Μετά την αυτοκτονία της μητέρας του το 1912, ο Ρενέ Μαγκρίτ εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Σαρλερουά, όπου παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Τον Οκτώβριο του 1916 γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, όπου σπούδασε κοντά στους Εμίλ Βαντάμ-Σύλβα, Ζισμπέρ Κομπά και Κονσταντίν Μοντάλ, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα λογοτεχνίας κοντά στον Ζωρζ Εεκχάουτ. Το 1919 ήρθε σε επαφή με τα μέλη της βελγικής πρωτοπορίας και ανέπτυξε σχέσεις με νέους συγγραφείς προσκείμενους στο Νταντά και τον Σουρεαλισμό, όπως ήταν ο ποιητής και έμπορος πινάκων Ε.Λ.Τ. Μέζενς, με τον οποίο, το 1925 ξεκίνησε τη δραστηριότητά του στο χώρο των εκδόσεων, με τα περιοδικά “Oesephage” και “Marie”. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής εξέδωσε επίσης τα περιοδικά “Carte d’ apres nature” (1952-1957) και “Rhetorique” (1961-1964). Η αρνητική κριτική που εισέπραξε το έργο του στην πρώτη ατομική του έκθεση το 1927 στάθηκε μια από τις αιτίες για τη μετάβασή του στο Παρίσι, όπου έζησε ως το 1930. Κατά την τριετή παραμονή του εκεί αποτέλεσε ενεργό μέρος του σουρεαλιστικού κινήματος και συνδέθηκε με τον Αντρέ Μπρετόν και τον κύκλο του. Το 1945 προσέγγισε την κομμουνιστική παράταξη αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε. Το 1956 τιμήθηκε με το βραβείο Guggenheim.

To 1927 πραγματοποιήθηκε στη γκαλερί Le Centaure του Παρισιού η πρώτη ατομική του έκθεση. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις του έργου του σε διάφορες πόλεις, ενώ αναδρομικές εκθέσεις οργανώθηκαν το διάστημα 1960-1969 στην Αμερική, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία και το 1996 και 1998 στο Ντίσελντορφ και τις Βρυξέλλες. Έλαβε επίσης μέρος σε πλήθος ομαδικών διοργανώσεων, καθώς και σε όλες τις σημαντικές εκθέσεις των Σουρεαλιστών, όπως η Διεθνής Σουρεαλιστική Έκθεση στο Λονδίνο το 1936.

Το 1925, με αφορμή το έργο του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο “Το τραγούδι της αγάπης”, ο Ρενέ Μαγκρίτ στράφηκε στο Σουρεαλισμό και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Είχε προηγηθεί ένα σύντομο διάστημα που εργάστηκε επηρεασμένος από τον Κυβισμό και το Φουτουρισμό, ενώ στη δεκαετία του 1940 πειραματίστηκε για λίγο και με την ιμπρεσιονιστική έκφραση. Το σύνολο του έργου του διακρίνεται για τον ποιητικό χαρακτήρα και μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, που επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση στοιχείων όπως η παραμόρφωση της κλίμακας και ο εξωπραγματικός συνδυασμός ρεαλιστικά αποδοσμένων αντικειμένων και εικόνων φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους, τα οποία τοποθετεί σε αταίριαστα περιβάλλοντα. Ταυτόχρονα το ονειρικό στοιχείο και η ανατροπή των καθιερωμένων σχέσεων δημιουργούν στο θεατή ένα αίσθημα ανησυχίας και αβεβαιότητας.

Μοιραστείτε: