Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1924-1930) με τον Θωμά Θωμόπουλο. Την περίοδο των σπουδών του συνεργάστηκε με αρχιτέκτονες και ζωγράφους. Από το 1930 και μέχρι την Κατοχή εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Υπουργείου Παιδείας, όπου μελέτησε και έχτισε σχολικά συγκροτήματα και εκκλησίες. Κατά την επίσκεψή του στο Παρίσι, το 1937, ήρθε σε επαφή με το έργο του Σαρλ Ντεσπιώ. Το 1949 πήρε υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση και πήγε για ένα χρόνο στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε στο ατελιέ του Μαρσέλ Ζιμόν, ενώ το διάστημα 1953-1954 πήγε στην Ιταλία με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και μελέτησε τεχνικές χαλκοχυτικής, την ετρουσκική τέχνη, καθώς και το έργο μεγάλων καλλιτεχνών, όπως των Μιχαήλ Άγγελου, Αντρέα Πιζάνο, Ντονατέλο, Τζάκομο Μαντζού και Αρνάλντο Πομοντόρο.

Το 1936 οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Στρατηγοπούλου· ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, οι Μπιενάλε της Βενετίας (1940, 1956, 1964, 1993, 1995) και του Σάο Πάουλο (1957), παρισινά Σαλόν, καθώς και εκθέσεις του Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών, των ομάδων “Τέχνη”, “Στάθμη”, “Αρμός” και “Τομή” και της “Ομάδας για την Επικοινωνία και Εκπαίδευση στην Τέχνη”, των οποίων υπήρξε μέλος.

Ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την ένταξη της γλυπτικής στο περιβάλλον, συνεργάστηκε επανειλημμένα με αρχιτέκτονες και βραβεύτηκε σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, καθώς και για έργα που κοσμούν ή προορίζονταν για δημόσιους χώρους. Μεταξύ άλλων κέρδισε το Α΄ βραβείο για το μνημείο για τις Ηρωίδες του Ζαλόγγου (1954-1960) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό, για το γλυπτό που κοσμεί την είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (1966) και για το Μνημείο Πεσόντων του Δήμου Νίκαιας, καθώς και για τις μελέτες του για τη διαμόρφωση της πλατείας Ομονοίας (1958-1960) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Κ. Μπίτσιο και της πλατείας Κλαυθμώνος (1981) και του Μνημείου Εθνικής Αντίστασης στο Γοργοπόταμο (1986) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Α. Τομπάζη, οι οποίες όμως δεν υλοποιήθηκαν.

Καλλιτέχνης τολμηρός και με πλούσια φαντασία, ξεκίνησε από τη ρεαλιστική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής σε γύψο, μάρμαρο, πέτρα και ορείχαλκο, για να προχωρήσει σταδιακά στη σχηματοποίηση και την αφαιρετική απόδοση. Από το 1960 περίπου στράφηκε στην αφαίρεση, δημιουργώντας συνθέσεις από μέταλλο στο πλαίσιο μιας κατασκευαστικής αντίληψης. Σταδιακά τα υλικά του εμπλουτίζονται με νίκελ, γυαλί, πλεξιγκλάς, ανοξείδωτο μέταλλο, φακούς, ελατήρια, καρφιά, σωλήνες, ομπρέλες, και βέργες σε ποικίλους συνδυασμούς και οι συνθέσεις του ενσωματώνουν το κενό, ενώ το νερό, ο ήχος και η κίνηση συμβάλλουν στη δημιουργία της τελικής εντύπωσης.

Μοιραστείτε: