



















Ο Βάσος Φαληρέας έζησε σε μια περίοδο κατά την οποία πολλοί έλληνες καλλιτέχνες στρέφονταν σε πρωτοποριακές τάσεις, ο ίδιος όμως παρέμεινε πιστός στον ανθρωποκεντρισμό και την παραστατική απεικόνιση. Μαθητής του Θωμά Θωμόπουλου στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και των Ρομπέρ Βλερίκ, Αριστίντ Μαγιόλ και Σαρλ Ντεσπιώ στο Παρίσι, με επιρροές από το έργο του Αντουάν Μπουρντέλ, αλλά και από την ελληνική αρχαϊκή τέχνη, δεν απομακρύνθηκε από τα διδάγματα των δασκάλων του, υιοθετούσε όμως κάθε φορά ό,τι ανταποκρινόταν καλύτερα στις συνθέσεις που δούλευε ή, ακόμη, συνδύαζε επιλεκτικά διάφορα στοιχεία από το ύφος τους. Το έργο του διαμορφώθηκε κυρίως στο πλαίσιο παραγγελιών για ανδριάντες, προτομές, ηρώα και ταφικά μνημεία, αλλά και ελεύθερων συνθέσεων.
Ο “Ερμής” είναι από τα τελευταία του έργα. Φιλοτεχνήθηκε το 1974 και τοποθετήθηκε μπροστά στο κτίριο της Διεθνούς Ενώσεως Τηλεπικοινωνιών (U.I.T.) στη Γενεύη. Γυμνός και με το κηρύκειο στο αριστερό του χέρι, φορώντας τον παραδοσιακό πέτασο και τα φτερωτά σανδάλια, αναβιώνει με μια σύγχρονη ματιά την παραδοσιακή εικόνα του ως αγγελιαφόρου των θεών. Καθώς ανασηκώνεται από τη βάση έτοιμος να πετάξει και να μεταφέρει τα μηνύματα, αναδεικνύεται σε διαχρονικό σύμβολο της επικοινωνίας.





Το 1918, σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων αποκλίνουσας συμπεριφοράς που οδήγησαν στον δεκατετράχρονο εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά. Την περίοδο αυτή ο Χαλεπάς εμφανίζει ένα ύφος τελείως διαφορετικό: ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο, ανεξάρτητο από τα ακαδημαϊκά διδάγματα, που έχει οδηγό την αρχαία ελληνική τέχνη. Επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων, γιατί δεν τον ενδιαφέρει η λεπτομερής επεξεργασία, η εκλέπτυνση ή η ωραιοποίηση. Οι μορφές του γίνονται εσωστρεφείς (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), στιβαρές και επιβλητικές (“Μήδεια ΙΙΙ”), μερικές φορές σχεδόν ιερατικές (“Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Με ελάχιστα μέσα δίνει τον τόνο στη στάση του σώματος ή την έκφραση του προσώπου και μετατρέπει τα έργα σε ψυχογραφήματα (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Αναπαυομένη”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”). Επιπλέον, διάφορα παραπληρωματικά στοιχεία, πιθανότατα με κρυφούς συμβολισμούς (“Μήδεια ΙΙΙ”), εμπλουτίζουν συχνά το κεντρικό θέμα και δίνουν μια σουρεαλιστική χροιά στο σύνολο. Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή και δουλεύει πολλές συνθέσεις ταυτόχρονα. Χωρίς να χρησιμοποιεί εσωτερικό σκελετό, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία (“Αγία Βαρβάρα και Ερμής”, “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”, “Μήδεια ΙΙΙ”), μορφές εμπνευσμένες από το αστικό περιβάλλον ή το χωριό του (“Θεριστής”, “Κυνηγός”), γυναικεία γυμνά (“Αναπαυομένη”, “Μικρή αναπαυομένη”), μορφές συνδυασμένες σε διαφορετική κλίμακα, αλλά και τα χαρακτηριστικά όσο και δυσερμήνευτα διμέτωπα έργα (“Το μυστικό”, “Η σκέψη”, “Αγία Βαρβάρα και Ερμής”), επιλέγοντας θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα.