Σπούδασε αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών γλυπτική με τον Λεωνίδα Δρόση (1876-1883), δουλεύοντας παράλληλα στο εργαστήριο του Δημήτριου Φιλιππότη, και στη συνέχεια με τους Αντόνιο Αλεγκρέτι και Τζιρόλαμο Μαζίνι στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Ρώμης, όπου διατηρούσε δικό του εργαστήριο. Το 1888 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σύντομα άνοιξε εργαστήριο στο οποίο απασχολούσε πολλούς βοηθούς. Το 1911 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, από όπου όμως παραιτήθηκε αμέσως, λόγω διαφωνιών με τους συναδέλφους του και το Υπουργείο Παιδείας.

Παρουσίασε το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται τα Ολύμπια του 1888, η Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1889, καθώς και οι Πανελλήνιες του 1938 και του 1939.

Ο Γεώργιος Μπονάνος έζησε σε μια μεταβατική περίοδο για τη νεοελληνική γλυπτική, στη διάρκεια της οποίας τα διδάγματα του κλασικισμού επιβίωναν, συνδυάζονταν όμως με τη στροφή των καλλιτεχνών στη ρεαλιστική απόδοση. Αξιοποίησε τα διδάγματα τόσο της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, που θεωρούσε μεγάλο του πρότυπο, όσο και αυτά των κλασικιστών δασκάλων του 19ου αιώνα, με τα οποία ήρθε σε επαφή κατά την περίοδο των σπουδών του στη Ρώμη, εισάγοντας παράλληλα ένα ρεαλιστικό ύφος φανερό περισσότερο στην επιλογή των θεμάτων και λιγότερο στον τρόπο απόδοσής τους. Έχοντας ένα ευρύ θεματικό πεδίο, φιλοτέχνησε πλήθος ανδριάντων, προτομών, ταφικών μνημείων και ηρώων, αντίγραφα αρχαίων έργων, αλλά και συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης, που χαρακτηρίζονται από μνημειακό ύφος, αρμονία, μέτρο, ισορροπία και συνθετική ασφάλεια.

Μοιραστείτε: