Το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Την περίοδο 1930-1933 σπούδασε κεραμική και πηλογλυπτική στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αυστριακού Μουσείου Τέχνης και Βιομηχανίας στη Βιέννη, με καθηγητές τους Μίκαελ Ποβόλνυ και Ρόμπερτ Ομπζίγκερ. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1933 και άρχισε να επισκέπτεται περιοχές στις οποίες εργάστηκαν οι αρχαίοι έλληνες κεραμοπλάστες, συλλέγοντας ένα μεγάλο αριθμό από διαφορετικά είδη πηλού. Το 1945 πήγε στο Παρίσι και παρακολούθησε μαθήματα κοντά στον Μαρσέλ Ζιμόν. Το διάστημα 1947-1949 έζησε στην Αργεντινή, όπου δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά, ενώ μελέτησε τον πολιτισμό των Ίνκας και την τέχνη των Ινδιάνων. Τον Ιούνιο του 1949 επέστρεψε στην Ελλάδα, ενώ κατά το διάστημα 1953-1967 ταξίδεψε και πάλι σε χώρες της Αμερικής, στην Αίγυπτο, την Ιαπωνία, την Ινδία, την Ταϋλάνδη, το Μπαλί, την Κίνα, την Καμπότζη, την Ιάβα, το Ιράκ, το Νεπάλ και την Περσία. Το 1974 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου της, ενώ το 1980 ήταν η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε να εκλεγεί μέλος της.

Παρουσίασε το έργο της σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έλαβε μέρος σε ομαδικές και διεθνείς διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, η Διεθνής Έκθεση Κεραμικής στις Κάννες το 1955, η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Ροντέν το 1956 και το 1961, τα Παναθήναια Συγχρόνου Γλυπτικής στην Αθήνα το 1965 και η Παγκόσμια έκθεση της Νέας Υόρκης την ίδια χρονιά, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι το 1968 και 1969, καθώς και οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1959, όπου κέρδισε το πρώτο βραβείο, και της Αλεξάνδρειας το 1965.

Ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ΄50 η Φρόσω Ευθυμιάδη εργάστηκε αποκλειστικά με τερακότα και με ρεαλιστικό ύφος φιλοτέχνησε προτομές και ολόσωμες μορφές, αγγεία και ειδώλια, κυρίως όμως ένα σημαντικό αριθμό ζώων, είναι μάλιστα η μοναδική γλύπτρια στην Ελλάδα που ασχολήθηκε τόσο εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Το 1955 στράφηκε στο μέταλλο, ενώ ταυτόχρονα εγκατέλειψε τη ρεαλιστική απόδοση και υιοθέτησε ένα ύφος έντονα αφαιρετικό. Ενώνοντας με ηλεκτροκόλληση ή οξυγονοκόλληση φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου που η ίδια σφυρηλατούσε και κινούμενη στο ίδιο θεματικό πεδίο δημιούργησε συνθέσεις αφαιρετικές ή αφηρημένες, άλλοτε στατικές και άλλοτε με μια λανθάνουσα κίνηση, στην ανάδειξη των οποίων σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το κενό.

Μοιραστείτε: