Η ολόσωμη ανδρική μορφή, απόγονος των αρχαίων κούρων, συνθέτει την πλειοψηφία των έργων του Ιωάννη Αβραμίδη. Μια μορφή όμως απογυμνωμένη από κάθε περιγραφικό στοιχείο. Σχηματοποιημένη, ορθώνεται κατακόρυφα, κλειστή, επιβλητική και στατική σαν αρχαία κολόνα.

Η μεμονωμένη μορφή-κανόνας αποτέλεσε από το 1959 τον πυρήνα για πολυπρόσωπες συνθέσεις. Οι μορφές δημιουργούν μια ενότητα και συχνά προκύπτουν από την περιστροφή της αρχικής φιγούρας γύρω από τον άξονά της.

Με αυτό τον τρόπο ο Αβραμίδης απέδωσε την ιδέα της Πόλης στην αρχαία Ελλάδα στο έργο με τον ομώνυμο τίτλο. Η επανάληψη της αρχικής μορφής εννέα φορές δημιουργεί μια ομάδα συμπαγή από φιγούρες στο ίδιο μέγεθος, με κοινά χαρακτηριστικά. Έτσι, ενσαρκώνει την ιδέα μιας κοινότητας όπου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι.

Η Αφροδίτη Λίτη από την αρχή αναζήτησε τις πηγές της έμπνευσής της στη φύση. Ξεκινώντας από την εξονυχιστική παρατήρησή της, μετασχηματίζει την πραγματικότητα σε υπερμεγέθεις παραστατικές εικόνες του φυσικού κόσμου, που αναπτύσσονται στο έδαφος ή αιωρούνται, και δημιουργεί άλλοτε μια ποιητική, ονειρική ατμόσφαιρα με φύλλα, καρπούς, λουλούδια, σκαθάρια, σαύρες, κλαδιά και δέντρα με πουλιά ή φυσικά στιγμιότυπα και άλλοτε μια εικόνα διαμαρτυρίας ενάντια στην καταστροφική επέμβαση του ανθρώπου.

Ένα φύλλο πλατανιού είναι η πρώτη φυσική εικόνα που μετέπλασε σε υπερμεγέθη γλυπτική κατασκευή. Κατασκευασμένο το 1984 από σίδερο και καθρέφτη σε διάφορα σχήματα, απλώνεται στο έδαφος αντανακλώντας τον ουρανό και το φυσικό περιβάλλον, όπως το Φύλλο που αντανακλά τον ουρανό και το τοπίο στον κήπο της Εθνικής Γλυπτοθήκης.

Ο Διονύσης Γερολυμάτος είναι από τους λίγους πλέον γλύπτες που κατεργάζονται σκληρά υλικά, όπως πέτρα, μάρμαρο ή τσιμέντο. Δουλεύοντας έργα από παραγγελίες, αλλά και συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης, υιοθέτησε από τα σπουδαστικά του χρόνια την έντονη σχηματοποίηση, η οποία, σε μεταγενέστερα έργα, μετατράπηκε κάποιες φορές σε αφαίρεση. Με ύφος εξπρεσιονιστικό ή σουρεαλιστικό δίνει μορφή σε σκέψεις, συναισθήματα, εντυπώσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αντλεί την έμπνευσή του από την ποίηση, μετατρέποντας τους στίχους σε εικόνα.

Η “Πέτρα της υπομονής” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη μετατρέπεται σε τίτλο του έργου, ενώ άλλοι στίχοι του ποιητή είναι χαραγμένοι στην επιφάνεια του έργου. Χρησιμοποιώντας την πέτρα, ένα υλικό σκληρό, ο Γερολυμάτος συνδυάζει τον εξωτερικό, σκόπιμα αφημένο τραχύ όγκο με ένα κομμάτι λειασμένο που παίρνει τη σχηματοποιημένη μορφή ενός πουλιού με ανοιγμένα τα φτερά – σύμβολο ελευθερίας και ελπίδας και δίνει έτσι τη δική του εικόνα, μια εικόνα αισιόδοξη, στον ποιητικό λόγο.

Ο Θωμάς Θωμόπουλος είναι από τους τελευταίους έλληνες γλύπτες που μετεκπαιδεύθηκαν στο Μόναχο, σε μια εποχή που οι περισσότεροι είχαν στραφεί στο Παρίσι. Παρόλα αυτά, έτρεφε βαθύ θαυμασμό για τη γλυπτική του Ροντέν, θεωρήθηκε μάλιστα «εισηγητής της Ροντενείου σχολής εν Ελλάδι». Το έργο του συνδυάζει τον ακαδημαϊσμό με το συμβολισμό και τις ρομαντικές τάσεις, που πηγάζουν από το ύφος του γάλλου καλλιτέχνη, ενώ σε αρκετές συνθέσεις του υιοθετεί και τη ρεαλιστική απόδοση.

Ο «Ιπποκένταυρος» είναι ένα έργο εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία, που απηχεί ίσως, σαν θέμα, τη «Γυναίκα-Κένταυρο» (π. 1887) του Ροντέν. Ο Κένταυρος παριστάνεται σε στιγμή αγωνίας, καθώς ένα φίδι τυλίγεται γύρω από το σώμα του. Η αντίδρασή του στη θανατηφόρα επίθεση αποτυπώνεται με τη σύσπαση του κορμού προς τα πίσω και το δεξί χέρι που φέρνει στο μέτωπο, μια στάση που παραπέμπει στο ελληνιστικό σύμπλεγμα του Λαοκόωντα. Αντίθετα, οι ρευστές και μαλακές επιφάνειες και η σύμφυτη ακατέργαστη βάση, που λειτουργεί και σαν υποστήριγμα, φανερώνουν την επίδραση της πλαστικής αντίληψης του Ροντέν. Το γλυπτό είναι χρωματισμένο με τη μέθοδο της εγκαυστικής, όπως και αρκετά έργα του Θωμόπουλου, ο οποίος εισήγαγε αυτή την καινοτομία γύρω στο 1900.

Ο Κώστας Δημητριάδης είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Βρέθηκε στο Παρίσι την εποχή που ο Ροντέν ήταν στο απόγειο τη δόξας του και, στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στη γαλλική πρωτεύουσα, ασχολήθηκε με ελεύθερες συνθέσεις ανάλογου ύφους και περιεχομένου με εκείνες του γάλλου γλύπτη, τις οποίες συχνά απέδιδε σε διαφορετικά μεγέθη και υλικά.

Η σύνθεση “Εις τα όνειρα τα αγνοηθέντα και ηττηθέντα” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το έργο θα αποτελούσε την κεντρική παράσταση σε μια ευρύτερη εικονογραφική σύνθεση με τίτλο “Οι Νικημένοι της ζωής”. Εννέα επιμέρους παραστάσεις θα συνέθεταν το σύνολο, που θα αναφερόταν στις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις, τα διλήμματα και τις προσπάθειες των κοινών ανθρώπων στην πορεία της ζωής.

Ο Δημητριάδης σκάλισε τα “Όνειρα τα αγνοηθέντα και ηττηθέντα” σε δύο παραλλαγές. Στην πρώτη μια αόρατη μορφή καλυμμένη με το πέπλο της Ειμαρμένης υψώνεται και περιβάλλει το ζευγάρι. Η δεύτερη εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη.

Ο δυνατός και μυώδης άνδρας μοιάζει εδώ παραδομένος στη μοίρα του. Η έκφραση του προσώπου προδίδει καρτερικότητα, ίσως και ονειροπόληση. Η γυναίκα μαζεμένη, σα να θέλει να προστατευτεί, γέρνει προς τη μεριά του συντρόφου της.

Οι τονισμένοι μύες του ανδρικού σώματος και οι μαλακές καμπύλες του γυναικείου είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν πολλά έργα του Δημητριάδη και φανερώνουν την επίδραση της πλαστικής αντίληψης του Ροντέν. Το ίδιο και ο βαρύς, ακατέργαστος όγκος του μαρμάρου που πλαισιώνει τις μορφές, αφήνοντάς τις να ξεπροβάλλουν σχεδόν ολόγλυφες.

Η γλυπτική του Γιώργου Νικολαΐδη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την παραδοσιακή ανθρωποκεντρική απεικόνιση ως τις αφηρημένες συνθέσεις κονστρουκτιβιστικού χαρακτήρα, τα περιβάλλοντα και τις εγκαταστάσεις. Στα πιο πρώιμα έργα του εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή. Η αφαιρετικότητα των έργων αυτών μετατρέπεται σταδιακά σε απόλυτη αφαίρεση.

Τη δεκαετία του ΄70 ο Νικολαΐδης δημιούργησε μια σειρά έργων από ανοξείδωτο χάλυβα, τα οποία χαρακτηρίζει με αριθμούς. Τα έργα αυτά είναι κατασκευασμένα από τμήματα κυλινδρικών σχημάτων με αιχμηρές απολήξεις, που ανελίσσονται ελεύθερα και δυναμικά στο χώρο ή συγκλίνουν σε ποικίλους ρυθμικούς συνδυασμούς. Το στοιχείο που κυριαρχεί είναι μια αέναη, κυκλική ή ελικοειδής κίνηση, άλλοτε άμεσα αντιληπτή και άλλοτε λανθάνουσα.

Η σύνθεση “1211Α” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο της σειράς αυτής. Ξεκινά από επιθετικά οξυγώνια σχήματα στο κάτω μέρος και εξελίσσεται σε δύο κυλινδρικά τμήματα που τείνουν να σχηματίσουν ένα κύκλο. Έτσι, οι αιχμηρές τους απολήξεις καταλήγουν σε μια ήρεμη σύγκλιση-συνάντηση. Το έργο εντάσσεται και συνυπάρχει αρμονικά με το χώρο, ο οποίος ταυτόχρονα ορίζεται από το σχήμα του και περικλείεται σε αυτό, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της γλυπτικής φόρμας.

Ο Κώστας Δημητριάδης υπήρξε ο πιο συνεπής εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Υιοθέτησε το ύφος του, αλλά και μια κοινή θεματική αφετηρία, ιδιαίτερα στις ελεύθερες συνθέσεις του. Στην επίδραση του Ροντέν εξάλλου οφείλεται και αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η καινοτομία του στη νεοελληνική γλυπτική: η καθιέρωση της αποσπασματικής μορφής ως αυτόνομου και ολοκληρωμένου έργου.

Ανάμεσα στις ελεύθερες συνθέσεις του εξέχουσα θέση κατέχουν οι γυμνές γυναικείες μορφές, ολόσωμες ή αποσπασματικές. Η «Γυμνή γυναίκα» (ή «Χορεύτρια») είναι ένα χαρακτηριστικό έργο, στο οποίο, αξιοποιώντας το πρότυπο της «Γυναίκας-Κενταύρου» (π. 1887) του Ροντέν, με τη γεμάτη ένταση συστροφή του κορμού και το απελπισμένο άπλωμα των χεριών μπροστά, αποδίδει τη στιγμιαία χορευτική κίνηση. Ο κορμός αυτού του γλυπτού αποτέλεσε στη συνέχεια αυτόνομο έργο, το οποίο ο Δημητριάδης δούλεψε σε διάφορα μεγέθη. Η παραλλαγή που ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης παρουσιάστηκε το 1936 στη Μπιενάλε της Βενετίας και είναι το πρώτο γλυπτό που περιήλθε στο μουσείο, με δωρεά του Αντώνη Μπενάκη το 1933.

Ο “Βοσκός με κατσικάκι” είναι ένα χαρακτηριστικό έργο του Γεωργίου Φυτάλη από την περίοδο της φοίτησής του στο Σχολείον των Τεχνών. Η σύνθεση είχε δοθεί ως θέμα στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό το 1856, στον οποίο έλαβαν μέρος και οι δύο αδελφοί, Γεώργιος και Λάζαρος. Τα έργα τους ισοψήφησαν και μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο, στο μάρμαρο όμως μεταφέρθηκε μόνο το έργο του Γεωργίου.

Ο «Βοσκός με κατσικάκι» συνδυάζει τύπους της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με την κλασικιστική εξιδανίκευση, την επιμελημένη επεξεργασία των μερών και τις ρεαλιστικές εκφάνσεις μιας – εκ πρώτης όψεως – ηθογραφικής σύνθεσης, η οποία λαμβάνει συμβολικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί αναφορά στην παραβολή του καλού ποιμένα.

Το έργο προέρχεται από την έπαυλη Θων, που καταστράφηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε το 1949 μέσω του κληροδοτήματος Νικολάου Ιωάννου Ηλιόπουλου, μαζί με πέντε ακόμη σημαντικά γλυπτά του 19ου αιώνα που κοσμούσαν την έπαυλη.

Ο Ιωάννης Βαπτιστής Καλοσγούρος είναι ένας από τους επτανήσιους γλύπτες που αναβίωσαν την τέχνη της γλυπτικής στα Ιόνια, δημιουργώντας τα πρώτα έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.

Η προτομή του Φρέντερικ Νορθ, κόμη του Γκίλφορντ (1766-1827), που το 1824 ίδρυσε στην Κέρκυρα την Ιόνιο Ακαδημία και με την οικονομική του συνδρομή αρκετοί μετέπειτα επιφανείς Έλληνες σπούδασαν στο εξωτερικό, είναι σχεδόν πιστό αντίγραφο εκείνης που είχε φιλοτεχνήσει ο Παύλος Προσαλέντης το 1827. Ο άγγλος φιλέλληνας, φορώντας την αρχαΐζουσα στολή του Άρχοντα της Ιονίου Ακαδημίας, παριστάνεται σε ώριμη ηλικία, με ρυτιδωμένα μάγουλα, νευρώδη, αλλά κάπως χαλαρό λαιμό και βλέμμα απλανές, κατά το κλασικιστικό πρότυπο, ενώ μια κουκουβάγια στο κέντρο της ταινίας που πλαισιώνει το κεφάλι συμβολίζει την παιδεία. Η επιβλητική απόδοση της μορφής, που αποπνέει αυτοπεποίθηση, τονίζει τη δυναμική προσωπικότητα του κόμη.

Έλληνας της διασποράς, ο Φιλόλαος εγκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο στο Παρίσι. Η αποδέσμευσή του από το ακαδημαϊκό πνεύμα της Σχολής Καλών Τεχνών εκδηλώθηκε από τα πρώιμα έργα του, παρόλο που παραμένουν στο πλαίσιο της αναπαράστασης, και εδραιώθηκε πολύ σύντομα, οδηγώντας τον στην αφαίρεση. Έτσι, δημιούργησε συνθέσεις βασισμένες σε γεωμετρικές φόρμες ή εκφράστηκε μέσω αφαιρετικών σχημάτων, στα οποία τα παραστατικά στοιχεία περιορίζονται σε μια εντελώς σχηματοποιημένη απόδοση. Ένα τυχαίο γεγονός στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν προσπαθούσε να δώσει μορφή σε ένα έργο από σίδερο, του αποκάλυψε μια φυσική τάση της ύλης για φυγόκεντρη απόκλιση, οδηγώντας τον στην αξιοποίηση και το συνδυασμό του διαγώνιου με τον κατακόρυφο άξονα. Έτσι, χρησιμοποιώντας κυρίως, ανοξείδωτο χάλυβα και beton lave (πλυμένο σκυρόδεμα) φιλοτεχνεί συνθέσεις όπως η «Πρώρα», που ισορροπούν σε κατακόρυφα και κεκλιμένα επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν την εντύπωση της εν δυνάμει περιστροφικής κίνησης.

Ο Γιάννης Γαΐτης ήταν ένας άνθρωπος ανήσυχος και επινοητικός, με έντονη διάθεση αμφισβήτησης αλλά και έμφυτο χιούμορ. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και το έργο του, με σήμα κατατεθέν τα ανθρωπάκια.

Το ανθρωπάκι εμφανίστηκε στη ζωγραφική του Γαΐτη στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Στη συνέχεια τυποποιήθηκε, σχηματοποιήθηκε και έγινε ο πρωταγωνιστής των συνθέσεών του, επαναλαμβανόμενο ρυθμικά σε πλήθος συνδυασμών. Αργότερα ξέφυγε από τα αυστηρά όρια του ζωγραφικού πίνακα. Επεκτάθηκε στο χώρο, κόσμησε έπιπλα και κάθε είδους αντικείμενα καθημερινής χρήσης, πέρασε στο χώρο της μόδας και πρωταγωνίστησε σε περιβάλλοντα και χάπενινγκς ως ζωντανός, πλέον, άνθρωπος.

Η “Μαζική μεταφορά” εκφράζει την κριτική και συγχρόνως ειρωνική ματιά του καλλιτέχνη στη μαζικοποίηση, τον εγκλωβισμό και την απομόνωση του ανθρώπου των αστικών κέντρων, ενώ ο διπλός τίτλος του έργου – “Μαζική μεταφορά” ή “Γενικές μεταφορές” – δημιουργεί ποικίλους συνειρμούς.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο. Η ζωή και η καλλιτεχνική του πορεία όμως σημαδεύτηκαν από την εκδήλωση ψυχικής ασθένειας, που οδήγησε στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη διακοπή της εργασίας του για 40 ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς εκδηλώθηκαν το 1878, οπότε έκλεισε και η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Η “Κοιμωμένη” είναι το πιο γνωστό έργο του Χαλεπά στο ευρύ κοινό. Η πρωτότυπη σύνθεση σε μάρμαρο έγινε για τον τάφο της δεκαοχτάχρονης Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Για την απόδοση της νεκρής ο Χαλεπάς βασίστηκε στον τύπο της ξαπλωμένης ή ανακεκλιμένης μορφής πάνω σε σαρκοφάγο ή κλίνη. Το μοτίβο αυτό ξεκίνησε από την Ετρουρία και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή γλυπτική. Ο Χαλεπάς όμως αποφεύγει την απόλυτη ακαμψία με το λυγισμένο πόδι και την ελαφρά στροφή του κεφαλιού. Η πλαστική απόδοση της σάρκας αλλά και της διαφορετικής υφής των υφασμάτων και του σεντονιού χαρίζουν ιδιαίτερη ζωντάνια στο έργο. Το πρόσωπο της νεκρής κοπέλας έχει μια έκφραση ηρεμίας. Με τα μάτια κλειστά και τα χείλη μισάνοιχτα, μοιάζει παραδομένη σε ένα γαλήνιο ύπνο. Η στάση της αποδίδεται με απόλυτη φυσικότητα, ενώ οι πτυχώσεις των υφασμάτων είναι δουλεμένες με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει στον κόσμο των νεκρών είναι ο σταυρός που κρατάει στο στήθος. Το στοιχείο αυτό συνδέει τη σύνθεση με την ελληνική αρχαιότητα, αλλά και με τις αντιλήψεις των κλασικιστών. Στην αρχαία Ελλάδα ο Ύπνος και ο Θάνατος ήταν δίδυμα αδέλφια. Οι κλασικιστές θεωρούσαν το θάνατο έναν αιώνιο ύπνο χωρίς όνειρα.

Το εκμαγείο της σύνθεσης έγινε το 1980 από συνεργείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η πρωτοβουλία ανήκε στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο και στο δήμαρχο της Αθήνας Δημήτρη Μπέη. Ήταν μια προσπάθεια να διασωθούν από τη φθορά, λόγω της παρατεταμένης έκθεσής τους στο ύπαιθρο, ορισμένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.

Ο Λάμπρος Γατής σπούδασε στη Σχολή Βακαλό και εργάστηκε κοντά στη χαράκτρια Βάσω Κατράκη, η γλυπτική όμως αποτέλεσε το κύριο εκφραστικό του μέσο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 άρχισε να ενδιαφέρεται για τη δυνατότητα μετασχηματισμού και επέκτασης της φόρμας στο χώρο μέσω της κίνησης, δημιουργώντας μεταλλικές κατασκευές συναρμολογημένες από διάφορα άχρηστα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανών. Οι κατασκευές αυτές, κρεμαστές ή στο έδαφος, φτιαγμένες με φαντασία και επινοητικότητα, μοιάζουν με ρομπότ, φανταστικά όντα ή παράδοξα όπλα και επιβάλλονται στο χώρο μέσω της μηχανικής κίνησης και του φωτισμού.

Το «SBBR G» είναι μια κρεμαστή ηλεκτροκινούμενη κατασκευή που τα μέλη της στρέφονται σε διάφορες κατευθύνσεις, εκπέμπει μικρές δέσμες φωτός και συγχρόνως παράγει ένα παράδοξο ήχο, που θα μπορούσε να είναι ο ήχος ενός άγνωστου όπλου.

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αφαίρεσης στην ελληνική γλυπτική, ο Κώστας Κουλεντιανός άρχισε από νωρίς να αμφισβητεί τα ακαδημαϊκά διδάγματα. Εγκατεστημένος από το 1945 στο Παρίσι, το 1947 γνωρίστηκε με τον Henri Laurens. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική, καθώς υιοθέτησε την αφαιρετική απόδοση της ανθρώπινης μορφής επηρεασμένος από έργο του γάλλου καλλιτέχνη, η οποία, το 1959, τον οδήγησε στην αφαίρεση. Καταργώντας το παραδοσιακό βάθρο, δούλευε απευθείας την ύλη χωρίς προσχέδια ή προπλάσματα, ανακαλύπτοντας και ο ίδιος τα έργα του στη διάρκεια της δημιουργικής αυτής διαδικασίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι συνθέσεις του αποκτούν γεωμετρική δομή και συνδυάζουν τη δυναμική εισβολή στο χώρο με κοίλες ή επίπεδες επιφάνειες, αποτέλεσμα ενός συνεχούς προβληματισμού σε σχέση με το χώρο, το φως και τον όγκο. Χαρακτηριστικός αυτής της αντίληψης είναι ο “Κεραυνός”, που εξέθεσε το 1964 στη Μπιενάλε της Βενετίας και την ίδια χρονιά αγοράστηκε για τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης.

Ο Γρηγόρης Ζευγώλης σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών κοντά στον νεοκλασικιστή γλύπτη Γεώργιο Βρούτο την περίοδο 1903-1908, ήταν όμως από τους πρώτους έλληνες γλύπτες που συνέχισαν τις σπουδές τους στο Παρίσι, και όχι στη Ρώμη ή το Μόναχο, κατεξοχήν κέντρα του νεοκλασικισμού τον 19ο αιώνα. Όντας στο Παρίσι σε μια περίοδο που, παρά τις πρώτες εκδηλώσεις αμφισβήτησης, κυριαρχούσε ακόμη ο Ροντέν, ο Ζευγώλης παρέμεινε ακαδημαϊκός, αξιοποίησε όμως, μεταξύ άλλων, και στοιχεία της γλυπτικής του γάλλου γλύπτη. Ασχολήθηκε ακόμη με θέματα της καθημερινής ζωής, ενώ, σε αρκετές ελεύθερες συνθέσεις, υιοθέτησε τη ρεαλιστική απόδοση ή τη διακοσμητικότητα, σε μια εποχή που η γλυπτική στην Ελλάδα βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο: ο νεοκλασικισμός επιβίωνε, κυρίως στο επίπεδο της στιλιστικής απόδοσης, συνυπήρχε όμως με τον ρεαλισμό, στο θεματικό κυρίως πεδίο.

Η “Χρυσόμυγα” ανήκει στα θέματα της καθημερινής ζωής, καθώς παριστάνει ένα κοριτσάκι που τραβιέται τρομαγμένο προς τα πίσω, για να αποφύγει μια χρυσόμυγα που έχει καθίσει στο πόδι του. Η τόσο αυθόρμητη και φυσική αυτή κίνηση καθιστά το έργο το αποκορύφωμα της ρεαλιστικής απόδοσης μιας ηθογραφικής σκηνής με παιδική μορφή στη φύση, που είχε πρωτοεμφανιστεί στη νεοελληνική γλυπτική το 1869 με τον “Θεριστή” του Δημητρίου Φιλιππότη, σηματοδοτώντας τη στροφή σε ρεαλιστικά θέματα.

Με επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή, ο Χρήστος Καπράλος διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος μέσα από την αφομοίωση των διδαγμάτων της αρχαίας ελληνικής και της λαϊκής τέχνης, αλλά και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Τα πρώτα του έργα σε πηλό και γύψο, μορφές ρεαλιστικές, αλλά συγχρόνως απλοποιημένες και καθαρές, ακολούθησαν συνθέσεις σε χαλκό αφαιρετικές και συχνά αποσπασματικές, όπως Νίκες και μυθολογικές μορφές, αρχαίοι οπλίτες, ζευγάρια και μητέρες με παιδιά.

Από το 1965 ο Καπράλος στράφηκε και στη χρήση του ξύλου, ιδιαίτερα κορμών ευκαλύπτου, που του έδωσαν τη δυνατότητα να δημιουργήσει συνθέσεις με ισχυρή σχηματοποίηση και έντονη αφαιρετικότητα, υπακούοντας στη φόρμα που υποβάλλει το ίδιο το σχήμα των κορμών. Δημιούργησε έτσι μια σειρά έργων εμπνευσμένων από γεγονότα και μορφές της αρχαιότητας, όπως ο «Οπλίτης», ένα θέμα με το οποίο ασχολείτο από τη δεκαετία του ’50. Αντίθετα όμως με τη δραματική ένταση που χαρακτηρίζει τις παλαιότερες συνθέσεις σε χαλκό, ο «Οπλίτης» σε ξύλο αποκτά μνημειακό χαρακτήρα και μετατρέπεται σε σύμβολο νίκης..