Ο Δημήτρης Αρμακόλας, ξεκινώντας από την αφηρημένη έκφραση, επανήλθε στην παραστατική απόδοση, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή. Το αποσπασματικό γυμνό γυναικείο σώμα σε στάση αποθέωσης, όπως η «Αναδυομένη ΙΙ», είναι από τα χαρακτηριστικά έργα του. Με ηδονική έκφραση και λεία επιδερμίδα, αναδύεται μυστηριωδώς μέσα από τραχείς ακατέργαστους όγκους, ενώ παράλληλα καλεί το θεατή να συμπληρώσει με τη φαντασία του τα κομμάτια που λείπουν, σε μια προσπάθεια συνομιλίας μαζί του.

Ο Αχιλλέας Απέργης ξεκίνησε από την παραστατική απεικόνιση με επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή, ολόσωμη ή σε προτομή, για να προχωρήσει, από το 1950 κυρίως, σε πιο αφαιρετικά ανθρωπομορφικά σχήματα και να καταλήξει στην ανεικονική έκφραση. Εγκαταλείποντας τα παραδοσιακά υλικά, ακολούθησε την τάση της εποχής και στράφηκε στο σίδερο, το χαλκό και την τήξη και συγκόλληση μετάλλων. Η ανάπτυξη της μορφής μέσα στο χώρο, οριζόντια, κατακόρυφα ή διαγώνια, τον απασχόλησε ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει μια εντύπωση φυγής. Ο προβληματισμός του στο πεδίο της ανεικονικής έκφρασης τον οδήγησε αργότερα στην άρνηση της συμβατικής γλυπτικής απεικόνισης και σε μια εννοιολογική προσέγγιση των προβλημάτων, που εκφράστηκε με περιβάλλοντα-εγκαταστάσεις, αποτέλεσμα της υπαρξιακής του αγωνίας.

Τα περιβάλλοντα με τις “Σκάλες”, που παρουσίασε για πρώτη φορά το 1978, αρχικά σε ξύλο και κατόπιν σε μπρούντζο, αλλά και μεμονωμένες συνθέσεις με σκάλες σε διάφορα μεγέθη, είναι συνέχεια των αναζητήσεών του στο πεδίο του περιβάλλοντος και της εγκατάστασης, συνδυάζονται όμως με την επιστροφή του στη χρήση στοιχείων της παραστατικής απεικόνισης και αποτελούν σήματα ανόδου και προσπάθειας, υποδηλώνοντας τη διέξοδο στη γνώση.

Ο Σώτος Αλεξίου σπούδασε σκηνογραφία, ζωγραφική και γλυπτική και δραστηριοποιείται και στους τρεις τομείς. Έχοντας γνωρίσει τις σύγχρονες, μη παραστατικές καλλιτεχνικές τάσεις κατά τη διάρκεια της μετεκπαίδευσής του στην Αμερική, αλλά παραμένοντας θαυμαστής της κλασικής τέχνης της αρχαιότητας και της απλότητας των δωρικών γραμμών, δημιούργησε την προσωπική εικαστική του γλώσσα βασιζόμενος στις αρμονικές αρχές της γεωμετρίας και την εκφραστική λιτότητα που προσφέρει η αφηρημένη φόρμα. Με βάση αυτή την αντίληψη και δίνοντας έμφαση άλλοτε στο χρώμα και άλλοτε στο σχήμα, δημιουργεί δισδιάστατες ζωγραφικές ή τρισδιάστατες γλυπτικές συνθέσεις που προκύπτουν από λιτούς συνδυασμούς γραμμικών ή ογκηρών γεωμετρικών σχημάτων, όπως ο «Αιγόκερως 29».

Ο Ιωάννης Αβραμίδης γεννήθηκε στο Βατούμ της Ρωσίας. Το 1943 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου επί σειρά ετών υπήρξε καθηγητής και Διευθυντής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.

Η ολόσωμη ανδρική μορφή, απόγονος των αρχαίων κούρων, συνθέτει την πλειονότητα των έργων του.

Από το 1967 ο Αβραμίδης άρχισε να φιλοτεχνεί σειρές μορφών που ονόμασε “Bandfiguren”, δηλαδή Μορφές σε ζώνες ή ταινίες. Στις συνθέσεις αυτές εισάγει και την κίνηση. Ο “Βαδίζων” είναι ο προάγγελος της νέας αυτής αντίληψης. Διατηρώντας τη μετωπικότητα και βασιζόμενος στο πρότυπο των αρχαίων κούρων, επικεντρώνει την απόδοση αποκλειστικά στη σχηματοποιημένη απεικόνιση των ποδιών. Δημιουργεί έτσι μια σύνθεση εντελώς αφαιρετική, η οποία όμως, παρά την έλλειψη κεφαλιού, σώματος και χεριών, παραμένει απολύτως σαφής ως προς το θέμα.