Αρχικά σπούδασε νομικά. Η πρώτη του επαφή με την τέχνη ήταν τα μαθήματα σχεδίου που παρακολούθησε στη Σχολή Κεντέν Λατούρ (Ecole Quentin Latour) για να ξεφύγει από τη ρουτίνα της εργασίας του. Το χειμώνα του 1889 κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου ανάρρωσης ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Παρακολούθησε στην Ακαδημία Ζυλιάν το εργαστήριο του φημισμένου ζωγράφου της εποχής Μπουγκερό (Bougereau) και μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών.

Ο Γκυστάβ Μορώ τον κάλεσε να παρακολουθήσει το εργαστήριό του στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου ο Ματίς έγινε δεκτός το 1895. Η ευρηματική και εμπνευσμένη διδασκαλία του Μορώ στηριζόταν περισσότερο στην απόδοση του συναισθήματος και της φαντασίας. Μέχρι το 1896, χρονιά που ο Ματίς εξέθεσε στο Σαλόνι της Εθνικής Εταιρίας Καλών Τεχνών τα έργα του δεν είχαν παρουσιάσει ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις από τα έργα των ομότεχνων του.

Το 1900 διακοσμεί μαζί με τον Μαρκέ το Grand Palais. Παρουσιάζει έργα του μαζί με τον Ρουώ και τον Ντεραίν στο Σαλόνι του Φθινοπώρου το 1903 και τον επόμενο χρόνο κάνει την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί του Βολάρ.

Το 1905 είναι μία χρονιά καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη του έργου του. Στο Σαλόνι του Φθινοπώρου εκθέτει μαζί με τους Μαρκέ, Βλαμένκ και Ντυφύ έργα με έντονο χρώμα. Δημιουργείται έτσι η ομάδα των φωβιστών, που θα απασχολήσει έντονα τους κριτικούς.

Σαν αντίδραση στα πρώτα κυβιστικά έργα ο Ματίς ζωγράφισε πίνακες με έντονους και ευχάριστους χρωματισμούς. Η επαφή του με τον μουσουλμανικό πολιτισμό στην έκθεση που διοργανώθηκε στο Μόναχο τον Οκτώβριο του 1910 τον οδήγησε σε πολύμηνα ταξίδια στη νότια Ισπανία, το Μαρόκο και τη Μόσχα. Το 1912 επέστρεψε στο Μαρόκο και εργάσθηκε εκεί για ένα χρόνο. Τα έργα της μαροκινής περιόδου επαναφέρουν την επαφή με τη φύση και την ονειρική ατμόσφαιρα, την έντονη φωτεινότητα και το πλούσιο χρώμα.

Αποδέχθηκε ορισμένες απόψεις του κυβισμού και υιοθέτησε τα στοιχεία εκείνα που θεωρούσε ότι ήταν συμβατά με τις προσωπικές του πεποιθήσεις για τη ζωγραφική. Ασχολήθηκε επίσης με την χαρακτική, ενώ από το 1914 η οργάνωση των έργων του γίνεται πιο αυστηρή.

Από το 1918 περνά όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα στη Νίκαια. Στα έργα αυτής της περιόδου δεσπόζει η γυναικεία μορφή. Σχέδια, πίνακες, γλυπτά και χαρακτικά μελετούν σε βάθος τη δομή και την απόδοση των όγκων του γυναικείου σώματος. Ο Ματίς στρέφεται στους ιμπρεσιονιστές, επισκέπτεται τον Ρενουάρ και πιθανότατα τον Μονέ (Monet). Συνεργάζεται με τον Ντιαγκίλεφ για ένα μπαλέτο σε μουσική του Στραβίνσκι (Stravinsky). Τα έργα του γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή και το Μουσείο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι αγοράζει ένα από αυτά για τη συλλογή του. Η έκθεση του 1924 στη γκαλερί Μπερνέμ-Ζεν έχει τεράστια επιτυχία. Στο διάστημα 1924-1930 οργανώνονται επίσης αναδρομικές εκθέσεις στην Κοπεγχάγη, το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Βασιλεία και τη Νέα Υόρκη και εκδίδονται οι πρώτες μονογραφικές μελέτες του έργου του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 πραγματοποιεί ένα μεγάλο ταξίδι στην Ταϊτή με ενδιάμεσους σταθμούς τη Νέα Υόρκη και το Σαν Φραντσίσκο καθώς και ένα δεύτερο ταξίδι στη Νέα Υόρκη με την ιδιότητα του μέλους της κριτικής επιτροπής του βραβείου Κάρνεγκι. Το ταξίδι στην Ταϊτή μάλλον τον απογοήτευσε, αλλά οι εντυπώσεις που αποκόμισε θα παίξουν καθοριστικό ρόλο την τελευταία δεκαετία της ζωής του ενώ εντυπωσιάστηκε από την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης.

Το 1933 καταγίνεται με την εικονογράφηση των ποιημάτων του Μαλλαρμέ (Mallarme) και ξεκινά τη μελέτη για τη μεγάλη τοιχογραφία που του αναθέτει το ίδρυμα Barnes. Η παραγγελία αυτή θα τον απασχολήσει τα επόμενα χρόνια και θα πάρει την τελικής της μορφή στο έργο «Χορός ΙΙ». Το σχέδιο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία για το έργο του στο τέλος της δεκαετίας, αφού σκοπός του είναι να περικλείσει στη γραμμή την προσωπικότητα του μοντέλου. Το χρώμα χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στο σχήμα.

Το 1941 ο Ματίς υποβλήθηκε σε μία σειρά σοβαρών χειρουργικών επεμβάσεων που του δημιούργησαν σοβαρά κινητικά προβλήματα. Μη μπορώντας πλέον να ταξιδέψει διαμόρφωσε το εργαστήριό του στη Νίκαια. Για τα επόμενα δύο χρόνια αφιερώθηκε αποκλειστικά στο σχέδιο αφού οι φυσικές του δυνάμεις δεν του επέτρεπαν να ζωγραφίζει. Από την περίοδο αυτή χρονολογείται ένας μεγάλος αριθμός σχεδίων και πολλές εικονογραφήσεις βιβλίων. Το πιο σημαντικό είναι το λεύκωμα «Jazz» με χαρακτικά έντονα χρωματισμένα, αποτέλεσμα μακράς επεξεργασίας κομμένων σχημάτων σε χαρτί. Οι εργασίες αυτές δεν είναι μικρότερης σημασίας από τα ζωγραφικά του έργα. Ξανάρχισε να ζωγραφίζει το 1942 με θέμα πάλι το γυναικείο μοντέλο. Για ένα διάστημα μετακόμισε στη γειτονική πόλη Βανς. Το 1945 το Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης εμπλούτισε τις συλλογές του με πολλά έργα του. Το 1946 τον απασχόλησαν δύο μεγάλες παραγγελίες με θέμα την Ωκεανία χρησιμοποιώντας την τεχνική των κομμένων χαρτιών. Σ αυτά τα έργα, που τείνουν όλο και πιο πολύ στην αφαίρεση, λειτούργησαν οι μνήμες του ταξιδιού στην Ταϊτή στις αρχές του 1930.

Το μεγάλο σχέδιο διακόσμησης του ναού της Chapelle de la Rosaire στη Βανς, που τον απασχόλησε από το 1948 έως το 1951, συνοψίζει τις αρχές του έργου του, δηλαδή σχέδιο, φως, χρώμα, ζωγραφική και γλυπτική συνεργάζονται για την πραγματοποίηση της αρχιτεκτονικής σύλληψης που εμφορείται από το φως.

Οι μεγάλες διαστάσεις των τελευταίων έργων τον οδήγησαν στο σχεδιασμό κεραμικών στοιχείων που προοριζόταν για επίτοιχες διακοσμήσεις. Το τελευταίο έργο ήταν ο σχεδιασμός ενός βιτρώ.

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ανανεωτές της εικαστικής γλώσσας του εικοστού αιώνα.

Μοιραστείτε: