



Η Ασπασία Παπαδοπεράκη είναι μια γλύπτρια ανθρωποκεντρική, που δεν απέρριψε την παραστατική απεικόνιση, υιοθέτησε όμως την έντονη σχηματοποίηση που βασίζεται στα γεωμετρικά σχήματα. Μαθήτρια του Δημήτρη Καλαμάρα, ακολούθησε τις αντιλήψεις του δασκάλου της για την τάξη, την αρμονία, το μέτρο και ό,τι ήταν βασισμένο στο νόμο του αριθμού, δημιουργώντας συνθέσεις τεκτονικές, που σχηματίζονται από γεωμετρικούς όγκους. Οι απόψεις του Λε Κορμπυζιέ κέντρισαν επίσης το ενδιαφέρον της και επέτειναν τον ήδη υπάρχοντα προβληματισμό της, οδηγώντας τη σε έρευνες και μελέτες σε σχέση με το μέτρο και τις αναλογίες στη μορφή.
Το «Ζευγάρι με άλογο» εκφράζει με σαφήνεια τις αρχές της γλύπτριας σχετικά με την απόδοση των μορφών, η οποία προκύπτει από προσεκτικούς υπολογισμούς και μετρήσεις και βασίζεται σε γεωμετρικά σχήματα.

Η ανθρώπινη μορφή αποτελεί αποκλειστικά σχεδόν το θέμα της γλυπτικής του Θόδωρου Παπαγιάννη, απαλλαγμένη όμως από τη νατουραλιστική απόδοση. Ο αρχαίος πολιτισμός της Ελλάδας και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου, η ελληνική λαϊκή παράδοση και η μετεκπαίδευσή του στο Παρίσι συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ύφους του.
Ανάμεσα στις συνθέσεις του, το ζευγάρι σε όρθια ή καθιστή στάση, αλλά και σε ερωτική περίπτυξη, κατέχει ιδιαίτερη θέση. Το ερωτικό αγκάλιασμα υπήρξε έναυσμα για τη δημιουργία μιας σειράς έργων όπως το «Ερωτικό». Οι μορφές συμπλέκονται και δημιουργούν συνθέσεις τεκτονικές που σχηματίζονται από γεωμετρικούς όγκους και απηχούν την κυβιστική γλυπτική του Ανρί Λωράνς, του Όσιπ Ζάντκιν ή του Ζακ Λίπσιτς. Ταυτόχρονα όμως δανείζονται στοιχεία από εικόνες της φύσης κρατημένες στη μνήμη του καλλιτέχνη από παλιά: «…αναγνωρίζω συχνά μέσα στις ερωτικές μου συνθέσεις συγκεκριμένα τοπία από όγκους βουνών που σχεδίασα κάποια χρόνια… Βλέπω το γυναικείο σώμα να μεταμορφώνεται σ’ ένα περιπετειώδες σύνολο από λόφους και πεδιάδες…» γράφει χαρακτηριστικά περιγράφοντας τη δουλειά του.


Το έργο του Θύμιου Πανουργιά περιστρέφεται γύρω από την ανθρώπινη μορφή, άλλοτε ελεύθερη στο χώρο και άλλοτε ενταγμένη σε ένα σχηματικό φόντο που υποδηλώνει το φυσικό τοπίο. Γνώστης του παραδοσιακού τρόπου απεικόνισης, αλλά και των σύγχρονων τάσεων, χρησιμοποιεί πέτρα, μάρμαρο και μέταλλο και δημιουργεί, μεταξύ άλλων, αφαιρετικές συνθέσεις χτισμένες από συμπαγείς και βαρείς γεωμετρικούς όγκους με αδρή επεξεργασία της επιφάνειας.
Η «Σύνθεση» είναι ένα χαρακτηριστικό έργο, στο οποίο ο καθισμένος άνδρας και η όρθια γυναίκα προβάλλουν σε έξεργο ανάγλυφο από έναν όγκο που λειτουργεί ως σχηματική υποδήλωση ενός τοπίου με δέντρο και οριοθετεί το χώρο, δημιουργώντας ένα συγκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται οι μορφές.

Ο άνθρωπος – ως μορφή ή ως ιδέα – αποτελεί το επίκεντρο της γλυπτικής του Βαγγέλη Μουστάκα. Τα θέματά του, εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία, την ελληνική ή την οικουμενική πραγματικότητα, αλλά και τα προσωπικά του βιώματα, είναι μια διαμαρτυρία ενάντια στον πόνο, τη βία και την καταπίεση. Αρχαία ελληνικά πρότυπα συνδυάζονται με τάσεις της σύγχρονης τέχνης – αποσπασματικότητα, αφαιρετική απόδοση, σουρεαλιστική ατμόσφαιρα – ενώ το φως διατρέχει τις επιφάνειες μέσω της εναλλαγής των κενών και των πλήρων μερών των συνθέσεων.
Το θέμα της “Νίκης” τον έχει απασχολήσει επανειλημμένα, σαν αντίλογος του ανθρώπου στον πόνο και το θάνατο. Η “Νίκη” που εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη, αξιοποιώντας το αρχαίο πρότυπο της “Νίκης του Παιωνίου”, είναι μια σύνθεση με πέντε αποσπασματικές μορφές, και τη Νίκη κυρίαρχη στη δεξιά πλευρά. Φιλοτεχνήθηκε σε ανάμνηση της επικράτησης των Ισραηλινών στον πόλεμο των έξι ημερών τον Ιούνιο του 1967 και δηλώνει το τέλος αιώνων κατατρεγμού, καθώς ο Μουστάκας θεωρεί ότι ο εβραϊκός λαός ενσαρκώνει κατεξοχήν τον πόνο και τα δεινά όλης της ανθρωπότητας.


Η γλυπτική του Γιώργου Μέγκουλα περιλαμβάνει συνθέσεις τόσο από το πεδίο της αναπαράστασης, προερχόμενες κυρίως από παραγγελίες, όσο και από εκείνο της αφαίρεσης, αποτέλεσμα της ελεύθερης έμπνευσης και των προσωπικών του αναζητήσεων. Οι αναζητήσεις αυτές σχετίζονται ιδιαίτερα με το χρόνο, το χώρο, το φως και τις δυνατότητες που προσφέρει για την προβολή των συνθέσεων, αλλά και με την αποτύπωση της κίνησης.
Στο «Σαξόφωνο» οι τεμαχισμένοι όγκοι του μαρμάρου, που σχηματίζουν επάλληλα επίπεδα, αποδίδουν σχηματικά αλλά με σαφήνεια το μουσικό όργανο, καλώντας το θεατή να παρακολουθήσει τη φανταστική εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης και την εναλλαγή της κίνησης στη ροή του χρόνου, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στο φως να διατρέξει τις επιφάνειες δημιουργώντας σκιάσεις και φωτισμούς που προβάλλουν την υφή του υλικού.


Ο Κλέαρχος Λουκόπουλος υπήρξε από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ανεικονικής γλυπτικής στον ελληνικό χώρο. Ξεκίνησε από τη ρεαλιστική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής στα χρόνια του μεσοπολέμου, σύντομα όμως άρχισε να στρέφεται σε αφαιρετικές τάσεις με οδηγό την αρχαϊκή γλυπτική. Την περίοδο 1955-1960 εγκατέλειψε τη χρήση της πέτρας και του μαρμάρου και στράφηκε στο σίδερο, δημιουργώντας συνθέσεις στα όρια της παραστατικότητας και της αφαίρεσης εμπνευσμένες από τη μυκηναϊκή τέχνη. Η σταθερή πορεία του προς την αφαίρεση κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, οπότε εγκατέλειψε οριστικά την αναπαράσταση. Η συνεχής αναζήτηση εκφραστικών τρόπων τον οδήγησε σε συνθέσεις που βασίζονται στη συναρμογή τυχαίων υλικών από σίδερο, ενώ μετά το 1970 τα έργα του απέκτησαν κονστρουκτιβιστικό χαρακτήρα. Από την περίοδο αυτή προέρχονται και τα «Επάλληλα», που αποτελούν συνέχεια μιας σειράς συνθέσεων βασισμένων σε πολυεδρικούς όγκους σκορπισμένους στο χώρο ή συναρμοσμένους ρυθμικά σε κονστρουκτιβιστικές κατασκευές, με έντονη την αίσθηση της ισορροπίας και μια λανθάνουσα κίνηση που προκύπτει από τη συναρμογή των επιμέρους στοιχείων.

Η κλίση της Άλεξ Μυλωνά στην αφαιρετική απόδοση και η γνωριμία της με σημαντικούς καλλιτέχνες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του προσωπικού της ύφους. Ο προβληματισμός της σχετικά με τον όγκο και τη συμβολή του χώρου στην ανάδειξη της γλυπτικής δημιουργίας την οδήγησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 σε σχεδόν δισδιάστατες, πολύ σχηματοποιημένες συνθέσεις. Ενδιαφερόμενη για τη λειτουργία της γλυπτικής σε σχέση με τον άνθρωπο και το καθημερινό περιβάλλον, στα μέσα της δεκαετίας του ’70 άρχισε να δημιουργεί αφηρημένες συνθέσεις με φύλλα ψευδάργυρου ή ανοξείδωτου χάλυβα, βασισμένες σε καμπυλόγραμμα σχήματα. Μερικές από τις συνθέσεις αυτές, που στην πραγματικότητα είναι μακέτες για αρχιτεκτονικές κατασκευές, μπορούν ταυτόχρονα να αποτελέσουν και αντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Η μακέτα για την «Ανάπτυξη του κύκλου», μια σύνθεση που συνδυάζει διασταυρούμενα, οριζόντια και κατακόρυφα τοποθετημένα τμήματα κύκλων με πλατειές δισδιάστατες επιφάνειες, ανήκει στη σειρά αυτή και αποτελεί την πρόταση της γλύπτριας για κάθισμα σε μουσείο, που μεταφέρθηκε σε μεγάλες διαστάσεις σε σίδερο και εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη.


Η κλίση της Άλεξ Μυλωνά στην αφαιρετική απόδοση και η γνωριμία της με σημαντικούς καλλιτέχνες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του προσωπικού της ύφους. Ο προβληματισμός της σχετικά με τον όγκο και τη συμβολή του χώρου στην ανάδειξη της γλυπτικής δημιουργίας την οδήγησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 σε σχεδόν δισδιάστατες, πολύ σχηματοποιημένες συνθέσεις. Στις συνθέσεις αυτές η τρίτη διάσταση καταργείται και το βάθος δίνεται με την προοπτική τοποθέτησή τους στο χώρο, ενώ σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του συνόλου έχει το κενό. Ταυτόχρονα η φυσική φόρμα, όπου παραμένει αναγνωρίσιμη, αποδίδεται με τη μεγαλύτερη δυνατή σχηματοποίηση.
Το έργο “Βασιλιάς-βασίλισσα” αποτελεί μια εξέλιξη της δουλειάς αυτής, καθώς οι μορφές, σε μια δισδιάστατη αφηρημένη απόδοση, παραπέμπουν πλέον στην ανθρώπινη παρουσία μόνο μέσω του τίτλου.



Πατέρας του Νικηφόρου Λύτρα, ο Χατζηαντώνης Λύτρας ήταν ένας λαϊκός μαρμαρογλύπτης.
Στην παράσταση του αναγλύφου εικονίζεται μια σκηνή από την καθημερινή ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ο ανεμόμυλος καταλαμβάνει το κέντρο σχεδόν της παράστασης και πλαισιώνεται από ένα σχηματικά δοσμένο φοίνικα και μια νεαρή νησιώτισσα, που πλησιάζει στα σκαλιά φορτωμένη το σακί με το σιτάρι. Τα λαϊκά στοιχεία δηλώνονται με την επίπεδη, χωρίς προοπτική απόδοση, την έλλειψη αναλογιών και την απόδοση του προσώπου της γυναίκας σε τρία τέταρτα και του σώματος σε κατατομή, όπως στη λαϊκή ζωγραφική. Ένας σταυρός επάνω, στο κέντρο του μαρμάρινου πλαισίου, συμβολίζει τη θεϊκή βοήθεια.
Το έργο, άμεσο, απλό και αυθόρμητο, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της λαϊκής μαρμαροτεχνίας, λίγο πριν την εμφάνιση της επίσημης γλυπτικής στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του, αντιπροσωπευτική της εποχής και του κλίματος που επικρατούσε μετά την Ελληνική Επανάσταση, με κυρίαρχη την ανάγκη απομνημόνευσης των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων και προσώπων, περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα.
Η προτομή του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, από τις σχετικά πρώιμες προτομές που φιλοτέχνησε, συνδυάζει τη ρεαλιστική απόδοση των ενδυμάτων με τις νεοκλασικές αναφορές στη γενειάδα και την ιδεαλιστική αντίληψη στην απόδοση της μορφής, που δηλώνεται από την απουσία της κόρης και της ίριδας.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα, όπως οι δύο νεανικές μορφές που συμβολίζουν τον Έρωτα και την Ψυχή και συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκινά από την αρχαιότητα και επαναλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή κλασικιστική γλυπτική.
Για την απόδοση του θέματος ο Κόσσος σκάλισε δύο ανεξάρτητα κεφάλια, που μπορούν να σταθούν ως αυτόνομα έργα, ταυτόχρονα όμως συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Ο «Έρωτας», που παριστάνεται ανάμεσα σε έφηβο και άνδρα, με έκφραση περηφάνιας και αυτοπεποίθησης και χείλη μισάνοιχτα, στρέφει το κεφάλι προς την πλευρά της «Ψυχής». Η «Ψυχή», μια νεαρή γυναίκα, γέρνει με ηδυπάθεια το κεφάλι προς τα πίσω, παραδομένη στη γοητεία του «Έρωτα».
Η απόδοση των δύο μορφών ακολουθεί την κλασικιστική παράδοση, με την επιτήδευση στη στάση και την έκφραση, τη γυμνότητα των σωμάτων και το μαλακό και λείο πλάσιμο των επιφανειών, χωρίς διακυμάνσεις και τονισμό των λεπτομερειών.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα, όπως οι δύο νεανικές μορφές που συμβολίζουν τον Έρωτα και την Ψυχή και συνεχίζουν μια παράδοση που ξεκινά από την αρχαιότητα και επαναλαμβάνεται στην ευρωπαϊκή κλασικιστική γλυπτική.
Για την απόδοση του θέματος ο Κόσσος σκάλισε δύο ανεξάρτητα κεφάλια, που μπορούν να σταθούν ως αυτόνομα έργα, ταυτόχρονα όμως συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Ο «Έρωτας», που παριστάνεται ανάμεσα σε έφηβο και άνδρα, με έκφραση περηφάνιας και αυτοπεποίθησης και χείλη μισάνοιχτα, στρέφει το κεφάλι προς την πλευρά της «Ψυχής». Η «Ψυχή», μια νεαρή γυναίκα, γέρνει με ηδυπάθεια το κεφάλι προς τα πίσω, παραδομένη στη γοητεία του «Έρωτα».
Η απόδοση των δύο μορφών ακολουθεί την κλασικιστική παράδοση, με την επιτήδευση στη στάση και την έκφραση, τη γυμνότητα των σωμάτων και το μαλακό και λείο πλάσιμο των επιφανειών, χωρίς διακυμάνσεις και τονισμό των λεπτομερειών.

Ο Ιωάννης Κόσσος είναι από τους πρώτους νεοέλληνες γλύπτες που φοίτησαν στο Σχολείον των Τεχνών και διαμόρφωσαν το ύφος τους στο κλασικιστικό πνεύμα που έφερε στην Ελλάδα ο γερμανός γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκελ. Η θεματογραφία του, αντιπροσωπευτική της εποχής και του κλίματος που επικρατούσε μετά την Ελληνική Επανάσταση, με κυρίαρχη την ανάγκη απομνημόνευσης των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων και προσώπων, περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλλά και συνθέσεις αλληγορικές ή εμπνευσμένες από την αρχαιότητα.
Η προτομή του βασιλιά Γεωργίου Α΄ συνδυάζει τα ρεαλιστικά στοιχεία στην απόδοση της στολής με τα παράσημα με τις νεοκλασικές αναφορές στην έκφραση του προσώπου, που δηλώνεται ιδιαίτερα από το απλανές, εξιδανικευμένο βλέμμα.

Η προτομή της Μαρίας Φιλήμονος διατηρεί βασικά κλασικιστικά χαρακτηριστικά, όπως το απλανές, εξιδανικευμένο βλέμμα, συγχρόνως όμως τονίζει τη γυναικεία χάρη και κομψότητα. Με το μαλακό πλάσιμο του προσώπου, την ελαφρά στροφή του κεφαλιού, την αμυδρή σύσπαση των χειλιών, την πλαστικότητα των ώμων και του στέρνου και την επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών στην κόμμωση και το φόρεμα η τυπική και άψυχη απόδοση που διακρίνει συνήθως τις συνθέσεις αυτού του τύπου αποφεύγεται. Έργο που δούλεψαν από κοινού ο Γεώργιος και ο Λάζαρος Φυτάλης, το 1859 παρουσιάστηκε σε γύψο στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα και το 1862 σε μάρμαρο στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου.

