Ο Γιάννης Γαΐτης ήταν ένας άνθρωπος ανήσυχος και επινοητικός, με έντονη διάθεση αμφισβήτησης αλλά και έμφυτο χιούμορ. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και το έργο του, με σήμα κατατεθέν τα ανθρωπάκια.
Το ανθρωπάκι εμφανίστηκε στη ζωγραφική του Γαΐτη στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Στη συνέχεια τυποποιήθηκε, σχηματοποιήθηκε και έγινε ο πρωταγωνιστής των συνθέσεών του, επαναλαμβανόμενο ρυθμικά σε πλήθος συνδυασμών. Αργότερα ξέφυγε από τα αυστηρά όρια του ζωγραφικού πίνακα. Επεκτάθηκε στο χώρο, κόσμησε έπιπλα και κάθε είδους αντικείμενα καθημερινής χρήσης, πέρασε στο χώρο της μόδας και πρωταγωνίστησε σε περιβάλλοντα και χάπενινγκς ως ζωντανός, πλέον, άνθρωπος.
Η “Μαζική μεταφορά” εκφράζει την κριτική και συγχρόνως ειρωνική ματιά του καλλιτέχνη στη μαζικοποίηση, τον εγκλωβισμό και την απομόνωση του ανθρώπου των αστικών κέντρων, ενώ ο διπλός τίτλος του έργου – “Μαζική μεταφορά” ή “Γενικές μεταφορές” – δημιουργεί ποικίλους συνειρμούς.
Ο Λάμπρος Γατής σπούδασε στη Σχολή Βακαλό και εργάστηκε κοντά στη χαράκτρια Βάσω Κατράκη, η γλυπτική όμως αποτέλεσε το κύριο εκφραστικό του μέσο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 άρχισε να ενδιαφέρεται για τη δυνατότητα μετασχηματισμού και επέκτασης της φόρμας στο χώρο μέσω της κίνησης, δημιουργώντας μεταλλικές κατασκευές συναρμολογημένες από διάφορα άχρηστα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανών. Οι κατασκευές αυτές, κρεμαστές ή στο έδαφος, φτιαγμένες με φαντασία και επινοητικότητα, μοιάζουν με ρομπότ, φανταστικά όντα ή παράδοξα όπλα και επιβάλλονται στο χώρο μέσω της μηχανικής κίνησης και του φωτισμού.
Το «SBBR G» είναι μια κρεμαστή ηλεκτροκινούμενη κατασκευή που τα μέλη της στρέφονται σε διάφορες κατευθύνσεις, εκπέμπει μικρές δέσμες φωτός και συγχρόνως παράγει ένα παράδοξο ήχο, που θα μπορούσε να είναι ο ήχος ενός άγνωστου όπλου.
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αφαίρεσης στην ελληνική γλυπτική, ο Κώστας Κουλεντιανός άρχισε από νωρίς να αμφισβητεί τα ακαδημαϊκά διδάγματα. Εγκατεστημένος από το 1945 στο Παρίσι, το 1947 γνωρίστηκε με τον Henri Laurens. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική, καθώς υιοθέτησε την αφαιρετική απόδοση της ανθρώπινης μορφής επηρεασμένος από έργο του γάλλου καλλιτέχνη, η οποία, το 1959, τον οδήγησε στην αφαίρεση. Καταργώντας το παραδοσιακό βάθρο, δούλευε απευθείας την ύλη χωρίς προσχέδια ή προπλάσματα, ανακαλύπτοντας και ο ίδιος τα έργα του στη διάρκεια της δημιουργικής αυτής διαδικασίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι συνθέσεις του αποκτούν γεωμετρική δομή και συνδυάζουν τη δυναμική εισβολή στο χώρο με κοίλες ή επίπεδες επιφάνειες, αποτέλεσμα ενός συνεχούς προβληματισμού σε σχέση με το χώρο, το φως και τον όγκο. Χαρακτηριστικός αυτής της αντίληψης είναι ο “Κεραυνός”, που εξέθεσε το 1964 στη Μπιενάλε της Βενετίας και την ίδια χρονιά αγοράστηκε για τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης.
Ο Γρηγόρης Ζευγώλης σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών κοντά στον νεοκλασικιστή γλύπτη Γεώργιο Βρούτο την περίοδο 1903-1908, ήταν όμως από τους πρώτους έλληνες γλύπτες που συνέχισαν τις σπουδές τους στο Παρίσι, και όχι στη Ρώμη ή το Μόναχο, κατεξοχήν κέντρα του νεοκλασικισμού τον 19ο αιώνα. Όντας στο Παρίσι σε μια περίοδο που, παρά τις πρώτες εκδηλώσεις αμφισβήτησης, κυριαρχούσε ακόμη ο Ροντέν, ο Ζευγώλης παρέμεινε ακαδημαϊκός, αξιοποίησε όμως, μεταξύ άλλων, και στοιχεία της γλυπτικής του γάλλου γλύπτη. Ασχολήθηκε ακόμη με θέματα της καθημερινής ζωής, ενώ, σε αρκετές ελεύθερες συνθέσεις, υιοθέτησε τη ρεαλιστική απόδοση ή τη διακοσμητικότητα, σε μια εποχή που η γλυπτική στην Ελλάδα βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο: ο νεοκλασικισμός επιβίωνε, κυρίως στο επίπεδο της στιλιστικής απόδοσης, συνυπήρχε όμως με τον ρεαλισμό, στο θεματικό κυρίως πεδίο.
Η “Χρυσόμυγα” ανήκει στα θέματα της καθημερινής ζωής, καθώς παριστάνει ένα κοριτσάκι που τραβιέται τρομαγμένο προς τα πίσω, για να αποφύγει μια χρυσόμυγα που έχει καθίσει στο πόδι του. Η τόσο αυθόρμητη και φυσική αυτή κίνηση καθιστά το έργο το αποκορύφωμα της ρεαλιστικής απόδοσης μιας ηθογραφικής σκηνής με παιδική μορφή στη φύση, που είχε πρωτοεμφανιστεί στη νεοελληνική γλυπτική το 1869 με τον “Θεριστή” του Δημητρίου Φιλιππότη, σηματοδοτώντας τη στροφή σε ρεαλιστικά θέματα.
Με επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή, ο Χρήστος Καπράλος διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος μέσα από την αφομοίωση των διδαγμάτων της αρχαίας ελληνικής και της λαϊκής τέχνης, αλλά και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Τα πρώτα του έργα σε πηλό και γύψο, μορφές ρεαλιστικές, αλλά συγχρόνως απλοποιημένες και καθαρές, ακολούθησαν συνθέσεις σε χαλκό αφαιρετικές και συχνά αποσπασματικές, όπως Νίκες και μυθολογικές μορφές, αρχαίοι οπλίτες, ζευγάρια και μητέρες με παιδιά.
Από το 1965 ο Καπράλος στράφηκε και στη χρήση του ξύλου, ιδιαίτερα κορμών ευκαλύπτου, που του έδωσαν τη δυνατότητα να δημιουργήσει συνθέσεις με ισχυρή σχηματοποίηση και έντονη αφαιρετικότητα, υπακούοντας στη φόρμα που υποβάλλει το ίδιο το σχήμα των κορμών. Δημιούργησε έτσι μια σειρά έργων εμπνευσμένων από γεγονότα και μορφές της αρχαιότητας, όπως ο «Οπλίτης», ένα θέμα με το οποίο ασχολείτο από τη δεκαετία του ’50. Αντίθετα όμως με τη δραματική ένταση που χαρακτηρίζει τις παλαιότερες συνθέσεις σε χαλκό, ο «Οπλίτης» σε ξύλο αποκτά μνημειακό χαρακτήρα και μετατρέπεται σε σύμβολο νίκης..
Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.
Ο Νάρκισσος και η Ηχώ είναι ένα χαρακτηριστικό μυθολογικό θέμα, που εικονίζεται σε μια τοιχογραφία της Πομπηίας του 1ου μ.Χ. αιώνα και στη συνέχεια ενέπνευσε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή, ο Νάρκισσος ήταν ένας πολύ όμορφος νέος, που ερωτεύτηκε την εικόνα του όταν έσκυψε σε μια πηγή να ξεδιψάσει. Γοητευμένος από τη μορφή του, αφέθηκε να πεθάνει. Στο σημείο που πέθανε φύτρωσε ένα λουλούδι που το ονόμασαν νάρκισσο. Η νύμφη Ηχώ ήταν μια από τις κοπέλες που είχαν ερωτευτεί τον Νάρκισσο, ο έρωτάς της όμως δεν είχε ανταπόκριση. Απελπισμένη αποτραβήχτηκε στη μοναξιά της και εξασθένησε τόσο, που δεν έμεινε παρά η φωνή της.
Για να αναπαραστήσει τον αρχαίο μύθο ο Βρούτος δημιουργεί δύο μορφές, που λειτουργούν αυτόνομα, αλλά και ως ενιαίο σύνολο, τις οποίες αποδίδει ακολουθώντας τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια του μύθου: ο Νάρκισσος, καθισμένος σε βράχο διακοσμημένο με νάρκισσους, σκύβει το κεφάλι σαν να καθρεφτίζεται στο νερό και μειδιά αυτάρεσκα, καθώς αντικρίζει τη μορφή του, ενώ η Ηχώ, καθισμένη σε βράχο, προσπαθεί να φωνάξει.
Ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου ήταν ένας λαϊκός τεχνίτης που εργάστηκε το 19ο αιώνα και, μεταξύ άλλων, φιλοτέχνησε ξυλόγλυπτες μορφές αγωνιστών στο πλαίσιο της λαϊκής αντίληψης.
Ο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» παριστάνεται σε μια μετωπική, ήρεμη, αλλά συγχρόνως αποφασιστική στάση, ενώ με το χρωματισμό, χαρακτηριστικό στοιχείο της λαϊκής τέχνης, τονίζεται ο ρεαλισμός του συνόλου. Η επιγραφή «ΔΙΕΓΛύΦΘΗ καί ΕΖΩΓΡΑΦίΣΘΗ ΤΟ ΠΑΡόν / ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΚΑΡΑϊΣΚΑΚΗ ΔΙΑ ΧΕΙ / ΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤίΝΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡίΟΥ ΕΞ Α / ΓΡΑΦΩΝ 1829 ΙΟΥΝίΟΥ 8», επίσης χαρακτηριστική της λαϊκής αντίληψης, δηλώνει όχι μόνο την ταυτότητα της μορφής, αλλά και την επιθυμία του δημιουργού να δείξει ότι το έργο έχει γίνει από ένα λαϊκό μεν, αλλά επώνυμο τεχνίτη.
Ο Ιωάννης Κόσσος ανήκει στην πρώτη γενιά νεοελλήνων γλυπτών που σπούδασαν στο Σχολείον των Τεχνών και διδάχθηκαν τον νεοκλασικισμό.
Ανταποκρινόμενος στο αίτημα απομνημόνευσης της πρόσφατης, αλλά και της σύγχρονής του ιστορίας, αναδείχθηκε σε εθνικό γλύπτη, απεικονίζοντας σε ανδριάντες, κυρίως όμως σε προτομές, αγωνιστές της Επανάστασης και προσωπικότητες της εποχής. Παράλληλα ασχολήθηκε με αλληγορικές και μυθολογικές συνθέσεις, παραδοσιακά θέματα του νεοκλασικισμού.
Η «Νύχτα», μια γυναικεία μορφή με πέπλο, αρχαιοπρεπείς αναφορές στην απόδοση των πτυχώσεων και του προσώπου με τις λείες επιφάνειες, και απλανές, χαμηλωμένο βλέμμα, είναι μια από τις χαρακτηριστικές αλληγορικές συνθέσεις του.
Ο Κώστας Δημητριάδης είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ύφους του Ροντέν στη νεοελληνική γλυπτική. Βρέθηκε στο Παρίσι την εποχή που ο Ροντέν ήταν στο απόγειο τη δόξας του και, στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στη γαλλική πρωτεύουσα, ασχολήθηκε με ελεύθερες συνθέσεις ανάλογου ύφους και περιεχομένου με εκείνες του γάλλου γλύπτη, τις οποίες συχνά απέδιδε σε διαφορετικά μεγέθη και υλικά.
Χαρακτηριστικό είναι το εικονογραφικό σύνολο «Οι νικημένοι της ζωής», ένα «συμβολικό μνημείο» όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος. Εννέα ξεχωριστά έργα ενταγμένα σε ένα αρχιτεκτονικό σύνολο θα συνέθεταν μια ενότητα, που θα αναφερόταν στις αποτυχίες, τις απογοητεύσεις, τα διλήμματα και τις προσπάθειες των κοινών ανθρώπων στην πορεία της ζωής. Στα έργα αυτά χαρακτηριστικά της γλυπτικής του Rodin αναγνωρίζονται τόσο στο περιεχόμενο, καθώς η ανθρώπινη μορφή εξυπηρετεί την απόδοση των συμβολισμών που θέλει να εκφράσει ο γλύπτης, όσο και στο πλάσιμο των σωμάτων – εύρωστα, ρωμαλέα και με τονισμένη μυολογία τα ανδρικά, με μαλακές και ρευστές καμπύλες τα γυναικεία.
Το 1907 ο Δημητριάδης φιλοτέχνησε τον «Σκεπτόμενο» (ή το «Δίλημμα»), μια κλειστή περίοπτη σύνθεση, με εμφανές εικονογραφικό πρότυπο τον «Στοχαστή» του Ροντέν. Το έργο, αν και δεν αναφέρεται ως μέρος της, ανταποκρίνεται απόλυτα στο περιεχόμενο της ενότητας “Οι νικημένοι της ζωής”, την οποία ο Δημητριάδης δούλευε την περίοδο 1906-1911, και με την οποία το συνδέουν, επίσης, κοινά εικονογραφικά χαρακτηριστικά, όπως το γυμνό, μυώδες σώμα του άνδρα και τα ακατέργαστα τμήματα του μαρμάρου.
Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.
Ο Νάρκισσος και η Ηχώ είναι ένα χαρακτηριστικό μυθολογικό θέμα, που εικονίζεται σε μια τοιχογραφία της Πομπηίας του 1ου μ.Χ. αιώνα και ενέπνευσε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή, ο Νάρκισσος ήταν ένας πολύ όμορφος νέος, που ερωτεύτηκε την εικόνα του όταν έσκυψε σε μια πηγή να ξεδιψάσει. Γοητευμένος από τη μορφή του, αφέθηκε να πεθάνει. Στο σημείο που πέθανε φύτρωσε ένα λουλούδι που το ονόμασαν νάρκισσο. Η νύμφη Ηχώ ήταν μια από τις κοπέλες που είχαν ερωτευτεί τον Νάρκισσο, ο έρωτάς της όμως δεν είχε ανταπόκριση. Απελπισμένη αποτραβήχτηκε στη μοναξιά της και εξασθένησε τόσο, που δεν έμεινε παρά η φωνή της.
Για να αναπαραστήσει τον αρχαίο μύθο ο Βρούτος δημιουργεί δύο μορφές, που λειτουργούν αυτόνομα, αλλά και ως ενιαίο σύνολο, τις οποίες αποδίδει ακολουθώντας τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια του μύθου: ο Νάρκισσος, καθισμένος σε βράχο διακοσμημένο με νάρκισσους, σκύβει το κεφάλι σαν να καθρεφτίζεται στο νερό και μειδιά αυτάρεσκα, καθώς αντικρίζει τη μορφή του, ενώ η Ηχώ, καθισμένη σε βράχο, προσπαθεί να φωνάξει.
Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.
Ο «Έρωτας που σπάζει το τόξο του» είναι μια από τις χαρακτηριστικές μυθολογικές συνθέσεις που φιλοτέχνησε.
Στην τέχνη συναντώνται πολλά θέματα εμπνευσμένα από τον Έρωτα, τόσο στην αρχαιότητα όσο από την Αναγέννηση και μετά. Τα επεισόδια που απεικονίζονται συχνότερα είναι η εκπαίδευση ή η τιμωρία του Έρωτα, ο Έρωτας με τον αδελφό του, Αντέρωτα, ο Έρωτας και οι μέλισσες, ο Έρωτας και η Ψυχή. Παρόλα αυτά, ο Βρούτος επέλεξε μια σκηνή σπάνια: ο Έρωτας, ένα φτερωτό νεαρό αγόρι καθισμένο σε βράχο, πατά στη φαρέτρα του και προσπαθεί να σπάσει το τόξο του.
Ο Βρούτος φιλοτέχνησε το έργο γύρω στο 1896, σε μια εποχή που οι ηθογραφικές σκηνές αποτελούσαν, πλέον, ένα σημαντικό κομμάτι της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Παρόλα αυτά, ο Βρούτος προτίμησε μια μυθολογική σύνθεση, η οποία δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αντίληψης της αρμονικής συνύπαρξης φύσης και τέχνης και της διακόσμησης του περιβάλλοντος με γλυπτά.
Ο Θωμάς Θωμόπουλος είναι από τους τελευταίους έλληνες καλλιτέχνες που μετεκπαιδεύτηκαν στο Μόναχο, σε μια εποχή που οι περισσότεροι είχαν στραφεί στο Παρίσι. Το γεγονός αυτό, πάντως, δεν τον εμπόδισε να τρέφει βαθύ θαυμασμό για τη γλυπτική του Ροντέν. Επιδιώκοντας να απομακρυνθεί από τον κλασικισμό, χαρακτηριστικά του οποίου όμως επιβιώνουν σε κάποιες περιπτώσεις, υιοθέτησε ένα εκλεκτικιστικό ύφος. Έτσι, στο έργο του συνδυάζει τον ακαδημαϊσμό με το συμβολισμό και τις ρομαντικές τάσεις, ενώ σε αρκετές συνθέσεις υιοθετεί και τη ρεαλιστική απόδοση.
“Τα μάτια της ψυχής” είναι μια σχετικά πρώιμη αλληγορική σύνθεση, εμπνευσμένη, πιθανόν, από το ομότιτλο ποίημα του Κωστή Παλαμά. Το έργο που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί τη μία από τις δύο εκδοχές του θέματος, καθώς ο Θωμόπουλος είχε κάνει και ένα έγχρωμο αντίτυπο χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της εγκαυστικής. Στο αντίτυπο της Εθνικής Πινακοθήκης οι κλασικιστικές επιβιώσεις είναι εμφανέστερες και αναγνωρίζονται στο αρχαιοπρεπές φόρεμα που μόλις διακρίνεται καθώς περιβάλλει τους γυμνούς ώμους, αλλά και στη λευκότητα του μαρμάρου.
Ο Γεώργιος Βρούτος υπήρξε κατεξοχήν εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού, το ύφος του οποίου επιβιώνει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρείας θεματογραφίας του (ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, μυθολογικές και αλληγορικές συνθέσεις), ακόμη και όταν – όψιμα – στρέφεται και σε ρεαλιστικά θέματα.
Ο αρχαίος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας, γοητευμένος από την όμορφη Λήδα, σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω, μεταμορφώθηκε σε κύκνο για να ενωθεί μαζί της, υπήρξε ένα θέμα δημοφιλές στην αρχαία και την ευρωπαϊκή τέχνη, με συνθέσεις που παριστάνουν την περίπτυξη των δύο μορφών σε διάφορες εκδοχές. Ο Βρούτος, ακολουθώντας αυτή την παράδοση, φιλοτέχνησε τη “Λήδα με τον κύκνο” σε μια ήρεμη σκηνή, με τη Λήδα καθισμένη να χαϊδεύει με τρυφερότητα τον κύκνο, που ανοίγει τις φτερούγες και αγκαλιάζει τα πόδια της.