Η μέριμνα για τη δημιουργία καλλιτεχνικών συλλογών είναι σχεδόν ομήλικη με το ελεύθερο ελληνικό κράτος και εκφράζει τον πόθο των Ελλήνων να δουν τις τέχνες να αναγεννώνται στην αρχαία κοιτίδα τους. Το 1836 ο διάσημος Βαυαρός αρχιτέκτων Leo von Klenze εκπονεί μεγαλειώδη μελέτη για ένα «Παντεχνείον», που φιλοδοξούσε να στεγάσει όχι μόνο τις αρχαιολογικές συλλογές και το Σχολείο των Τεχνών αλλά και μια Πινακοθήκη. Το επιβλητικό μέγαρο των τεχνών δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Το 1878 ο πρώτος πυρήνας της Πινακοθήκης με 117 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, που προοριζόταν να λειτουργήσει κυρίως ως παιδαγωγικό παράρτημα του Σχολείου των Τεχνών, δημιουργήθηκε στο Πολυτεχνείο και άνοιξε τις πύλες της για το κοινό.

Το 1896 ο νομικός και φιλότεχνος Αλέξανδρος Σούτσος άφησε με διαθήκη τη συλλογή του και την περιουσία του στο κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών». Τελικά η Εθνική Πινακοθήκη άρχισε τη λειτουργία της με το νόμο της 10ης Απριλίου του 1900 και την μετάκληση του ζωγράφου Γεώργιου Ιακωβίδη από το Μόναχο, που διορίστηκε στη θέση του Εφόρου στις 28 Ιουλίου του 1900. Τα έργα που παραδόθηκαν στη νεοϊδρυθείσα Πινακοθήκη ανέρχονταν σε 258 και προέρχονταν από τις συλλογές του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου, ενώ το 1901 προστέθηκαν σ’ αυτά και τα 107 έργα της δωρεάς του Αλέξανδρου Σούτσου.

Ιστορικό

Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932)

Η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε στις 10 Απριλίου 1900 με το νόμο ΒΨΛΔ΄, ο οποίος προέβλεπε τη θέση εφόρου. Στη θέση αυτή διορίστηκε ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932). Στις 28 Ιουνίου 1900 θεσμοθετήθηκε και ο κανονισμός λειτουργίας της, σύμφωνα με τον οποίο τα έργα της συλλογής της κατανέμονταν σε έξι τμήματα, που περιελάμβαναν «πίνακας της βυζαντινής τέχνης, […] της μεσαιωνικής, […] της νεωτέρας (ελαιογραφικούς), […] υδατογραφήματα, κρητιδογραφήματα και ιχνογραφήματα, […] αντίγραφα πινάκων, ων τα πρωτότυπα απόκεινται εν άλλαις συλλογαίς και εντύπους εικόνας (ξυλογραφήματα, χαλκογραφήματα, χαλυβογραφήματα, χαλκοτυπίας κ.τ.λ.)». Πυρήνα των συλλογών αποτέλεσαν 258 έργα τέχνης από τις συλλογές του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου, που παραδόθηκαν στον Γεώργιο Ιακωβίδη από τον διευθυντή του Πολυτεχνείου Αναστάσιο Θεοφιλά στις 28 Ιουλίου 1900, καθώς και η συλλογή έργων τέχνης του νομικού και φιλότεχνου Αλέξανδρου Σούτσου (1839-1895), ο οποίος με τη διαθήκη του είχε κληροδοτήσει την περιουσία του στο ελληνικό δημόσιο με σκοπό την ίδρυση και συντήρηση Μουσείου Ζωγραφικής. Η συλλογή του παραδόθηκε από τη σύζυγό του Ναταλία Σούτσου στις 21 Ιουνίου 1901.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1906 δημοσιεύθηκε βασιλικό διάταγμα, με το οποίο διοριζόταν εξαμελής Επιτροπή Επίβλεψης αποτελούμενη από προσωπικότητες της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου: τον μετέπειτα πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη και τους Στέφανο Π. Ράλλη, Μάρκο Δραγούμη, Πέτρο Καλλιγά, Σπυρίδωνα Στάη και Θέμο Άννινο. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τον έφορο, σκοπό είχε την επιμέλεια της διακόσμησης, του εμπλουτισμού, της ανάπτυξης και της ευπρεπούς διατήρησης των συλλογών του μουσείου. Επιπλέον, για πρώτη φορά προβλέφθηκε οικονομική ενίσχυση της Πινακοθήκης με τρεις χιλιάδες δραχμές ετησίως από το κληροδότημα του ομογενή ευεργέτη Δημητρίου Δωρίδη, που είχε αφήσει την περιουσία του στο ελληνικό έθνος για να διατίθεται για αγαθοεργίες σε δημόσια ιδρύματα.

Ο εμπλουτισμός των συλλογών επιτεύχθηκε με την ψήφιση νόμων που εξασφάλιζαν την παραχώρηση έργων και χάρη σε γενναιόδωρες προσφορές ιδιωτών εντός και εκτός Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό, στις 6 Απριλίου 1911 η Διαχειριστική Επιτροπή της περιουσίας του κληροδοτήματος Γεωργίου Αβέρωφ παρέδωσε στην Πινακοθήκη τους 80 πίνακες της συλλογής του, καθώς και 15 ακόμη που είχαν αγοραστεί με τα χρήματα του κληροδοτήματος, οι οποίοι εκτέθηκαν σε ιδιαίτερη αίθουσα με την επιγραφή «Πινακοθήκη Αβέρωφ», σύμφωνα με την επιθυμία του δωρητή.

Η πρώτη μεγάλη έκθεση έργων από τη συλλογή της Πινακοθήκης αναγγέλθηκε το 1912, τελικά όμως άνοιξε το 1915. Παρουσιάστηκαν τριακόσιοι περίπου πίνακες, που είχε συντηρήσει ο Γεώργιος Χατζόπουλος, σε έξι μεγάλες αίθουσες του Πολυτεχνείου.

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, σε συνεργασία με την Επιτροπή Επίβλεψης, κατέβαλε επίσης επίμονες προσπάθειες για την επίλυση του στεγαστικού, αφού η Πινακοθήκη δεν διέθετε κτήριο και από την ίδρυσή της στεγαζόταν στον πάνω όροφο του κεντρικού διαμερίσματος του Πολυτεχνείου. Οι προσπάθειες αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα εξαιτίας διαφωνιών για την αρχιτεκτονική μορφή του κτηρίου ή την τοποθεσία ανέγερσής του. Το 1914 μάλιστα, με το νόμο 477, είχε παραχωρηθεί οικόπεδο στις οδούς Βασιλίσσης Σοφίας και Ριζάρη, το κτήριο όμως δεν ανεγέρθηκε λόγω των αντιρρήσεων των στρατιωτικών, στους οποίους ανήκε ο χώρος.

Παρ’ όλα αυτά, προκειμένου να προβληθεί ο παιδευτικός χαρακτήρας της Πινακοθήκης, ο Ιακωβίδης καθιέρωσε ελεύθερη είσοδο για το κοινό κάθε Σάββατο και Κυριακή σε αίθουσες του Πολυτεχνείου που χρησίμευαν και για την έκθεση των έργων. Δημοσίευσε επίσης τους πρώτους καταλόγους του μουσείου το 1906 (που περιείχε και τον κανονισμό λειτουργίας) και το 1915, ενώ για τη συντήρηση των έργων φρόντισε να νομοθετηθούν δύο θέσεις επιμελητών, δηλαδή συντηρητών, τις οποίες κατέλαβαν οι ζωγράφοι Γεώργιος Χατζόπουλος και Οδυσσέας Φωκάς.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης παρέμεινε έφορος της Πινακοθήκης ως το 1918. Το 1918 η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων ψήφισε το νόμο 1434 «Περί οργανώσεως της Εθνικής Πινακοθήκης», ο οποίος προέβλεπε ριζική αναδιοργάνωση και αναβάθμιση του μουσείου, τόσο σε διοικητικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Μεταξύ άλλων, ο νόμος καταργούσε τη θέση του εφόρου και προέβλεπε θέση διευθυντή, την οποία κατέλαβε ο λογοτέχνης και φιλότεχνος Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Επιπλέον, για πρώτη φορά προβλεπόταν ετήσια επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό του υπουργείου για τον εμπλουτισμό των συλλογών, καθώς και συγκρότηση Καλλιτεχνικού Συμβουλίου, το οποίο θα πρότεινε στο υπουργείο κάθε αγορά ή αποδοχή δωρεάς έργων, αντί για τον έφορο και τα μέλη της Επιτροπής Επίβλεψης. Μέλη του πρώτου Καλλιτεχνικού Συμβουλίου ορίστηκαν οι Γεώργιος Ιακωβίδης (πρόεδρος) και Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Γεώργιος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και Κωνσταντίνος Μαλέας.

Με τον ίδιο νόμο θεσμοθετήθηκε, επίσης για πρώτη φορά, η ύπαρξη συλλογής γλυπτικής.

Ο Παπαντωνίου επιχείρησε να λύσει σημαντικά προβλήματα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επιχείρησε τη συνένωση της Πινακοθήκης με το κληροδότημα του νομικού και φιλότεχνου Αλέξανδρου Σούτσου (1839-1895), ο οποίος με τη διαθήκη του είχε κληροδοτήσει την περιουσία του στο ελληνικό δημόσιο με σκοπό την ίδρυση και συντήρηση Μουσείου Ζωγραφικής. Για την επίλυση του στεγαστικού, το 1926, σε συνεργασία με την επιτροπή διαχείρισης του κληροδοτήματος Σούτσου, αγόρασε το Ιλίου Μέλαθρον, ακύρωσε όμως την αγορά μόλις διαπίστωσε ότι το κτήριο δεν ήταν κατάλληλο για μουσείο

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με τον γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά στην Τήνο το 1924

Για τον εμπλουτισμό των συλλογών, με την ετήσια επιχορήγηση του υπουργείου ή με ειδικές επιχορηγήσεις από το δημόσιο, αγοράστηκαν κυρίως έργα Ελλήνων ζωγράφων, όπως των Νικολάου Δοξαρά, Νικολάου Καντούνη, Νικολάου Γύζη, Νικηφόρου και Νικολάου Λύτρα, Κωνσταντίνου Μαλέα, Δημήτρη Γαλάνη, Πάνου Αραβαντινού, Κωνσταντίνου Παρθένη, Νικολάου Χειμώνα, Περικλή Πανταζή και Βασιλείου Χατζή, ώστε να δημιουργηθεί μια αντιπροσωπευτική εικόνα από την επτανησιακή τέχνη έως τη σύγχρονη εποχή.

Το 1931, επιπλέον, πραγματοποιήθηκε η σημαντικότερη αγορά για την Πινακοθήκη: σε δημοπρασία στο Μόναχο αγοράστηκε η “Συναυλία των Αγγέλων“, το πάνω τμήμα της σύνθεσης “Ευαγγελισμός” του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, αντί του ποσού των 5.900.775 δραχμών.

Στη διάρκεια της θητείας του Ζαχαρία Παπαντωνίου εγκαινιάστηκε και η συλλογή γλυπτικής. Έτσι, στην επανέκθεση της μόνιμης συλλογής ζωγραφικής το 1934, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά και γλυπτά. Ο Παπαντωνίου άνοιξε επίσης το μουσείο στο κοινό σε καθημερινή βάση, ορίζοντας ώρες επίσκεψης με ελεύθερη είσοδο.

Η δεκαετία του 1940

Η θητεία του Ζαχαρία Παπαντωνίου διακόπηκε από το θάνατό του τον Φεβρουάριο του 1940. Δύο μήνες αργότερα τη διεύθυνση της Πινακοθήκης ανέλαβε ο ζωγράφος και συντηρητής Γεώργιος Στρατηγός (1876-1944), του οποίου η θητεία επίσης διακόπηκε από το θάνατό του τον Νοέμβριο του 1944. Από τις 26 Αυγούστου 1945 διευθυντής ανέλαβε προσωρινά ο αρχαιολόγος Δημήτριος Ευαγγελίδης (1886-1959), παραμένοντας στη θέση αυτή ως τις 28 Φεβρουαρίου 1947. Την 1η Μαρτίου 1947 τον διαδέχθηκε ο αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης Νικόλαος Μπέρτος (1885-1949), η θητεία του οποίου επίσης διακόπηκε από το θάνατό του στις 11 Ιανουαρίου 1949.

Στη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής προτεραιότητα υπήρξε η ασφαλής φύλαξη των έργων, τα οποία είχαν μεταφερθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο και, τα πιο πολύτιμα, στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Εν τω μεταξύ, από τον Ιανουάριο του 1941, η Πινακοθήκη είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το κεντρικό κτήριο του Πολυτεχνείου λόγω επιτάξεως για την εγκατάσταση Στρατιωτικού Νοσοκομείου τραυματιών και για τη χρησιμοποίησή του, στη συνέχεια, από το στρατό κατοχής. Αμέσως μετά το Πολυτεχνείο κατέλαβε και πάλι τους χώρους του, με την αιτιολογία ότι είχε αυξηθεί ο αριθμός των σπουδαστών του και είχαν δημιουργηθεί νέες ανάγκες διδασκαλίας. Έτσι, η Πινακοθήκη έκανε προσωρινά έδρα της το Μουσείο Μπενάκη, ενώ ακολούθησαν διαδοχικές μεταστεγάσεις στην Casa d’Italia και το Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου το 1948 μεταφέρθηκαν και τα έργα.

Η υποτυπώδης λειτουργία του μουσείου τη δεκαετία του 1940 δεν επέτρεψε παρά ένα στοιχειώδη εμπλουτισμό της συλλογής ζωγραφικής. Παρόλα αυτά, το 1946 η Πινακοθήκη δέχτηκε μια πολύ γενναιόδωρη προσφορά. Ο Οδυσσέας Φωκάς, επιμελητής (συντηρητής) από το 1915, κληροδότησε με τη διαθήκη του την κινητή και ακίνητη περιουσία του, «διά να πλουτίζεται με τα εισοδήματα το διεθνές τμήμα της νεωτέρας τέχνης». Με την κληροδοσία αυτή ο Φωκάς αναδείχθηκε στο δεύτερο μεγάλο ευεργέτη μετά τον Αλέξανδρο Σούτζο.

Επιπλέον, μετά την Απελευθέρωση, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική δωρεά έργων Γάλλων καλλιτεχνών – τιμητική προσφορά προς τον ελληνικό λαό σε ένδειξη σεβασμού για την ηρωική του στάση στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής – που ως ιδέα είχε ξεκινήσει από το 1942 με πρωτοβουλία του συγγραφέα και διανοούμενου Roger Milliex και της συντρόφου του, Τατιάνας Γκρίτση-Milliex. Περιλαμβάνει είκοσι οκτώ πίνακες ζωγραφικής, έξι σχέδια, έξι χαρακτικά, τέσσερα γλυπτά και δύο βιβλία, που παραδόθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη τον Ιούλιο του 1949.

Μαρίνος Καλλιγάς (1906-1985)

Στις 6 Ιουνίου 1949 τη διεύθυνση της Πινακοθήκης ανέλαβε ο ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς (1906-1985), παραμένοντας στη θέση αυτή έως τις 2 Μαΐου 1971. Στη διάρκεια της θητείας του το μουσείο εισήλθε σε μια νέα φάση, στη διάρκεια της οποίας επιλύθηκαν ή ετέθησαν οι βάσεις για την επίλυση πολλών από τα προβλήματά του.

Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος 2814 «Περί συστάσεως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπό την επωνυμίαν “Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείον Αλ. Σούτσου”», με τον οποίο το κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτσου ενσωματώθηκε στην Πινακοθήκη. Με την ενσωμάτωση αυτή η επταμελής Επιτροπή Επίβλεψης αντικαταστάθηκε από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ εξασφαλίστηκε σημαντική οικονομική ενίσχυση επιπλέον του κρατικού προϋπολογισμού, η οποία συνέβαλε στην απόκτηση μόνιμης στέγης, αλλά και στον εμπλουτισμό των συλλογών και της βιβλιοθήκης.

Από το 1952 και για τέσσερα τουλάχιστον χρόνια η Πινακοθήκη στεγαζόταν σε δύο ορόφους της οδού Κολοκοτρώνη 11, όπου άλλοτε ήταν το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Στη συνέχεια, τα γραφεία και τα έργα μεταφέρθηκαν στους στρατώνες του Πυροβολικού, στη γωνία των οδών Ριζάρη και Βασιλίσσης Σοφίας. Ήδη όμως από το 1956 είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός για την ανέγερση κτηρίου. Μετά από πολλές καθυστερήσεις και εμπλοκές σε σχέση με τη θέση του οικοπέδου, στις 26 Νοεμβρίου 1964 θεμελιώθηκε  το πρώτο από τα σημερινά κτήρια. Η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1968, ενώ στις 14 Μαΐου 1970 εγκαινιάστηκε η πρώτη έκθεση με έργα από τις μόνιμες συλλογές. Εν τω μεταξύ, το 1968 η Πινακοθήκη είχε για μια ακόμη φορά αναγκαστεί να μετακομίσει, αυτή τη φορά σε ένα διαμέρισμα στη γωνία των οδών Ευφρονίου και Βασιλέως Αλεξάνδρου. Τα έργα τότε φυλάχθηκαν στο υπόγειο του κτηρίου.

Όσον αφορά στην απόκτηση έργων, στη διάρκεια της θητείας του Μαρίνου Καλλιγά ο εμπλουτισμός των συλλογών έγινε πιο συστηματικός μέσω αγορών και δωρεών, οι οποίες συχνά πραγματοποιούνταν με την παρότρυνση του διευθυντή. Έτσι, η συλλογή ζωγραφικής εμπλουτίστηκε σημαντικά με δημιουργίες τόσο παλαιότερων όσο και νεότερων καλλιτεχνών, ώστε να εκπροσωπούνται οι πιο αξιόλογοι από όλες τις περιόδους και τις τάσεις. Η συλλογή γλυπτικής εδραιώθηκε, αποκτώντας μια πληρέστερη εικόνα από τους Επτανήσιους γλύπτες μέχρι τη σύγχρονη εποχή, ενώ στη συλλογή χαρακτικής περιήλθαν αντίτυπα καλής ποιότητας, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, χαρακτικά των Rembrandt, Pieter Brueghel του πρεσβύτερου, Dürer, Goya, καθώς και Γάλλων καλλιτεχνών. Επιπλέον, με εθελοντική εργασία, τα έργα καταλογογραφήθηκαν σε δελτία και τα αρχεία οργανώθηκαν.

Έως την επίλυση του στεγαστικού, για την παρουσίαση των έργων στο κοινό δόθηκε μια προσωρινή λύση την περίοδο 1953-1959, με την οργάνωση εκθέσεων από τις συλλογές του μουσείου σε αίθουσες του Ζαππείου μεγάρου. Για τις εκθέσεις αυτές εκδόθηκαν μικροί αλλά εμπεριστατωμένοι κατάλογοι (195319541955/11955/219561957), οι πρώτοι μετά από εκείνους που είχε εκδώσει ο Γεώργιος Ιακωβίδης το 1906 και το 1915. Οργανώθηκαν επίσης περιοδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες μέρος της συλλογής του Σταύρου Νιάρχου το 1958, καθώς και εκθέσεις από τις συλλογές της Πινακοθήκης εκτός Αθήνας (19551962/11962/2).

Ανδρέας Ιωάννου (1918-1972)

Μετά την αποχώρηση του Μαρίνου Καλλιγά, στη διεύθυνση της Πινακοθήκης τοποθετήθηκε ο νομικός και τέως νομάρχης Ανδρέας Ιωάννου, η θητεία του όμως διακόπηκε από το θάνατό του τον Αύγουστο του 1972.

Στη διάρκεια της σύντομης θητείας του Ανδρέα Ιωάννου ο Αλέξανδρος Ιόλας πραγματοποίησε μια σημαντική δωρεά επτά έργων σύγχρονων, ξένων κυρίως, καλλιτεχνών.

Δημήτρης Παπαστάμος (1923-2008)

Τον Δεκέμβριο του 1972 τη διεύθυνση της Πινακοθήκης ανέλαβε ο αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης Δημήτρης Παπαστάμος (1923-2008), παραμένοντας στη θέση αυτή έως τον Οκτώβριο του 1989.

Η περίοδος που διηύθυνε την Πινακοθήκη ο Δημήτρης Παπαστάμος χαρακτηρίζεται από την εδραίωση του μουσείου, η οποία επιτεύχθηκε με την οριστική επίλυση του στεγαστικού και τη ριζική διοικητική αναδιοργάνωσή του.

Το 1976 ολοκληρώθηκε και το δεύτερο τμήμα του κτηρίου. Τα επίσημα εγκαίνια της Πινακοθήκης έγιναν πανηγυρικά στις 17 Μαΐου 1976 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Το 1980 ψηφίστηκε ο νόμος 1079, «Περί Οργανισμού και λειτουργίας της Εθνικής Πινακοθήκης και Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου». Ο νόμος αυτός κατάργησε τις περισσότερες διατάξεις του νόμου 2814/1954 και θεσμοθέτησε νέες δραστηριότητες, δίνοντας τη δυνατότητα διεύρυνσης του περιεχομένου των συλλογών και αναδιοργάνωσης και ανάπτυξης των τμημάτων του μουσείου σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις.

Έτσι, οι υπηρεσίες της Πινακοθήκης συγκροτήθηκαν σε Γενική Διεύθυνση με τρεις Διευθύνσεις: α) Συλλογών, Καλλιτεχνικού και Μουσειολογικού Προγραμματισμού, β) Διοικητικού-Οικονομικού και γ) Καλλιτεχνικής Συντήρησης και Αποκατάστασης έργων τέχνης. Η αύξηση του προσωπικού ήταν θεαματική και κάλυπτε όλες τις απαραίτητες ειδικότητες, ενώ για πρώτη φορά η επιμέλεια των συλλογών ανατέθηκε σε ιστορικούς τέχνης, οι οποίοι προέβησαν και σε συστηματικότερη οργάνωσή τους.

Οι συλλογές εμπλουτίστηκαν, ενώ πραγματοποιήθηκαν σημαντικές δωρεές έργων, όπως των Τάσσου, Νικολάου Βεντούρα, Γιώργου Μόσχου, Κωνσταντίνου Παρθένη, Ουμβέρτου Αργυρού, Γιώργου Γουναρόπουλου, Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και Γιάννη Μόραλη. Ακόμη, με τη συνδρομή του Σταύρου Νιάρχου και του Βασίλη Γουλανδρή αγοράστηκε ο “Έφιππος έλληνας αγωνιστής” του Eugène Delacroix, με τη συνδρομή του Βασίλη και του Νίκου Γουλανδρή η μεγάλη τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου που κοσμούσε το σπίτι του, ενώ με χρήματα από το κληροδότημα του Οδυσσέα Φωκά και με την οικονομική συμβολή του Βασίλη Γουλανδρή αγοράστηκε ο “Άσωτος υιός” του Auguste Rodin.

Η επίλυση του στεγαστικού έδωσε τη δυνατότητα για μόνιμη έκθεση των συλλογών, στην οποία από το 1977 περιελήφθησαν και έργα από τη συλλογή Ευριπίδη Κουτλίδη. Επιπλέον, καθιερώθηκε μια εκτεταμένη και συστηματική εκθεσιακή δραστηριότητα, με έμφαση στην προβολή του έργου κυρίως των Ελλήνων καλλιτεχνών. Παρουσιάστηκαν επίσης εκθέσεις ξένων καλλιτεχνών, πολλές από τις οποίες έγιναν στο πλαίσιο διακρατικών ανταλλαγών, καθώς και μερικές πολύ αξιόλογες ομαδικές διοργανώσεις. Ακόμη, οργανώθηκαν εκθέσεις στο εξωτερικό, αλλά και στην ελληνική επαρχία, με σκοπό την εικαστική διαπαιδαγώγηση του κοινού και ιδιαίτερα των μαθητών. Παράλληλα οργανώνονταν ποικίλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, διαλέξεις, συνέδρια, παραστάσεις παιδικού θεάτρου και κουκλοθεάτρου, ενώ άρχισε να λειτουργεί παιδικό εργαστήριο.

Το 1983 ιδρύθηκε στη Σπάρτη η Κουμαντάρειος Πινακοθήκη, το πρώτο παράρτημα της Πινακοθήκης εκτός Αθήνας. Η Κουμαντάρειος Πινακοθήκη στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτήριο που ευγενικά παραχώρησαν, μαζί με τη συλλογή τους, ο Γεώργιος Κουμάνταρος και η αδελφή του Αικατερίνη (Ντόλλυ) Γουλανδρή προς τιμήν του πατέρα τους, Ιωάννη Κουμάνταρου.

Τέλος, με την οικονομική συμβολή της ζωγράφου και χαράκτριας Κούλας Μπεκιάρη-Βεκρή, το 1986 ιδρύθηκε σε αυτόνομους χώρους του μουσείου η πρώτη Γλυπτοθήκη, που λειτούργησε ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ήταν η πρώτη αυτόνομη έκθεση της μόνιμης συλλογής γλυπτικής της Πινακοθήκης και παρουσίαζε την αρχή και την εξέλιξη της νεοελληνικής γλυπτικής έως το 1940.

Μαίρη Μιχαηλίδου

Μετά την αποχώρηση του Δημήτρη Παπαστάμου, από τον Νοέμβριο του 1989 χρέη Διευθύνουσας Συμβούλου άσκησε η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του υπουργείου Πολιτισμού Μαίρη Μιχαηλίδου. Τον Απρίλιο του 1990 κατέλαβε τη θέση του διευθυντή, στην οποία παρέμεινε ως τις 14 Ιουνίου 1991.

Στη διάρκεια της θητείας της η Μαίρη Μιχαηλίδου οργάνωσε μερική επανέκθεση των μονίμων συλλογών του μουσείου με έργα του 19ου αιώνα. Οργανώθηκαν ακόμη αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου κυρίως Ελλήνων, αλλά και ξένων καλλιτεχνών.

Μετά την αποχώρηση της Μαίρης Μιχαηλίδου χρέη διευθυντή άσκησε η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Συλλογών, Καλλιτεχνικού και Μουσειολογικού Προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης Νέλλη (Ελπινίκη) Μισιρλή, παραμένοντας στη θέση αυτή έως τον Ιανουάριο του 1992. Ήδη από το καλοκαίρι του 1991 η θέση είχε προκηρυχθεί και από τις 17 Ιανουαρίου 1992 έως τον Ιούνιο 2022 τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης είχε αναλάβει η ιστορικός τέχνης και καθηγήτρια στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.

Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα (1936-2022)

Γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης.
Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1959-1964) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο τμήμα στην Κλασική Αρχαιολογία με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) και με θέμα: “Προσωκρατική Φιλοσοφία και Τέχνη”.

Παρακολούθησε τα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης του Καθηγητή Παντελή Πρεβελάκη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1965-1968).
Κατά τα έτη 1968-1971, και με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας και Κοινωνιολογίας της Τέχνης στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris I). Το 1973 έλαβε “Κρατικό Διδακτορικό Δίπλωμα” (“Doctorat d’ Etat es Lettres”) με άριστα (Paris I, Σορβόννη), με τίτλο: “Bourdelle et la Grece” ( “Ο Μπουρντέλ και η Ελλάδα”).

Το 1975 εξελέγη παμψηφεί Τακτική Καθηγήτρια στην έδρα της Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. (Πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στην ιστορία της ΑΣΚΤ).
Επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Princeton των Η.Π.Α. με υποτροφία Fulbright.

Δίδαξε ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε ξένα πανεπιστήμια της Γαλλίας, των ΗΠΑ και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗΣ – ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΟΥΤΣΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 1992 ΕΩΣ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ 2022.

Στη διάρκεια της θητείας της η Εθνική Πινακοθήκη εκσυγχρονίστηκε, ίδρυσε νέα παραρτήματα (Κέρκυρα, Ναύπλιο, Γλυπτοθήκη, Άλσος Στρατού, Γουδί, Μουσείο Καπράλου, Αίγινα), απέκτησε 3.000 νέα έργα, μεταξύ των οποίων δύο πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (El Greco), διοργάνωσε σημαντικές εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό με περίπου 5.500.000 επισκέπτες. Όλες αυτές οι δράσεις καλύφθηκαν κατά ποσοστό 60-100% από χορηγίες. Ύστερα από πολυετείς προσπάθειες, εκπονήθηκε μελέτη επέκτασης του κτηριακού συγκροτήματος της ΕΠΜΑΣ, που υπερδιπλασιάζει τους χώρους της, εκσυγχρονίζει τη λειτουργία της και αναβαθμίζει αισθητικά τη μορφή της. Το έργο, που χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ και από χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, πραγματοποιήθηκε με την επίβλεψη των τεχνικών υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Α., και ολοκληρώθηκε το 2021.

ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Βραβείο Καζαντζάκη του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης (1985)
Α΄ Κρατικό Βραβείο Μελέτης-Δοκιμίου για το βιβλίο “Περί Ζωγραφικής-Αλμπέρτι και Λεονάρντο” (1988)
Ιππότης Γραμμάτων και Τεχνών της Ιταλικής Δημοκρατίας (1994)
Ταξιάρχης Γραμμάτων και Τεχνών της Ιταλικής Δημοκρατίας (2007)
Ιππότης Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας (1997)
Ταξιάρχης Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας (2005)
Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας (2011)
Παράσημο του Αλφόνσου του Σοφού της Ισπανίας (2000)
Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας (2004)
Βραβείο ΤΕΙ Κρήτης (2005)
Βραβείο International Lions (2006)
Βραβείο XENIA (2006)
Βραβείο “Αριάδνη” από την Παγκρητική Ένωση Αμερικής (2009)

Εκλέγεται Αντιπρόεδρος του διεθνούς τμήματος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (AICA).
Εκλέγεται Ελληνίδα υποψήφια για τον τίτλο “Γυναίκα της Ευρώπης” (1997).
Διορίζεται Αν. Υπουργός Πολιτισμού της Υπηρεσιακής Κυβέρνησης (Σεπτ. 2015).

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Είχε δημοσιεύσει 21 βιβλία και περισσότερες από διακόσιες μελέτες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες και έχει συγγράψει περισσότερα από εκατό εισαγωγικά κείμενα σε καταλόγους εκθέσεων.

Είχε συμμετάσχει σε πολλά επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα