Γιος ενός επιπλοποιού, εγκατέλειψε το σχολείο το 1874 για να εργαστεί κοντά στον πατέρα του. Από το 1876 ως το 1884 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τουλούζης με υποτροφία του Δήμου του Montauban. Το 1884 πήγε στο Παρίσι, όπου έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών. Για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στο εργαστήριο του Αλεξάντρ Φαλγκέρ (Alexandre Falguiere), ενός ρεαλιστή νεομπαρόκ γλύπτη από τους πιο επιτυχημένους και παραγωγικούς της Γαλλίας, που είχε στο ενεργητικό του πλήθος επίσημων παραγγελιών για μνημεία σε δημόσιους χώρους. Η ακαδημαϊκή εκπαίδευση όμως δεν ανταποκρινόταν στις ανησυχίες του νεαρού καλλιτέχνη, που σύντομα εγκατέλειψε τη Σχολή. Νοίκιασε ένα εργαστήριο στο Μονπαρνάς και άρχισε να εργάζεται μόνος του. Κοντά του έμενε και ο Ζυλ Νταλού (Jules Dalou), τον οποίο ο Μπουρντέλ εκτιμούσε και συχνά ζητούσε τις συμβουλές του.

Το 1897 πήρε την πρώτη επίσημη παραγγελία για την κατασκευή του μνημείου των πεσόντων στο Montauban. Η επιτροπή του μνημείου ενέκρινε το πρόπλασμα με τη μεσολάβηση του Ροντέν (Rodin), που υποστήριξε ένθερμα την αποδοχή του. O Μπουρντέλ είχε γνωρίσει τον Ροντέν το 1893 και εργάστηκε μαζί του ως το 1908, μεταφέροντας σε μάρμαρο προπλάσματα των έργων του. Η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας είναι σαφώς επηρεασμένη από το έργο του ομοτέχνου του, ο οποίος τον μύησε στην πλαστική των αρχαίων έργων. Όμως, το ανήσυχο πνεύμα του Μπουρντέλ και η ανάγκη για πιο προσωπική έκφραση τον οδήγησαν σταδιακά στην απομάκρυνση από την επίδραση τόσο των πρώτων δασκάλων του όσο και του Ροντέν. Η στροφή στον προσανατολισμό του θα φανεί στο κεφάλι του “Μαχητή Απόλλωνα” (1900) και στον κορμό της “Παλλάδος Αθηνάς” (1898-1905), που αποδίδει μετωπικά και ακίνητα, βασιζόμενος στη σχηματοποίηση, τα καθαρά επίπεδα και την αυστηρή έκφραση που χαρακτηρίζει τα έργα της αρχαϊκής περιόδου. Ζώντας σε μια εποχή μεταβατική, γεμάτη ανησυχίες, αμφισβήτηση των παραδοσιακών τρόπων έκφρασης και έρευνα προς νέες κατευθύνσεις, θα προσηλωθεί τελικά στην ελληνική αρχαιότητα, που θα τροφοδοτήσει την έμπνευσή του μέσα από τις διάφορες περιόδους της. Στην επιλογή αυτή θα συμβάλει και η συναναστροφή του με τους συμβολιστές ποιητές, καθώς και η φιλία του με τον ελληνογάλλο ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas). Οι επιδράσεις της γλυπτικής του Ροντέν και της αρχαίας τέχνης, που στο μνημείο του Montauban συνδυάζονται με μια προσωπική εξπρεσιονιστική απόδοση, και η εκλεκτική υιοθέτηση προτύπων της αρχαίας τέχνης θα καταλήξουν τελικά σε ένα συνθετικό ύφος στο οποίο η ταραχή υποτάσσεται στην τάξη. Το ύφος αυτό, που ίδιος αποκάλεσε «οργανωμένο σάλο», έγινε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της τέχνης του.

Ένας άλλος τομέας στον οποίο έστρεψε το ενδιαφέρον του ο Μπουρντέλ είναι τα μνημειακά έργα, άλλοτε ελεύθερα και άλλοτε συνδυασμένα με την αρχιτεκτονική. Με τις μεγάλες παραγγελίες εξάλλου που έλαβε, συνέβαλε σημαντικά στην αναβίωση της μνημειακής πλαστικής. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο γλυπτικός διάκοσμος της πρόσοψης και οι νωπογραφίες στο εσωτερικό του Θεάτρου των Ηλυσίων Πεδίων. Ο εξωτερικός διάκοσμος ιδιαίτερα, με κεντρικό θέμα τον Απόλλωνα και τις Μούσες, που έγινε με πρότυπο τη γλυπτική της αρχαίας Ολυμπίας και βασίζεται στα διδάγματα της αρχαϊκής τέχνης και της τέχνης του αυστηρού ρυθμού, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πεποίθηση του καλλιτέχνη ότι η γλυπτική αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της αρχιτεκτονικής.

Εκτός από τα μυθολογικά θέματα και τις μνημειακές συνθέσεις, ο Μπουρντέλ φιλοτέχνησε επίσης σημαντικό αριθμό προτομών παλαιότερων και συγχρόνων του, όπως των Ροντέν, Ενγκρ (Ingres), Μορεάς, Ανατόλ Φρανς (Antole France), καθώς και μια σειρά προτομών του Μπετόβεν. Τα έργα αυτά, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν μια στυλιστική πολυμορφία, ανάγονται σαφώς σε αρχαία πρότυπα. Το ανήσυχο πνεύμα του καλλιτέχνη εκφράστηκε παράλληλα σε πλήθος ειδωλίων με ελληνιστική επίδραση, που έπλασε ανεξάρτητα από παραγγελίες, αλλά και σε χιλιάδες σχέδια, τα περισσότερα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα σχέδια για την εικονογράφηση των “Εκατό ελληνικών επιγραμμάτων” από την Παλατινή Ανθολογία, έκδοση που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, και δεκαπέντε ανάγλυφα από τερακότα που χαράχτηκαν από τον Τζ. Λ. Περισόν (J.L. Perrichon) για την έκδοση του “Δημοσθένη” του Ζορζ Κλεμανσό (Georges Clemenceau) το 1929.

Ο φιλελληνισμός του Μπουρντέλ σφράγισε και την προσωπική του ζωή, αφού το 1911 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ελληνίδα μαθήτριά του Κλεοπάτρα Σεβαστού. Και παρά το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να επισκεφθεί την Ελλάδα, εξέφραζε τα φιλελληνικά του αισθήματα με ποικίλους τρόπους. Γνώρισε προσωπικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, πρωτοστάτησε σε εκστρατείες για βοήθεια κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και έκανε έκκληση για την επιστροφή των αρχαίων θησαυρών.

Ένας τομέας στον οποίο η προσφορά του υπήρξε επίσης σημαντική ήταν η διδασκαλία στην ελεύθερη ακαδημία Γκραντ Σομιέρ, που ξεκίνησε το 1909 και διήρκεσε ως το θάνατό του. Η Μπέλλα Ραφτοπούλου, ο Κωστής Παπαχριστόπουλος, ο Γεώργιος Καστριώτης, κυρίως όμως ο Θανάσης Απάρτης, περιλαμβάνονται στους έλληνες μαθητές του που έφεραν τα διδάγματά του στην Ελλάδα, συμβάλλοντας στην επιστροφή στα πρότυπα της αρχαίας τέχνης.

Από την καλλιτεχνική του δραστηριότητα δεν λείπουν και οι συμμετοχές σε σημαντικές εκθέσεις. Από το 1884 άρχισε να συμμετέχει στο Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών (Salon des Artistes Francais) και από το 1891 στο Σαλόν της Εθνικής Εταιρίας Καλών Τεχνών (Salon de la Societe Nationale des Beaux Arts), όπου το 1910 το έργο του “Ηρακλής τοξότης” γνώρισε το θρίαμβο. Το 1914 εκπροσώπησε τη Γαλλία στη Μπιενάλε της Βενετίας, το 1923 συμμετείχε στην ίδρυση του Σαλόν του Κεραμικού (Salon des Tuileries), ενώ το 1925 έλαβε μέρος στη Διεθνή Έκθεση Διακοσμητικών Τεχνών στο Παρίσι και εξέθεσε στην Αμερική και την Ιαπωνία. Το 1928 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στο Palais des Beaux Arts στις Βρυξέλλες και το 1931, δύο χρόνια μετά το θάνατό του, στην Orangerie στο Παρίσι. Στις τιμητικές του διακρίσεις περιλαμβάνεται η αναγόρευσή του το 1909 σε ιππότη και το 1919 σε αξιωματικό του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1948 το εργαστήριό του στο Μονπαρνάς μετατράπηκε σε Μουσείο.

Μοιραστείτε: