδευτικό του χαρακτήρα και μια σχέση φιλικότερη και πιο ευχάριστη με το κοινό. Η νέα ψηφιακή Πινακοθήκη μπόρεσε έτσι να αξιοποιήσει όλο το ψηφιακό απόθεμα που είχε προετοιμάσει χάρις σε  προηγούμενα προγράμματα. 

Χρηματοδότηση του έργου

Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ, από Δημόσιες Επενδύσεις,  από την Περιφέρεια Αττικής και από μεγάλη δωρεά του «Ιδρύματος Σταύρος Σ. Νιάρχος» (13 εκατομμύρια Ε) , η οποία εξασφαλίστηκε με προσωπική παρέμβαση της διευθύντριας Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα Προς τιμήν του ευεργέτη μας, το κτήριο  Β΄ του νέου μουσείου ονομάστηκε «Πτέρυγα ΄Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος».  Σημαντικές πρόσθετες δωρεές, που εξασφαλίστηκαν επίσης με προσωπικά διαβήματα της διευθύντριας, επέτρεψαν τον πλήρη σύγχρονο  εξοπλισμό του νέου μουσείου.  Μεγάλοι δωρητές αναδείχτηκαν το «Ίδρυμα Αντώνιος Κομνηνός», το «Ίδρυμα Ωνάσης» και οι Θόδωρος και Εμμανουέλλα Βασιλάκη, Βασίλης και Μαρίνα Θεοχαράκη, Ντόροθυ Λάτση και Σοφία Διβάνη.  Έξι αίθουσες του νέου μουσείου φέρουν το όνομα των δωρητών ως έκφραση ευγνωμοσύνης. 

Την επίβλεψη του έργου διεκπεραίωσαν με μεγάλη φροντίδα οι τεχνικές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΤ (Γενική Διεύθυνση Αναστήλωσης Μουσείων & Τεχνικών Έργων). Η Υπουργός Πολιτισμού κα Λίνα Μενδώνη επιτάχυνε την ολοκλήρωση του έργου,  όχι μόνο εξασφαλίζοντας  τα ελλείποντα  κονδύλια, αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικά και την στενή εβδομαδιαία παρακολούθηση του έργου. 

Στην αποπεράτωση του έργου συνέβαλε η απόφαση του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη να συνδέσει τα θυρανοίξια του νέου μουσείου με την επίσημη έναρξη των εορτασμών για την επέτειο των 200 χρόνων από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η επίσημη τελετή των εγκαινίων  πραγματοποιήθηκε στις 24 Μαρτίου 2021 στην αίθουσα υποδοχής της νέας Εθνικής Πινακοθήκης- Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου παρουσία υψηλών ξένων προσκεκλημένων.

Ένα νέο τοπόσημο στην Αθήνα
Η ανταπόκριση του κοινού

Ο εμπνευσμένος σχεδιασμός της νέας Εθνικής Πινακοθήκης Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου αλλάζει όχι μόνο τη λειτουργία αλλά και την όψη της, προσαρμόζοντας τις στην μουσειογραφική/ μουσειολογική  και στην αισθητική αντίληψη του 21ου αιώνα και δημιουργώντας ένα λαμπρό τοπόσημο στην Αθήνα. Το εντυπωσιακό υπερσύγχρονο νέο μουσείο άνοιξε τις πύλες του για το κοινό στις 14 Μαίου του 2021 και η ανταπόκριση του κοινού υπήρξε  ενθουσιώδης, αφού οι επισκέπτες που έρχονται να θαυμάσουν τόσο τη νέα Εθνική Πινακοθήκη όσο και τη νέα παρουσίαση των συλλογών ξεπέρασαν ήδη έως σήμερα τους 200.000.  Η ελληνική τέχνη, ομήλικη και ομογάλακτη  με το νεότερο ελληνικό κράτος,  κατάφερε σε λίγες μόνο δεκαετίες να φτάσει σε μεγάλη ωριμότητα. Οι έλληνες καλλιτέχνες, που διεκδικούν δίκαια μια ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης, βρήκαν επιτέλους μια στέγη αντάξιά τους.