Ξεκίνησε τις σπουδές του σε ηλικία δεκαπέντε ετών στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών όπου συνάντησε τον Ματίς και συνδέθηκε με βαθιά φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του και μαζί θα συνεχίσουν στη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Γκυστάβ Μορώ (Gustave Moreau). Μετά τον θάνατο του δασκάλου του εγκαταλείπει τη Σχολή Καλών Τεχνών και συνεχίζει μαζί με τον Ματίς πάντα σε μία ελεύθερη ακαδημία. Μαζί με τον Καμουέν (Camoin) ζωγραφίζουν σκηνές του δρόμου.

Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1907.

Αν και εξέθεσε στο Σαλόνι του Φθινοπώρου στην αίθουσα των φωβιστών το 1905, ουδέποτε το χρώμα του υπήρξε τόσο έντονο και φωτεινό όσο των υπολοίπων. Ωστόσο η φιλία που τον έδενε με τους τρεις πιο σημαντικούς αυτής της τάσης τον Ματίς, τον Ντυφύ και τον Μανγκέν (Manguin), τον έκανε γενναίο υπερασπιστή του κινήματος που στην αρχή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Η παραδοσιακή προοπτική στο έργο του είναι πολύ πιο εμφανής απ’ ότι των υπολοίπων και αν το χρώμα είναι συχνά έντονο, δεν είναι ποτέ αυθαίρετο. Όπως και ο Ντυφύ επιλέγει θέματα που χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα.

Τα πρώτα χρόνια το χρώμα τοποθετείται με αφθονία πάνω στο τελάρο και η πινελιά είναι εμφανής ενώ αργότερα τα έργα του θα γίνουν λεία και λεπτοδουλεμένα.

Το μεγαλύτερο τμήμα του έργου του καταλαμβάνει αποκλειστικά το γαλλικό τοπίο. Από το 1920 ταξιδεύει στην Αλγερία για να μπορέσει να συνεχίσει να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο. Από τη χρονιά αυτή και κατόπιν ξεκινά μία μεγάλη περίοδος ταξιδιών αν και θα επιστρέφει κάθε χρόνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Παρίσι και την Αλγερία. Ταξίδεψε στην Τυνησία, Νορβηγία, Αίγυπτο, Ισπανία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Μαρόκο, Ιταλία, Ελβετία, Ολλανδία, Σουηδία.

Από όλες τις χώρες που επισκέφθηκε εμπνεύστηκε τοπία που όλα αποπνέουν την αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας. Το ιδιαίτερο φως κάθε τόπου και ο χρωματισμός που παίρνει το τοπίο εξαιτίας του είναι εμφανή σε κάθε έργο του.

Συνδέθηκε με φιλία με τον συγγραφέα Σαρλ Λουί Φιλίπ (Charles Louis Philippe).

Μοιραστείτε: