Απόγονος οικογένειας καταγόμενης από τη Βοημία, ήταν γιος του αγιογράφου και ιερέα Βικέντιου Πιτζαμάνου, από τον οποίο πήρε και τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής. Το 1804, κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής, βρισκόταν στη Ζάκυνθο, όπου μαθήτευσε κοντά στον Νικόλαο Καντούνη. Την ίδια περίοδο, έχοντας καταταγεί στο επιτελείο του ρώσου στρατηγού Στέτερ, σχεδίασε μεγάλο γεωγραφικό χάρτη του νησιού με τις οχυρώσεις του λιμανιού και της πόλης. Το 1807, με την επάνοδο της γαλλικής προστασίας, του αναγνωρίστηκε ο βαθμός του λοχαγού του μηχανικού και, με την ιδιότητα αυτή, ασχολήθηκε με τη μελέτη και εκτέλεση οχυρωματικών έργων. Τον επόμενο χρόνο διηύθυνε τις τοπογραφικές εργασίες για το σχεδιασμό των χαρτών των νησιών και αργότερα πήγε στην Αλβανία για να σχεδιάσει χάρτη των παραλίων και των βουνών.
Το 1809 επισκέφθηκε με ειδική αποστολή τον Αλή Πασά και την ίδια χρονιά, με ψήφισμα της Ιονίου Γερουσίας, εντολή του Ναπολέοντα και έξοδα του δημοσίου, πήγε στη Ρώμη, όπου σπούδασε ζωγραφική και αρχιτεκτονική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1812 ανακηρύχθηκε παμψηφεί επίτιμο μέλος της Ακαδημίας του Αγίου Λουκά, ενώ τον επόμενο χρόνο τα σχέδια που φιλοτέχνησε για τη θριαμβική αψίδα του Ναπολέοντα για την τελετή των γάμων του και τις νίκες του στη Γερμανία παρουσιάστηκαν στο Καπιτώλιο και ο Ναπολέων του απένειμε το παράσημο της Ενώσεως. Το 1814 πήγε στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική και μηχανική και γνωρίστηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή.
Το 1818, μετά από πρόσκληση του άγγλου αρμοστή Μaitland, διορίστηκε καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, ενώ αργότερα, με το στρατηγό Adam και την ακολουθία του, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και διάφορα μέρη της Ελλάδας, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα. Έγραψε επίσης μια μελέτη στα γαλλικά για την Κωνσταντινούπολη και φιλοτέχνησε σχέδια και υδατογραφίες με αρχαία μνημεία, τοπία, προσωπογραφίες και ενδυμασίες. Το 1820 έγραψε ένα εγχειρίδιο “Περί αρχιτεκτονικής”, ενώ αργότερα φιλοξενήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον άγγλο πρεσβευτή και τον πρόξενο και έκανε διάφορα ζωγραφικά και αρχιτεκτονικά έργα. Την ίδια περίοδο, μετά από εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια, προσεκλήθη από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας και διορίστηκε αρχιτέκτονας της Αυλής. Ενώ όμως εργαζόταν προσεβλήθη από φυματίωση και αναγκάστηκε να φύγει αρχικά για την Οδησσό και στη συνέχεια για την Ιταλία. Όταν η ασθένειά του κρίθηκε ανίατη επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1825.
Το έργο του, εκτός από υδατογραφίες και σχέδια, περιλαμβάνει επίσης προσωπογραφίες που χαλκογραφήθηκαν στη Ρώμη, τα εμβλήματα των Ιονίων Νήσων, μυθολογικές σκηνές στο σπίτι του Σπ. Πιτζαμάνου στο Αργοστόλι και αγιογραφήσεις εκκλησιών στην Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά.

Μοιραστείτε: