Γιος του ιταλού καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νάπολης Saverio Altamura και της ζωγράφου Ελένης Μπούκουρη από τις Σπέτσες, πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τη μητέρα του. Το 1857/1859, μετά το χωρισμό των γονιών του, επέστρεψε με τη μητέρα του και τα αδέλφια του στην Αθήνα. Το 1871-1872, σύμφωνα με τα μητρώα της Σχολής Καλών Τεχνών, φοιτούσε στην τάξη του Νικηφόρου Λύτρα. Από το 1873 ως το 1876, με υποτροφία του Γεωργίου Α’, συνέχισε τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης κοντά στο θαλασσογράφο Κarl Frederik Soerensen, φοιτώντας μάλιστα δωρεάν χάρη στις συστάσεις του δανού αρχιτέκτονα Christian Hansen. Προσβεβλημένος από φυματίωση, επέστρεψε το 1876 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες, όπου πέθανε δύο χρόνια αργότερα.

Το 1875 έλαβε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων, όπου εξέθεσε το “Λιμάνι της Κοπεγχάγης” και τιμήθηκε με το “αργυρούν νομισματόσημον β’ τάξεως”, και το 1878 στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, ενώ μετά το θάνατό του έργα του παρουσιάστηκαν σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Γνωρίζοντας την ευρωπαϊκή παράδοση της θαλασσογραφίας και έχοντας αφομοιώσει την ακαδημαϊκή δανική παράδοση στο θέμα, αλλά και τις νεωτεριστικές απόψεις του δασκάλου του, κινήθηκε κατά κύριο λόγο σε αυτή τη θεματογραφική περιοχή, απεικονίζοντας παράλληλα ορισμένα τοπία, προσωπογραφίες και ναυμαχίες από την Ελληνική Επανάσταση. Η ιδιότητα του βασιλικού υποτρόφου τού έδωσε τη δυνατότητα να συναναστραφεί με αξιωματικούς του δανικού πολεμικού ναυτικού και να συμμετάσχει σε πλεύσεις του δανικού στόλου, γνωρίζοντας έτσι τα σκανδιναβικά θαλασσινά τοπία, τα οποία συχνά απεικόνισε στα έργα του. Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από την απόδοση του στιγμιαίου, του φευγαλέου και του ευμετάβλητου και φανερώνουν την επαφή του με τις τάσεις του πρώιμου ιμπρεσιονισμού.

Μοιραστείτε: