Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1950 – 1955) με το Γιάννη Μόραλη και παράλληλα εργάστηκε ως βοηθός κοντά στο Γιάννη Σπυρόπουλο και το Νίκο Νικολάου. Το 1952 πήρε μέρος στην Πανελλήνιο με τρία έργα. Συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, στη Σχολή Συντήρησης Έργων Τέχνης, και δούλεψε ως συντηρητής στις εργασίες αποκατάστασης των τοιχογραφιών στο ναό των Eremitani στην Πάντοβα. Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1957 στην γκαλερί “Obelisco” της Ρώμης, τον κατάλογο της οποίας προλόγισε ο τεχνοκριτικός Giulio Carlo Argan, ενώ το 1958 εξέθεσε στην Μπιενάλε της Βενετίας το πρώτο του “άμορφο” έργο. Στην Ιταλία δημιούργησε την Ομάδα Σίγμα μαζί με τους Γιάννη Γαϊτη, Δημήτρη Κοντό, Βλάση Κανιάρη και Κώστα Τσόκλη. Το 1959 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Amedeo Modigliani στο Λιβόρνο και αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι, όπου και συνδέθηκε φιλικά με τον Pierre Restany. Το 1961 κέρδισε το ευρωπαϊκό βραβείο Premio Lissone και τιμητικό έπαινο στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το ίδιο έτος παρουσίασε τις “Χειρονομίες” στην γκαλερί “J” και το 1962, χρονιά και της πρώτης του παρισινής ατομικής έκθεσης, τους “Τοίχους” σε ομαδική έκθεση ελλήνων καλλιτεχνών στο Παρίσι, ενώ παράλληλα συνέχιζε να εκθέτει και στην Ιταλία. Το 1964 έλαβε μέρος με την πρώτη του “Λευκή Χειρονομία” στο Mercato d’ Arte της Φλωρεντίας, ενώ σεντόνια θα παρουσιάσει και σε ατομική του έκθεση στη Ρώμη αλλά και στο Θέατρο La Fenice της Βενετίας, στο πλαίσιο της Μπιενάλε. Ταυτόχρονα πειραματίζεται με τη φωτογραφία και το 1965 παρουσιάζει στο Βερολίνο, το Παρίσι και τη Ρώμη τις “Φαντασμαγορίες της ταυτότητας”. Την ίδια εποχή σχηματίζεται η ομάδα της mec art από καλλιτέχνες όπως οι Di Bello, Bertini, Rotella, Mariani, Beguier, Jacquet υπό την εποπτεία του Restany. Το 1966 δημιουργεί τις “Αναμορφώσεις” με τη χρήση επιδιασκόπιου και χρώματος και θα ακολουθήσουν οι “Μεταδομές”. Το 1978 μετέχει στην έκθεση των Νέων Ρεαλιστών στη γκαλερί “Ζουμπουλάκη”. Το 1981 εκλέγεται καθηγητής στην ΑΣΚΤ και εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα στις αρχές του επόμενου χρόνου. Διετέλεσε επίσης πρύτανης της Σχολής έως το 1996. Το 1987 παρουσίασε τη σειρά με τις “Λεύκες” στην Πινακοθήκη Πιερίδη, και το 1988 εκπροσώπησε μαζί με το Βλάση Κανιάρη την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και πήρε μέρος στην Ολυμπιάδα Τεχνών της Σεούλ. Το 1996 παρουσίασε τα “Τσιμέντα” και για πρώτη φορά στην Ελλάδα ολοκληρωμένες τις “Χειρονομίες” στην γκαλερί “ΑΔ”.

Καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν παύει να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ’ όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο.

Μοιραστείτε: